Το προσφυγικό μονοπωλεί μοιραία την επικαιρότητα των τελευταίων ημερών, ωστόσο με την ολοκλήρωση της επίσκεψης του Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ πλησιάζει η ώρα της ψήφου των αποδήμων.
Στόχος της κυβέρνησης παραμένει η διαδικασία να έχει ολοκληρωθεί ακόμη και έως τα τέλη του μήνα. Έτσι, εντός των επομένων ημερών, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα καλέσει στο Μαξίμου τους πολιτικούς αρχηγούς, προκειμένου να διερευνήσει το κατά πόσον μπορεί να υπάρξει συναίνεση στο ζήτημα, για το οποίο ούτως ή άλλως απαιτούνται βάσει του Συντάγματος 200 ψήφοι, ώστε να γίνει νόμος του κράτους.
Σε αντίθεση, δηλαδή, με τις αλλαγές στον εκλογικό νόμο – όπου η πλειοψηφία των 2/3 της Βουλής απαιτείται για την άμεση εφαρμογή τους, διαφορετικά ισχύουν από τις μεθεπόμενες εκλογές – η έγκριση της ψήφου των αποδήμων από τουλάχιστον 200 βουλευτές αποτελεί αναγκαία συνθήκη προκειμένου να εφαρμοστούν οι σχετικές διατάξεις.
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του Μαξίμου, διαδοχικά θα ολοκληρωθεί η διαδικασία για την ψήφο των αποδήμων, θ’ ακολουθήσει η ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης, η αλλαγή του εκλογικού νόμου κι εν συνεχεία η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία θα γίνει εντός των πρώτων μηνών του 2020. Έτσι, τα θέματα αυτά είναι που θα τεθούν στο τραπέζι των συναντήσεων του κ. Μητσοτάκη με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς. Όμως, η ατζέντα περιλαμβάνει ακόμη και το προσφυγικό/μεταναστευτικό, όπως είπε στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, αφού αναμένεται η συζήτηση να γενικευτεί.
Το κρίσιμο, ωστόσο, σε ό,τι αφορά την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού είναι εάν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ θα δεχθούν να κάνουν πίσω ένα βήμα ο ένας κι ένα βήμα μπροστά ο άλλος, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η απαραίτητη συναίνεση και να βρεθούν οι 200 βουλευτές. Οι προτάσεις που έχουν κατατεθεί είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, με τον ίδιο τον πρωθυπουργό να χαρακτηρίζει από τη Νέα Υόρκη αυτή του ΣΥΡΙΖΑ ως «αντισυνταγματική και προσβλητική», επειδή προβλέπει πως η ψήφος των αποδήμων δεν θα προσμετράται στο εκλογικό αποτέλεσμα της ελληνικής επικράτειας, δημιουργώντας ουσιαστικά μια Βουλή δύο ταχυτήτων με τους «βουλευτές ομογένειας».
Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει αυτό ακριβώς για το οποίο κατηγορούσε τη ΝΔ: την εγγραφή, δηλαδή, των ψηφοφόρων σε ειδικούς εκλογικούς καταλόγους με πρωτοβουλία τους και όχι να ισχύει – όπως λέει η κυβέρνηση – ότι όλοι όσοι είναι ήδη εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους ν’ ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα ως ετεροδημότες… εξωτερικού.
«Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχει διατυπωθεί, είναι προσβλητική και αντισυνταγματική. Άρα, βάση εκεί δεν υπάρχει. Ελπίζω ο ΣΥΡΙΖΑ να απορρίψει αυτή την πρώτη του -ίσως πρώιμη, ίσως όχι τόσο καλά επεξεργασμένη- πρόταση και να προσχωρήσει σε μια πιο λογική συζήτηση, ώστε να μην θίγονται συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών που ψηφίζουν», εκτίμησε ο κ. Πέτσας. Όμως, την ίδια στιγμή εμμέσως πλην σαφώς έτεινε χείρα συνεργασίας προς το ΚΙΝΑΛ, καθώς η πρότασή του κινείται ανάμεσα σ’ αυτή της ΝΔ και σ’ αυτή του ΣΥΡΙΖΑ: «Υπάρχουν άλλα πολιτικά κόμματα, με τα οποία θα μπορούσαμε να συζητήσουμε και να βρούμε έναν κοινό παρανομαστή», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, επαναλαμβάνοντας ότι το ευκταίο για το νομοσχέδιο είναι να ψηφιστεί κι από τους 300 βουλευτές του Κοινοβουλίου.
Μάλιστα, με αυτή την αφορμή, στον ΣΥΡΙΖΑ θυμίζουν πως το ΠΑΣΟΚ το 2009 – με Γιώργο Παπανδρέου – είχε καταψηφίσει το σχέδιο της ΝΔ για ψήφο των ομογενών, παρά το γεγονός ότι ήταν παραπλήσιο του σημερινού. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ακόμη κι αν η κυβέρνηση εξασφαλίσει το «ναι» του ΚΙΝΑΛ και ψηφίσουν υπέρ της πρότασής της «Ελληνική Λύση» και «Μέρα25» – αφού το ΚΚΕ έχει δηλώσει πως θα πει σίγουρα «όχι» – τότε θα συγκεντρωθούν… 199 ψήφοι! Δηλαδή, οι Έλληνες του εξωτερικού είναι πιθανό να χάσουν για μία ψήφο στη Βουλή το δικαίωμα να συμμετάσχουν στις εκλογές.
Με άλλα λόγια, η εξίσωση των 200 βουλευτών βγαίνει μόνο με τη σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ και γι’ αυτό έχει ήδη αρχίσει η πίεση από την πλευρά της κυβέρνησης προς την Κουμουνδούρου και οι αντιστάσεις εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το ζητούμενο είναι σ’ αυτή την περίπτωση ποιος θ’ αναλάβει το πολιτικό κόστος για το ναυάγιο της όλης διαδικασίας.