Site icon NewsIT
16:41 | 18.02.16

Γκάμπριελ: Ζητά μείωση του χρέους και απορρίπτει το Grexit από τη Σένγκεν

ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟΥ

ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟΥ

Newsit Newsroom

Την ελάφρυνση του χρέους, «εφόσον η Ελλάδα συνεχίσει να ασχολείται σοβαρά με τις μεταρρυθμίσεις», ζητεί ο αντικαγκελάριος της Γερμανίας, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ. Προειδοποιεί, ωστόσο, για τον κίνδυνο οι συνεχιζόμενες περικοπές να οδηγήσουν σε κοινωνική αναταραχή και να καταστήσουν τη χώρα μη-κυβερνήσιμη.

Σε άρθρο του, το οποίο δημοσιεύεται αποκλειστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και σε τέσσερις μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες (El Pais, Le Monde, La Republica, Frankfurter Allgemeine Zeitung), ο επικεφαλής των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, απορρίπτει κατηγορηματικά τις εισηγήσεις για κλείσιμο των συνόρων και αποκλεισμό της Ελλάδας από την Σένγκεν, κάνοντας λόγο για προτάσεις που «δηλητηριάζουν τον ευρωπαϊκό διάλογο». Χαρακτηρίζει δε «σχεδόν κυνικές» τις προειδοποιήσεις προς την Ελλάδα για την καλύτερη φύλαξη των συνόρων, ενώ υπενθυμίζει ότι τα περισσότερα χρήματα που έχουν δοθεί ως βοήθεια στην Ελλάδα κατέληξαν στους διεθνείς δανειστές και όχι στην ελληνική οικονομία.

“Υπενθυμίζει” την ευρωπαϊκή ενοποίηση…

Ο κ. Γκάμπριελ επιχειρεί να υπενθυμίσει στις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης την ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και τη θέση των χωρών τους σε αυτή τη διαδικασία, ενώ περιγράφει τα πλεονεκτήματα του «ευρωπαϊκού ονείρου» και τη σημασία της εμβάθυνσης της συνοχής της Ένωσης, της εξάλειψης των ανισοτήτων, αλλά και της από κοινού δράσης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι παγκόσμιες προκλήσεις.

Αναφερόμενος ειδικά στην προσφυγική κρίση, διερωτάται πώς είναι δυνατόν να βρίσκονται τόσα δισεκατομμύρια προκειμένου να σωθούν οι τράπεζες, αλλά όχι για να σωθούν άνθρωποι και, απευθυνόμενος στη χώρα του, προειδοποιεί ότι «όσο η Γερμανία αυτοπεριορίζεται στις εκκλήσεις για αλληλεγγύη στην υποδοχή των προσφύγων, αλλά δεν είναι διατεθειμένη να επενδύσει περισσότερο στην ανάπτυξη και στις θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, κανείς δεν θα έρθει να μας βοηθήσει».

 

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του άρθρου του αντικαγκελάριου και υπουργού Οικονομίας της Γερμανίας, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, υπό τον τίτλο: «Το μέλλον μιας μεγάλης ιδέας».

Ολόκληρο το κείμενο

“Πριν από πενήντα χρόνια, στην τότε κομμουνιστική Πολωνία, ο Αρχιεπίσκοπος του Βρόκλαου έγραψε μια πάρα πολύ γενναία και διορατική επιστολή. Προχώρησε δε στέλνοντας αυτή την επιστολή σε όλους τους Επισκόπους στην Γερμανία, εκ μέρους των συναδέλφων τους στην Πολωνία. Η επιστολή γράφτηκε στα βάθη του Ψυχρού Πολέμου, σε μια κοινωνία που είχε βιώσει την συστηματική καταστροφή της Πολωνίας και την οργανωμένη μαζική δολοφονία που εκτελείτο από τους Γερμανούς σε Άουσβιτς, Τρεμπλίνκα και Σόμπιμπορ. Με τα λόγια: «Συγχωρούμε και ζητούμε συγχώρηση», ο Καρδινάλιος Κόμινεκ έκανε το πρώτο μεγάλο βήμα προς την γερμανο-πολωνική συμφιλίωση. Μόνο λίγα χρόνια αργότερα ο Βίλι Μπραντ έκανε την διάσημη γονυκλισία του στο μνημείο για την Εξέγερση του Γκέτο της Βαρσοβίας.

Ήταν περίπου εκείνη την εποχή που ο Καρδινάλιος Κόμινεκ επισήμανε αυτό που θεωρούσε ότι έπρεπε να αποτελεί κοινό στόχο: «Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε ο τρόπος ομιλίας μας να είναι εθνικιστικός. Πρέπει να είναι ευρωπαϊκός με την βαθύτερη έννοια του όρου. Η Ευρώπη είναι το μέλλον – ο εθνικισμός είναι ένα πράγμα του παρελθόντος». Πράγματι, αυτό δείχνει την έκταση της πίστης της Πολωνίας στην ευρωπαϊκή ιδέα. Ο Καρδινάλιος Κόμινεκ έχει προ πολλού ξεχαστεί στην Γερμανία και είναι πιθανόν ακόμη λιγότερο γνωστός στην Ευρώπη. Πενήντα χρόνια μετά την ποιμενική επιστολή του, ο Καρδινάλιος Κόμινεκ θα άξιζε να θεωρείται ένας από τους πατέρες της Ευρώπης, μεταξύ των Ντε Γκασπέρι, Μάνσολτ, Μονέ και Σουμάν. Τοποθετώντας τον στις τάξεις αυτών των προσώπων εμείς οι Γερμανοί θα προχωρούσαμε σε μια δήλωση προς τους Πολωνούς γείτονές μας: ότι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η Ευρώπη δεν θα ανακάμψει στη βάση του τι θέλει και του τι κάνει η Γερμανία, αλλά μόνο στη βάση της κοινής βούλησης όλων να διατηρήσουμε την πολιτική ενότητα ως το σπουδαιότερο επίτευγμα του πολιτισμού στην ιστορία της ηπείρου μας. Τα λόγια του Καρδιναλίου Κόμινεκ αποτελούν για όλους μας μια προειδοποίηση να μην ξαναπέσουμε στο «χθες» του εθνικισμού. Αυτή η προειδοποίηση δεν ήταν ποτέ πιο σημαντική από ό,τι είναι σήμερα.

Η ευρωπαϊκή ενότητα περνάει τώρα μία από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες αντοχής από το τέλος του Πολέμου. Ο κόσμος το λέει συχνά ‘ύστατη δοκιμασία‘. Και έχουν δίκιο όταν λένε ότι οι κοινοί θεσμοί, όπως το ευρώ και η ζώνη Σένγκεν, πρέπει τώρα περισσότερο από ποτέ να σταθούν ισχυροί. Παραταύτα αμφιβάλλω αν είναι συνετό να πλάθουμε την εικόνα – και να το κάνουμε αυτό επανειλημμένα και με αυξανόμενα κινδυνολογικό τρόπο – μιας Ευρώπης η οποία βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης. Υπάρχουν υπερβολικά πολλές αλληλοκατηγορίες από δω κι από κει. Χώρες εκδίδουν τελεσίγραφα η μία για την άλλη, τα οποία δεν πετυχαίνουν τίποτα άλλο από το να ενισχύουν τις εθνικές ευαισθησίες και να τις περιχαρακώνουν ακόμη πιο βαθιά. Φωνές που κραυγάζουν «αποτυχία» ακούγονται συχνά εδώ και πολλά χρόνια: «Το ευρώ αποτυγχάνει…», «Η Σένγκεν αποτυγχάνει…», «Το Δουβλίνο αποτυγχάνει…». Και η προφητεία καταλήγει πάντα με την απειλή της αποτυχίας της Ευρώπης. Αν ο στόχος είναι απλώς να ζωγραφίσουμε άλλη μια αρνητική εικόνα στον δρόμο προς το επόμενο κρίσιμο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, θα ήταν καλύτερα να μείνουμε σιωπηλοί. Διότι αυτό για το οποίο χρειάζεται πράγματι να συζητήσουμε, είναι η ικανότητα της Ευρώπης να περάσει με επιτυχία την δοκιμασία. Και αν σκεφτούμε το θάρρος των πατέρων της Ευρώπης – εκείνων που εκπροσωπούσαν τα έθνη των θυμάτων, μόνο λίγα χρόνια μετά από όλες τις δολοφονίες – να προσκαλέσουν ως πολιτισμένα έθνη στο ίδιο τραπέζι το έθνος που επιτέθηκε, δεν έχουμε λόγο να μας λείπει η ελπίδα.

Το πρώτο βήμα είναι να θυμόμαστε τις πηγές από τις οποίες η ΕΕ αντλεί τη δύναμη των ιδανικών της. Το καθήκον είναι να επιστρέψουμε τον προβολέα στις αρχές που έχουν ξεθωριάσει λόγω των σημερινών διενέξεων και να οξύνουμε εκ νέου την συνείδηση των ευρωπαϊκών αξιών. Αυτές οι αρχές, οι οποίες εδώ και δεκαετίες, θεωρούνταν η απάντηση σε άνευ προηγουμένου καταστροφές – έχουν ακόμη τεράστια ιστορική σημασία και, τα τελευταία χρόνια, έχουν αποκτήσει μεγαλύτερο πολιτικό βάρος.

Πρώτον, φέρνουν την υπόσχεση της ειρήνης. Η Ευρώπη έχει υποφέρει όσο καμία άλλη περιοχή στον κόσμο από την καταστροφική επιθετικότητα του εθνικισμού. Έπειτα από δύο απολυταρχικούς παγκόσμιους πολέμους με εκατομμύρια θύματα, η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν μια κραυγή ανακούφισης που βασίζεται στη νέα ασφάλεια και αλληλεγγύη. Ήταν μια απάντηση στον τρόμο των Ναζί, στον πόλεμο της εξόντωσης, στην γενοκτονία. Η διαδικασία της διασφάλισης της ειρήνης δεν είναι πολύ μακρινή ιστορία: είμαστε εξαρτημένοι από την σταθερότητα που προσφέρεται από το εγχείρημα ειρήνης που είναι η Ευρώπη – η σταθερότητα που ξεκάθαρα χρειάζεται υπό το φως της νέας εθνικιστικής προπαγάνδας, η οποία παρουσιάζεται με την μορφή της στρατιωτικής ισχύος, της θρησκευτικά υποκινούμενης τρομοκρατίας, του εμφύλιου πολέμου και της κατάρρευσης του κράτους και έναντι των νέων γεωπολιτικά υποκινούμενων κυμάτων επιθετικότητας που ακουμπούν στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεύτερον, η υπόσχεση της ελευθερίας. Για τεσσερισήμισι δεκαετίες, η Ευρώπη ήταν μια ήπειρος διχασμένη από τον Ψυχρό Πόλεμο. Ήταν μια ήπειρος κυριαρχούμενη από μια πολιτική γεωγραφία μοιρασμένη στα δύο από το Τείχος του Βερολίνου και το Σιδηρούν Παραπέτασμα και αυτή η διαίρεση εξελισσόταν σε μέρος του DNA της. Δρόμοι που οδηγούν σε no man’s land, κατεστραμμένες γέφυρες, συρματοπλέγματα και όπλα έτοιμα να πυροβολήσουν αυτομάτως, ένας στρατός συνοριοφυλάκων σταθμευμένων κατά μήκος της θανατηφόρας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ Ανατολής και Δύσης, εξευτελιστικοί έλεγχοι για εκείνους που ήθελαν να περάσουν τα αυστηρά ελεγχόμενα σύνορα – αυτή ήταν η καθημερινή ζωή στην καρδιά της Ευρώπης μέχρι το 1989. Μόνο οι άνθρωποι που αψηφούσαν τον θάνατο προσπάθησαν να το αγνοήσουν και τόλμησαν να δοκιμάσουν να δραπετεύσουν στην ελευθερία. «Συνοριακούς παραβάτες» τους έλεγε η κομμουνιστική δικτατορία.

Τα θαρραλέα κινήματα για την δημοκρατία στην Πολωνία, την Ουγγαρία και την πρώην Τσεχοσλοβακία και επίσης η πολιτική διαμαρτυρία στην Ανατολική Γερμανία νίκησαν την δικτατορία και κατέστησαν δυνατό το άνοιγμα των συνόρων. Ως αποτέλεσμα, η Ευρώπη ήταν σε θέση να αναπτύξει την πρώτη αδιαίρετη περιοχή ελευθερίας στην οποία οι άνθρωποι μπορούσαν να συγκεντρωθούν χωρίς να παρακολουθούνται και να τους κατασκοπεύουν. Αυτό σήμαινε ότι η μερική ενοποίηση της Ευρώπης θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πλήρη ενοποίηση. Πρέπει να εκτιμούμε αυτή την δικαιολογημένη υπερηφάνεια των εταίρων μας της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μια πράξη αυτοπροβολής της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εναντίον της δικτατορίας και της καταπίεσης. Δημιουργεί μια συμμαχία δικαιοσύνης. Αλλά και αυτή με τη σειρά της δεν είναι μόνο μια ανάμνηση των κινδύνων πολύ μετά από την παράδοσή τους στα ιστορικά βιβλία. Απολυταρχικά καθεστώτα υπάρχουν ακόμη ως σήμερα. Επιθέσεις εναντίον της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και των ΜΜΕ και καταπίεση και εξαίρεση των μειονοτήτων, έχουν επιστρέψει να μας στοιχειώσουν και πάλι. Ακροδεξιά κινήματα προκαλούν ανοιχτά τα ανθρώπινα και τα πολιτικά δικαιώματα. Η υπόσχεση της ελευθερίας που προσφέρει η Ευρώπη είναι πάρα πολύ στην ημερήσια διάταξη.

Τρίτον, υπάρχει η υπόσχεση της δίκαιης ευημερίας. Ο διεθνής ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών συστημάτων δεν ήταν ποτέ μόνο μεταξύ της αγοράς και της σχεδιασμένης οικονομίας. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των συστημάτων μάλλον περιελάμβανε πάντα μια μάχη μεταξύ του σκληρού καπιταλισμού, ο οποίος αυξάνει το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών και μιας οικονομία της αγοράς με κοινωνική αναφορά, η οποία λειτουργεί προκειμένου να προσφέρει ίσα δικαιώματα, κοινωνική συνεργασία, εξειδικευμένη εργασία και δίκαιη συμμετοχή στην ανάπτυξη της ευημερίας. Η Ευρώπη διαθέτει μια ποικιλία από μορφές του κοινωνικού κράτους. Παρόλα αυτά η ΕΕ ως σύνολο αντιπροσωπεύει μια ξεχωριστή προσέγγιση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, μια προσέγγιση η οποία συμφιλιώνει τις λάθος αντιθέσεις μεταξύ αγοράς και κράτους, μεταξύ παραγωγικότητας και ανάπτυξης μισθών, μεταξύ βιομηχανίας και προστασίας του περιβάλλοντος. Το «ευρωπαϊκό όνειρο» το οποίο ο Τζέρεμι Ρίφκιν εσκεμμένα όρισε σε αντιδιαστολή προς το αμερικανικό, ενσαρκώνει ένα μοντέλο αυτοπεποίθησης για την κοινωνία και την ευημερία, το οποίο δεν απορρίπτει ή δεν αφήνει πίσω κανέναν άνθρωπο, το οποίο οργανώνει την ισότητα των ευκαιριών και καθοδηγείται από την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Όταν ο Δημοκρατικός προεδρικός υποψήφιος Μπέρνι Σάντερς λέει ότι θα επιθυμούσε οι ΗΠΑ να είναι περισσότερο όπως η Σουηδία, τότε αυτό είναι κάτι παραπάνω από μια ρητορική ατάκα στην προεκλογική εκστρατεία. Παντού στον κόσμο υπάρχουν θαυμαστές αυτού του ιδιαίτερου ευρωπαϊκού δρόμου – μόνο εμείς οι ίδιοι δεν εκτιμάμε την αξία των ίδιων μας των πλεονεκτημάτων. Τα σκοτεινά οράματα ενός Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος μετρά τη δύναμη μιας κοινωνίας προφανώς με βάση τον θρίαμβο των ισχυρών εναντίον των αδυνάτων είναι σίγουρα το ακριβώς αντίθετο της ευρωπαϊκής ιδέας.

Τέταρτον, αφορά την βιωσιμότητα της ευημερίας. Οι δεκαετίες της αντιπαράθεσης για τα όρια της ανάπτυξης και την οικολογική μετάβαση θεωρούνταν για καιρό – για να είμαστε ειλικρινείς – ευρωπαϊκή ανοησία. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η επέκταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Γερμανία έμοιαζε σαν τρελές ιδέες για οικο-φρικιά και σπασίκλες με σανδάλια. Και μετά έγινε σαφές σε όλους ότι μιλάμε για παγκόσμιας κλίμακας κινδύνους για το περιβάλλον μας. Οι αναπτυσσόμενες και οι αναδυόμενες οικονομίες υποφέρουν από το κόστος της ολέθριας περιβαλλοντικής εκμετάλλευσης. Σήμερα η ευρωπαϊκή θέση για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής αποτελεί πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο. Οι βιομηχανικές προοπτικές, το προβάδισμα στην τεχνολογία αποδοτικότητας και οι δυνατότητες του συστήματος στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που έχουμε αναπτύξει μας δίνουν κάτι περισσότερο από ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Λένε στον κόσμο ότι το βιώσιμο μοντέλο ευημερίας της Ευρώπης μπορεί να είναι ο παγκόσμιος ηγέτης.

Πέμπτον, αλληλεγγύη και συνοχή. Μετά τους Παγκόσμιους Πολέμους, άλλες δυνάμεις αποφάσισαν την κατεύθυνση των παγκόσμιων πραγμάτων. Ακόμη και μετά το τέλος της εποχής του δίπολου των υπερδυνάμεων, η μετατόπιση εξουσίας μακριά από την Ευρώπη συνεχίστηκε. Ως αποτέλεσμα των φιλοδοξιών των πολυπληθών αναδυόμενων οικονομιών και του αυξανόμενου επιπέδου παγκοσμιοποίησης, τα έθνη της Ευρώπης μίκρυναν. Η Ευρώπη θα χρειαστεί να μείνει ενωμένη και να ενεργήσει από κοινού αν πρόκειται να είναι σε θέση να μιλάει επί ίσοις όροις με την Κίνα και την Ινδία με τους αναπτυσσόμενους πληθυσμούς άνω του δισεκατομμυρίου, με τη Ρωσία και τον πλούτο της σε ορυκτούς πόρους και με τις ΗΠΑ και την ψηφιακή κυριαρχία της. Όποτε συνάντησα και συζήτησα με τον Χέλμουτ Σμιτ – έναν μεγάλο Ευρωπαίο – μου το υπενθύμισε επανειλημμένα. Στην τελευταία του ομιλία στο συνέδριο του SPD το 2011 είπε: Αν εμείς οι Ευρωπαίοι θέλουμε να ελπίζουμε ότι μπορούμε να παίξουμε σημαντικό ρόλο στον κόσμο, πρέπει μόνο να είμαστε έτοιμοι να το κάνουμε όλοι μαζί. Αν ενεργήσουμε ως μεμονωμένες χώρες – είτε είναι η Γαλλία, η Ιταλία, η Γερμανία ή η Πολωνία, η Ολλανδία, η Δανία ή η Ελλάδα – τελικά θα μετρηθούμε όχι με ποσοστά επί τοις εκατό αλλά επί τοις χιλίοις.

Ως ένα δεύτερο βήμα, χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε γιατί οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αντιφάσεις στην ΕΕ έχουν γίνει αντικειμενικά μεγαλύτερες. Χρειαζόμαστε μια έντιμη απάντηση στην ερώτηση τι πήγε στραβά.

Πριν από έξι χρόνια, οι συνέπειες της κρίσης στις διεθνείς αγορές απείλησαν την επιβίωση του κοινού νομίσματος. Αυτό άλλαξε θεμελιωδώς την κατάσταση. Η αναταραχή που προκλήθηκε από την τραπεζική κρίση και στο ξέσπασμά της η κρίση χρέους, χτύπησε όλες τις πραγματικές οικονομίες, κατέπνιξε επενδύσεις, αύξησε την ανεργία και χτύπησε τόσο τα ατομικά εισοδήματα όσο και τα έσοδα του κράτους. Ωστόσο, υπάρχει μια κομβική διαφορά. Οι κραδασμοί που γίνονται ακόμη αισθητοί σε μια Ευρωζώνη η οποία ήταν ήδη υπερχρεωμένη. Ακόμη και στον έβδομο χρόνο μετά το κραχ των αγορών, οι επενδύσεις παραμένουν αρκετά κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα. Περισσότεροι από 23 εκατομμύρια άνθρωποι είναι άνεργοι στην ΕΕ. Στην Ευρωζώνη το ύψος της ανεργίας ήταν 7,5% πριν από την κρίση. Έφτασε το 12% το 2013 και παραμένει ακόμη στο 11%. Η Ελλάδα δεν ήταν η μόνη χώρα με υψηλή νεανική ανεργία – 48% το φθινόπωρο του 2015. Στην Ισπανία ήταν 47%, στην Ιταλία σχεδόν 40% και ακόμη και στην Γαλλία ήταν 25%. Οι περικοπές στον προϋπολογισμό που επεβλήθησαν σε αντάλλαγμα των προγραμμάτων διάσωσης για τις χώρες σε πρόγραμμα από το Eurogroup είχαν ως αποτέλεσμα κάποιες πολύ σκληρές μειώσεις στην κοινωνική ασφάλεια. Την ίδια περίοδο, η Γερμανία ανέκαμψε γρήγορα από την πτώση και έκτοτε βιώνει την αντίθετη εξέλιξη – διαρκή καλή ανάπτυξη, ένα ιστορικά χαμηλό επίπεδο ανεργίας, αυξανόμενους πραγματικούς μισθούς και μια μετριοπαθή επέκταση των προνοιακών παροχών. Αυτή η ανισορροπία μεταξύ των επιβληθέντων και των επιτυχιών αυξάνει και την έλλειψη κατανόησης και από τις δύο πλευρές. Προβλήματα αναπτύχθηκαν ακόμη και μεταξύ των χωρών του πυρήνα, της Γερμανίας και της Γαλλίας. Αυτό θα πρέπει να μας δώσει ικανό λόγο να αναλογιστούμε πώς θα διαχειριστούμε το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των φτωχών και των πλούσιων στην Ευρώπη.

Όπου η οικονομική βάση είναι εύθραυστη, θα καταρρεύσει και το επιστέγασμα των ιδεών. Αυτό που έκανε ελκυστική την Ευρώπη για όλους και οδηγούσε την εμβάθυνση και την διεύρυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν η υπόσχεση της ευημερίας. Μια οικονομικά ισχυρή Ευρώπη απολαμβάνει και πολιτική εξουσία. Αλλά πάρα πολλοί άνθρωποι απομακρύνονται και πιστεύουν τώρα ότι θα είναι καλύτερα αν οι χώρες τους ενεργήσουν μόνες τους. Είναι παράλογο: εκείνοι που βρίσκονται σε πιο αδύναμη οικονομική θέση δεν έχουν πειστεί ότι η ευρωπαϊκή βοήθεια τους βοηθά πραγματικά. Εκείνοι που βρίσκονται σε ισχυρότερη θέση αισθάνονται ότι τους ζητούν να δώσουν πάρα πολλά. Οι άνθρωποι στις χρεωμένες χώρες πιστεύουν ότι χειραγωγούνται και ότι τους συμπεριφέρονται άσχημα, ενώ εκείνοι στις χώρες με πλεόνασμα είναι όλο και πιο θυμωμένοι επειδή πρέπει να δανείζουν όλο και πιο πολλά χρήματα. Αυτό δεν μπορεί να αποδώσει νέα συναίσθηση της αξίας της αλληλεγγύης.

Πρέπει να μπορούμε να συζητούμε τη φύση των προγραμμάτων διάσωσης του ευρώ. Από τα περισσότερα των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ βοήθειας που πήγε στην Ελλάδα την περίοδο 2010-2015, τα περισσότερα – περίπου 145 δισεκατομμύρια ευρώ – πήγαν στους διεθνείς δανειστές για να εξοφληθούν παλιά δάνεια. Αυτά τα 145 δισεκατομμύρια βγαίνουν τελικά από τις τσέπες των φορολογούμενων στις χώρες των δωρητών. Αυτό λένε όλες οι εφημερίδες. Αλλά αν είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να πούμε ότι αυτά τα τεράστια ποσά έμειναν στον κύκλο του χρέους και επί της ουσίας μάλλον δεν συνέβαλαν στην αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας. Θα ήταν λάθος να προσποιηθούμε κάτι άλλο. Κινητοποιούμε δισεκατομμύρια διάσωσης προκειμένου να σταθεροποιήσουμε το ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα. Αλλά αποτυγχάνουμε να βελτιώσουμε την πραγματική οικονομική και κοινωνική κατάσταση των ανθρώπων που ζουν στις χώρες που λαμβάνουν την βοήθεια. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να το καταλάβει οποιοσδήποτε ζει σε αυτές τις χώρες και έχει ως αποτέλεσμα την αυξανόμενη δυσαρέσκεια για τα προγράμματα διάσωσης, τόσο σε αυτούς που δίνουν όσο και σε αυτούς που λαμβάνουν την βοήθεια. Αν δεν αλλάξουμε αυτή την πολιτική, το αποτέλεσμα θα είναι ακόμη πιο γρήγορη αποσύνθεση στην Ευρώπη και όχι ανάπτυξη και θέσεις εργασίας στις ενδιαφερόμενες χώρες.

Ήταν λοιπόν σωστό και κατάλληλο για μας να συνδέσουμε την δέσμευσή μας σε μια συνεχιζόμενη συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ με έναν σαφή επαναπροσανατολισμό του προγράμματος διάσωσης το καλοκαίρι του 2015. Έχει δοθεί μεγαλύτερο βάρος σε επενδύσεις, ανάπτυξη και πιο δίκαιη κατανομή βαρών. Το πρόγραμμα δεν απαιτεί απλώς η Ελλάδα να συνεχίσει την εξυγίανση των δημοσιονομικών της, αλλά αναγνωρίζει και ότι μια χώρα σε βαθιά ύφεση, θα γονατίσει με μη ρεαλιστικούς στόχους προϋπολογισμού. Είναι σωστό να προσαρμόζουμε τους στόχους λιτότητας σε ό,τι είναι πραγματικά εφικτό και αυτό πρέπει να συνεχιστεί. Πρέπει να εξακολουθήσουμε να προσπαθούμε να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο του αβάσταχτα υψηλού παλιού χρέους και της ύφεσης. Αν η ελληνική κυβέρνηση συνεχίσει να ασχολείται σοβαρά με τις μεταρρυθμίσεις, θα χρειαστεί να βρούμε τρόπους προκειμένου να μειώσουμε περαιτέρω τα χρέη της Ελλάδας. Αν θα το αποκαλέσουμε ‘κούρεμα’ ή θα εφεύρουμε διαφορετικό όνομα για αυτό: Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως ελάφρυνση χρέους π.χ. με τη μορφή μεγαλύτερων χρόνων και μειωμένων επιτοκίων. Διότι συνεχόμενες περικοπές εισοδήματος δεν θα βοηθήσουν την οικονομία να αναπτυχθεί, αλλά, αντιθέτως, θα έχουν ως αποτέλεσμα κοινωνικές διαμαρτυρίες και θα κάνουν τη χώρα μη κυβερνήσιμη. Ενόψει αυτής της κατάστασης, οι συνεχιζόμενες προειδοποιήσεις των τελευταίων εβδομάδων που λένε στην Ελλάδα να κάνει περισσότερα για να διασφαλίσει τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ ακούγονται σχεδόν κυνικές.

Χρειαζόμαστε λίγη αναστροφή της ώσης στην Ευρώπη. Μακριά από την πολιτική της αποσύνθεσης, στην οποία οι ζωές των πλούσιων και των φτωχών στην Ευρώπη απομακρύνονται όλο και περισσότερο και προς μια ενοποιητική εμπειρία ότι η κοινή ευημερία είναι ακόμη εφικτή στην Ευρώπη. Όποιος στην Ευρώπη θέλει φρέσκια ελπίδα, πρέπει να δημιουργεί ευκαιρίες, να χτίζει σχολεία και πανεπιστήμια, να δημιουργήσει την ψηφιακή υποδομή του μέλλοντος, να επενδύσεις στους Δήμους και σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ώστε οι εταιρίες να μπορούν να αναπτυχθούν και να δημιουργούν θέσεις εργασίας και εισόδημα. Αυτό που μας βοηθάει είναι να βλέπουμε τον ευρωπαϊκό κύκλο με τα αστέρια σε όλο και περισσότερα σήματα και διαφημίσεις για σχέδια κατασκευών και να μην τα βλέπουμε σε διαμαρτυρίες, ως σύμβολο περικοπών στην κοινωνική πρόνοια. Όποιος θέλει να ενισχύσει την Ευρώπη, πρέπει να καταπολεμήσει την διαφθορά και να πιάσει τα μεγάλα ψάρια που αποφεύγουν τα δίχτυα των φόρων. Η διασφάλιση ότι το κράτος μπορεί να εισπράξει τα δημοκρατικά νομιμοποιημένα φορολογικά έσοδα θα δημιουργήσει πεδίο για δημοσιονομική σταθεροποίηση και νέες επενδύσεις. Όπου η Ευρώπη ενεργεί από κοινού σε αυτό το θέμα, μπορούμε να σημειώσουμε πρόοδο. Πρέπει λοιπόν να συνεχίσουμε να χρειαζόμαστε μια συντονισμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το Dumping φόρων, την φοροαποφυγή και την φοροδιαφυγή.

Η κοινωνική ανισότητα και η οικονομική δυστυχία έχουν αποδυναμώσει την Ευρώπη. Η ανισόρροπη οικονομική ανάπτυξη στο εσωτερικό της ΕΕ, με τις βόρειες χώρες του ευρώ να κοιτάζουν συγκαταβατικά προς τις νότιες ευρωχώρες, έχουν οξύνει τις πολιτικές εντάσεις. Η προσφυγική ροή μας χτύπησε πέρυσι στην χειρότερη δυνατή στιγμή. Στο μέσο μιας διαρκούσας κρίσης αυτοπεποίθησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την σημαντικότερη ανθρωπιστική δοκιμασία της Ευρώπης από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ήταν προφανές εδώ και κάποιους μήνες ότι η Γερμανία σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος της υποδοχής και της φροντίδας των προσφύγων. Αυτό δεν συμβαίνει κυρίως επειδή τους προσκαλέσαμε όλους να έρθουν, αλλά ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ως χώρα με μια από τις ισχυρότερες οικονομίες, έχουμε γίνει ο πιο δυνατός μαγνήτης. Αλλά ακόμη και οι πιο ισχυρές χώρες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μια τόσο μεγάλη πρόκληση μόνες τους. Διαπιστώνουμε επίσης ότι χρειαζόμαστε την πολιτική στήριξη άλλων εταίρων μας στην ΕΕ και δεν είναι ντροπή να το παραδεχτούμε αυτό ανοιχτά.

Χρειαζόμαστε περισσότερη εντιμότητα και ακεραιότητα στην αντιπαράθεση. Το να εξαιρέσουμε ένα κράτος-μέλος από την περιοχή Σένγκεν ή το να πάρουμε μέτρα τα οποία βασικά το απομονώνουν – αυτή είναι η απειλή που αντιμετωπίζει η Ελλάδα από τους συντηρητικούς που θέλουν να χτίσουν φράχτες κατά μήκος των συνόρων με την ΠΓΔΜ – αυτές δεν είναι λύσεις. Το μόνο που επιτυγχάνουν αυτές οι προτάσεις είναι να δηλητηριάζουν την ευρωπαϊκή συζήτηση. Δεν μπορείς απλώς να ξαναχαράξεις τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης -και να το κάνεις χωρίς να λάβεις υπ’ όψιν τις χώρες που θα επηρεαστούν. Αντιθέτως, χρειάζεται να συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε τις αποφάσεις που λάβαμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να ανοικοδομήσουμε την εμπιστοσύνη μεταξύ των χωρών μας: χρειαζόμαστε πλήρη καταγραφή, επαρκή διαμονή και μια συντεταγμένη κατανομή των προσφύγων.

Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι μπορούμε να πετύχουμε μια νέα αρχή στην προσφυγική πολιτική. Στην κρίση του ευρώ καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους για την επιβίωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτή η επιτυχία ήταν εφικτή επειδή είδαμε την κρίση ως ευρωπαϊκή πρόκληση και προσφέραμε ευρωπαϊκές απαντήσεις, αντί να προσπαθούμε να βρούμε απαντήσεις σε εθνική βάση. Αλλά δεν βλέπουμε αυτή η μεγάλη ώθηση για μια ευρωπαϊκή λύση να συμβαίνει στην προσφυγική και μεταναστευτική κρίση. Έχουμε στήσει ταμεία δισεκατομμυρίων ευρώ για να διασώσουμε τις τράπεζες. Γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο για να σώσουμε ανθρώπους;

Χρειαζόμαστε μια ανανεωμένη ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης η οποία να συνδυάζει τα δύο καθήκοντα: την οικονομική ανάκαμψη της ΕΕ με την προθυμία όλων των κρατών-μελών να μοιραστούν βάρη και να δείξουν αλληλεγγύη. Τη μάχη κατά των υπερβολικά υψηλών ποσοστών ανεργίας με μια κοινή πολιτική ασύλου και προσφύγων. Όσο η Γερμανία αυτοπεριορίζεται στις εκκλήσεις για αλληλεγγύη στην υποδοχή των προσφύγων, αλλά δεν είναι διατεθειμένη να επενδύσει περισσότερο στην ανάπτυξη και στις θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, κανείς δεν θα έρθει να μας βοηθήσει. Αν είναι να βγούμε από το πολιτικό αδιέξοδο, χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε και τις δύο προκλήσεις ταυτόχρονα.

Το προοίμιο στις Συνθήκες της Ρώμης μιλάει για «ακόμη πιο στενή ένωση» στην Ευρώπη. Δεν συμφωνούν σήμερα όλοι στην φιλοδοξία για μια ακόμη πιο στενή ένωση μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Δεν θα είμαστε σε θέση να το διορθώσουμε αυτό κατηγορώντας ο ένας τον άλλον και ισχυριζόμενοι ότι εμείς ξέρουμε καλύτερα. Η ανάκληση στη μνήμη της ιστορίας μας και του πόσο επιτυχημένη είναι η Ευρώπη όταν ενεργεί από κοινού είναι σημαντική και απαραίτητη. Αλλά δεν θα είναι αρκετή. Αυτό που βασικά χρειαζόμαστε είναι μια πολιτική η οποία θα δείχνει στους ανθρώπους στην καθημερινή τους ζωή τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν για τον καθένα αν συνεργαστούμε σε πνεύμα αλληλεγγύης. Σε αυτό, θα πρέπει να διατηρήσουμε τον έλεγχο της γλώσσας και του σεβασμού μεταξύ των εθνών στην Ευρώπη. Πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των πρωτοπόρων Ευρωπαίων που ήρθαν πριν από μας και να εξασκήσουμε την τέχνη της εξισορρόπησης συμφερόντων.

Οι πολίτες της Ευρώπης έχουν ένα κοινό και επιτακτικό συμφέρον από την συνοχή ολόκληρης της Ευρώπης σε μια εποχή σοβαρών δοκιμασιών για τις δυνατότητές της. Για αυτόν τον λόγο, οι σοσιαλδημοκράτες θέλουν να διαβεβαιώσουν ότι καμία χώρα δεν θα εξωθηθεί από το ευρώ ή από την ζώνη Σένγκεν, ακριβώς όπως θέλουμε να πείσουμε τους Βρετανούς ψηφοφόρους να μείνουν στην ΕΕ.

Πιστεύουμε ότι αξίζει να καταβάλουμε τις προσπάθειες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προκειμένου να επιτύχουμε έναν συμβιβασμό με την Βρετανία ο οποίος θα ενισχύει την Ευρώπη. Σε αυτή τη διαδικασία, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις που έχουμε ως στόχους δεν θα καταλήξουν σε εσωτερική αποσύνθεση ή σε αδιέξοδο εντός της ΕΕ. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει βέτο ενάντια στην ολοκλήρωση. Αλλά πιστεύουμε ότι ένας προσωρινός περιορισμός των προνοιακών επιδομάτων είναι ένας θεμιτός τρόπος να περιορίσουμε την ηθελημένη μετανάστευση σε συστήματα πρόνοιας. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να υπάρχει μόνιμη διάκριση σε βάρος των πολιτών της ΕΕ που εργάζονται σε άλλα κράτη-μέλη. Είναι εφικτή μια συμφωνία σε αυτό το θέμα.

Στην Ευρώπη θα πρέπει να συζητούμε λιγότερο για την αποτυχία και περισσότερο για την επιτυχία. Η Ευρώπη είναι άλλωστε πρώτα και κύρια μια συναρπαστική ιδέα στην οποία οι άνθρωποι και τα έθνη ζουν μαζί. Η ευρωπαϊκή ιδέα θέτει το κοινό καλό πάνω από τα ατομικά συμφέροντα, Η ευρωπαϊκή ιδέα θέτει την πολιτιστική ποικιλία πάνω από την υποχρεωτική εφαρμογή, την ποιότητα ζωής πάνω από την απόκτηση πλούτου, την βιώσιμη ανάπτυξη πάνω από την ανελέητη εκμετάλλευση των ανθρώπων και του περιβάλλοντος. Πρώτα από όλα η ευρωπαϊκή ιδέα βάζει την συνεργασία πάνω από την μονόπλευρη άσκηση εξουσίας.

Η σοσιαλδημοκρατία είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα προκειμένου να συμβάλει για μία ακόμη φορά στην προσπάθεια διασφάλισης των καλύτερων προοπτικών για αυτή την ιδέα. Πολύ απλά, πιστεύουμε ότι σε αυτή την ιδέα αντικατοπτριζόμαστε εμείς οι ίδιοι και οι θεμελιώδεις αξίες μας”.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Τελευταίες ειδήσεις

Exit mobile version