Διόλου τυχαία ήταν η αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Βίκτορ Όρμπαν κατά την παρουσία του στο Φόρουμ των Δελφών. Ο κατηγορηματικός τρόπος με τον οποίο ο πρόεδρος της ΝΔ ξεκαθάρισε ότι δεν συμφωνεί με τις τακτικές του Ούγγρου πρωθυπουργού, αλλά κυρίως ότι θα προτείνει την αποβολή του κόμματός του από την οικογένεια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος έχει δύο στόχους.
Ο πρώτος είναι να κλείσει οριστικά η όποια συζήτηση στο εσωτερικό της ΝΔ και να εκλείψουν οι φωνές υποστήριξης στον Ούγγρο ηγέτη. Ο δεύτερος είναι, όμως, ο πιο σημαντικός – συνδέεται δε απόλυτα με τον πρώτο: να «αδειάσει» Μαξίμου και ΣΥΡΙΖΑ που κατηγορούν τη ΝΔ για ακροδεξιά στροφή και τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη για ταύτιση μ’ αυτές τις ακραίες ιδέες και πολιτικές, βάζοντας μάλιστα σ’ αυτή τη βάση το δίλημμα που θα κορυφωθεί την προεκλογική περίοδο περί προόδου και συντήρησης.
Με άλλα λόγια, θέλει να «κάψει» τις προεκλογικές αιχμές του ΣΥΡΙΖΑ κατά της ΝΔ, με βασική εξ αυτών την ακροδεξιά στροφή για την οποία εγκαλεί την αξιωματική αντιπολίτευση.
Κατά τα λοιπά, ο κ. Μητσοτάκης για μία ακόμη φορά έδωσε το στίγμα της οικονομικής του πολιτικής, εμμένοντας στη θέση πως μόνο οι μειώσεις φόρων μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη, για την οποία έθεσε ψηλά τον πήχη, υποστηρίζοντας ότι δεν αρκεί ο στόχος του 2%.
Για πρώτη φορά, μάλιστα, τόνισε ότι η δέσμευσή του αυτή θα συνοδευτεί από κυνήγι κατά της φοροδιαφυγής και αυστηρά μέτρα για τους παραβάτες, ενώ για τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων δήλωσε ότι επιδιώκει μεν τη μείωσή τους, αλλά δέχεται να δώσει πρώτα «εξετάσεις». Να εμφανίσει, δηλαδή, η πολιτική του απτά αποτελέσματα και μετά οι εταίροι να συναινέσουν στη μείωση του στόχου του 3,5% στο 2% που ζητάει ο πρόεδρος της ΝΔ, προσδιορίζοντας χρονικά την εξέλιξη αυτή για το 2021 και όχι για τον προϋπολογισμό του 2020 – τον πρώτο, δηλαδή, της κυβέρνησης της ΝΔ, εφόσον κερδίσει τις εκλογές.