Το «όχι» του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συμφωνία των Πρεσπών από το βήμα της Βουλής συνοδεύτηκε από μία προειδοποίηση και μία παρατήρηση. Ξεκινώντας από το τελευταίο, ο πρόεδρος της ΝΔ παρατήρησε ότι άπαξ και η συμφωνία κυρωθεί, τότε δεν θα μπορεί να ακυρωθεί μετεκλογικά από τον ίδιο και την κυβέρνησή του, καθώς θα διαθέτει μεγαλύτερη τυπική ισχύ ως συμφωνία-συνθήκη και θα υπερισχύει κάθε νόμου, βάσει του Συντάγματος.
Με απλά λόγια, ο κ. Μητσοτάκης θέλησε να βάλει φρένο στις προσδοκίες του ακροατηρίου του, αλλά και κάποιων στελεχών του, ξεκαθαρίζοντας ότι η συμφωνία δεν μπορεί ν’ ακυρωθεί από τη ΝΔ άπαξ και ψηφιστεί – όπως αναμένεται να γίνει σήμερα το μεσημέρι.
Από την άλλη πλευρά, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης προειδοποίησε ότι δεν θ’ απεμπολήσει το δικαίωμα που θα έχει ως πρωθυπουργός προκειμένου ν’ ασκήσει βέτο στην ενδεχόμενη ένταξη της πΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση – αρνούμενος, μάλιστα, ότι το άρθρο 2 της συνθήκης των Πρεσπών, που ορίζει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί ν’ αντιταχθεί στην ένταξη της πΓΔΜ σε οποιοδήποτε διεθνή οργανισμό (π.χ. ΝΑΤΟ), τυγχάνει εφαρμογής και για την ένταξη στην ΕΕ.
Αυτός είναι πρακτικά και ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να αμυνθεί απέναντι στην – κακή κατά τον ίδιο – συμφωνία των Πρεσπών και ταυτόχρονα να διασφαλίσει στο μέγιστο βαθμό τα εθνικά συμφέροντα. Με ποιο τρόπο; Υποχρεώνοντας τη γειτονική χώρα να σεβαστεί τους κανόνες καλής γειτονίας, προκειμένου να πληρεί όλα τα κριτήρια για την ένταξή της στην ΕΕ.
Πρακτικά, δηλαδή, το βέτο θα μπορούσε ν’ ασκηθεί στην περίπτωση που οι Σκοπιανοί δεν σέβονται και δεν τηρούν τη συμφωνία των Πρεσπών έναντι της Ελλάδας, οπότε αυτή η συμπεριφορά ερμηνεύεται αυτομάτως ως παραβίαση των κανόνων καλής γειτονίας κι έτσι μπορεί να μπλοκαριστεί η ένταξη της πΓΔΜ στην ΕΕ. Το μήνυμα αυτό, βέβαια, δεν έχει αποδέκτες μόνο στο εσωτερικό ή στα Σκόπια, θέτοντας έτσι προ των ευθυνών της την ηγεσία της γειτονικής χώρας. Έχει σαφείς αποδέκτες και στην Ευρώπη, με τον κ. Μητσοτάκη ούτως ή άλλως να έχει έρθει σε αντίθεση με τους εταίρους για το ονοματολογικό και τις Πρέσπες.
Κατά τα λοιπά, συνεργάτες του προέδρου της ΝΔ, αποτιμώντας τη σύγκρουση Τσίπρα-Μητσοτάκη στη Βουλή έλεγαν πως διαπίστωσαν ότι ο πρωθυπουργός «είναι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση λόγω του περιεχομένου της συμφωνίας», ενώ το επιχείρημά του ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις συζήτησαν σύνθετη ονομασία «είναι εντελώς αιωρούμενο, γιατί είναι προφανές ότι θα το είχαμε κάνει από το 2008. Τότε, δεν πήραμε τη λύση, γιατί δεν θέλαμε να δώσουμε ‘μακεδονική’ εθνότητα και γλώσσα», έλεγαν τα ίδια «γαλάζια» στελέχη.
Επίσης, σημείωναν πως «ο κ. Τσίπρας εξάντλησε τη μακρά ομιλία του επιχειρώντας να κάνει βουτιά στο παρελθόν και σε ό,τι τον συνδέει με τη κομμουνιστική του παράδοση. Δεν εξήγησε ποιοι είναι οι λόγοι που επισπεύδει την ψήφιση της συμφωνίας. Ελπίζουμε να τους εξηγήσει σήμερα. Διότι δεν είναι νομικές λεπτομέρειες η εκχώρηση ‘μακεδονικής’ γλώσσας και εθνότητας».
Την ίδια στιγμή, δεν πέρασε απαρατήρητη από τη ΝΔ η στάση του Πάνου Καμμένου, ο οποίος αφενός ξεσπάθωσε μπροστά στο ενδεχόμενο να μείνει χωρίς κοινοβουλευτική ομάδα, αφετέρου είχε επεισόδιο κατά τη διάρκεια της ομιλίας του με τον Άδωνι Γεωργιάδη. Αφορμή στάθηκε η αναφορά του πρώην υπουργού Άμυνας σε εισαγγελείς που δέχονται τηλέφωνα από συμβούλους του πρωθυπουργού και πιέσεις, όπως είπε, για να χειριστούν με συγκεκριμένο τρόπο πρόσωπα και υποθέσεις.
Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, για τη ΝΔ καταδεικνύεται πως ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ λειτουργεί πλέον ως «ωρολογιακή βόμβα» για το Μαξίμου και τον κ. Τσίπρα, ανεξαρτήτως του αν πράγματι ήταν σικέ το διαζύγιο των δύο κυβερνητικών εταίρων, όπως υποστηρίζει ο κ. Μητσοτάκης.
Του Αιμίλιου Περδικάρη