Μετά την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας και η Ένωση Διοικητικών Δικαστών εξέδωσε ανακοίνωση εκφράζοντας την έντονη δυσαρέσκεια της για τις δηλώσεις Κυβερνητικών παραγόντων μετά την απόφαση του Στυμβουλίου της Επικρατείας να κρίνει αντισυνταγματικό το νόμο Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες.
Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών στην ανακοίνωση της που υπογράφει η Πρόεδρος της, Ειρήνη Γιανναδάκη, τονίζει πως “η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, οργανικό στοιχείο κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος, προβλέπεται και κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα της χώρας μας”.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Παράλληλα, ξεκαθαρίζει πως η αμφισβήτηση του θεσμικού ρόλου της Δικαιοσύνης “με αφορμή και την απόφασή του Συμβουλίου της Επικρατείας, με απαξιωτικές κριτικές από εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας δεν συνάδουν με την συνταγματική τάξη και τις αρχές, στις οποίες στηρίζεται το Κράτος δικαίου και δεν είναι ούτε συνταγματικά προβλεπόμενες ούτε θεσμικά ανεκτές”.
Σε κάθε περίπτωση στο Συμβουλιο της Επικρατείας το κλίμα είναι ιδιαίτερα βαρύ και τεταμένο με τις αντιδράσεις των δικαστών να αφορούν στην επίθεση που εξαπέλυσε κατά του ανωτάτου δικαστηρίου η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη ενώ σάλο έχουν προκαλέσει οι δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Παύλου Πολάκη περί “δικαστικών πραξικοπημάτων”.
Η ανακοίνωση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών έχει ως εξής:
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
“Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, οργανικό στοιχείο κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος, προβλέπεται και κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα της χώρας μας . Σύμφωνα με την αρχή αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει αναμφισβήτητα στην εκλεγμένη κυβέρνηση. Συνέχεται όμως κατ΄ανάγκην, και σύμφωνα με την ως άνω αρχή, με τον συνταγματιικό έλεγχο που είναι αρμοδιότητα της Δικαστικής Λειτουργίας. Η αμφισβήτηση του θεσμικού ρόλου της Δικαιοσύνης με αφορμή και την απόφασή του Συμβουλίου της Επικρατείας , με απαξιωτικές κριτικές από εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας δεν συνάδουν με την συνταγματική τάξη και τις αρχές, στις οποίες στηρίζεται το Κράτος δικαίου και δεν είναι ούτε συνταγματικά προβλεπόμενες ούτε θεσμικά ανεκτές”.
Η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, με αφορμή τις κυβερνητικές δηλώσεις μετά την χθεσινή απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικό το νόμο Παππά, για την έκδοση αδειών των τηλεοπτικών σταθμών, αναφέρει σε σημερινή ανακοίνωσή της, ότι αποστολή του ΣτΕ είναι «ο έλεγχος νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και δι’ αυτής ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων».
Ειδικότερα, η ανακοίνωση της Ένωσης των μελών του ΣτΕ αναφέρει:
«Επ’ ευκαιρία πολιτικών δηλώσεων για το θεσμικό ρόλο του Συμβουλίου της Επικρατείας υπενθυμίζονται τα εξής αυτονόητα σε μια δημοκρατική πολιτεία:
1) Το Συμβούλιο της Επικρατείας ανήκει στη δικαστική λειτουργία, η οποία, κατά το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος, πηγάζει από το λαό και ασκείται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
2) Η κατά το Σύνταγμα αποστολή του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι ο έλεγχος νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και δι’ αυτής ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, κατόπιν αιτημάτων παροχής δικαστικής προστασίας.
3) Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκπληρώνει την αποστολή αυτή, στη μακρόχρονη ιστορία του, ως θεματοφύλακας του Κράτους Δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τηρώντας τη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των εξουσιών, απαρτιζόμενο από λειτουργούς που διακρίνονται για την υψηλή επιστημονική κατάρτιση και το ελεύθερο και ανεξάρτητο φρόνημά τους.
4) Κατά συνέπεια, δημόσιος λόγος που αναφέρεται στην αποστολή και το ρόλο του Δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ανωτέρω και να εκφέρεται με γνώση της εν γένει οργάνωσης και λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και των θεσμών επιδεικνύοντας τη δέουσα αυτοσυγκράτηση».
Νωρίτερα, με μια σκληρή ανακοίνωση η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σχολιάζει τις τοποθετήσεις κυβερνητικών παραγόντων, με πρώτη αυτής της κυβερνητικής εκπροσώπου Όλγας Γεροβασίλη μετά την χθεσινοβραδινή απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας να κρίνει αντισυνταγματικό τον νόμο Παππά για τη χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών.
Η μεγαλύτερη δικαστική ένωση κανει λόγο για “αδικαιολόγητες επιθέσεις της Κυβέρνησης κατα της Δικαιοσύνης”, τονίζοντας μάλιστα οτι πρώτη φορά ειναι τόσο έντονες. Δικαστές και εισαγγελείς ασκούν δριμεία κριτική στη Κυβέρνηση τονίζοντας πως οι ίδιοι δε νομοθετούν ούτε ασκούν οικονομική πολιτική αλλά αντίθετα όπως τονίζουν “Βασική και θεμελιώδης υποχρέωση των Δικαστών είναι να κρίνουν τις υποθέσεις με βάση το Σύνταγμα χωρίς να υπολογίζουν σκοπιμότητες και πολιτικές επιδιώξεις”.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων έχει ως εξής:
Η χθεσινή απόφαση του ΣτΕ, που εκδόθηκε στα πλαίσια της εγγυητικής λειτουργίας της Δικαστικής εξουσίας, που ανατίθεται μόνο σε αυτήν από το Σύνταγμα, προκάλεσε άλλη μία φορά αδικαιολόγητες επιθέσεις της Κυβέρνησης κατά της Δικαιοσύνης, πρώτη φορά όμως τόσο έντονες, με σαφή προσπάθεια να εντάξει τη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της στην πολιτική αντιπαράθεση. Κατηγορήθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο για τις αποφάσεις του στα Μνημόνια, το «κούρεμα» των ομολόγων, τη διάλυση των ασφαλιστικών ταμείων, σα να είναι αυτό που νομοθετεί και όχι οι μέχρι σήμερα Κυβερνήσεις που επέβαλαν τα δυσβάσταχτα για την κοινωνία μέτρα. Επιρρίπτεται ευθύνη στο Δικαστήριο διότι δεν υπολόγισε τις συνέπειες που προκαλεί η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας του συγκεκριμένου νόμου και γιατί παρεμποδίζει με την απόφασή του την άσκηση της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης. Βασική και θεμελιώδης υποχρέωση των Δικαστών είναι να κρίνουν τις υποθέσεις με βάση το Σύνταγμα χωρίς να υπολογίζουν σκοπιμότητες και πολιτικές επιδιώξεις. Μία Δικαιοσύνη με άλλη κατεύθυνση θα ήταν πολύ επικίνδυνη για τη Δημοκρατία μας και για το Κράτος Δικαίου. Ο οικονομικός σχεδιασμός και ο τρόπος εξεύρεσης των απαραίτητων κονδυλίων για τη λειτουργία των κρατικών δομών είναι ευθύνη της Κυβέρνησης, ενώ καθήκον δικό μας είναι η διαφύλαξη της Συνταγματικής νομιμότητας. Στη Δημοκρατία δε νοείται κανενός είδους αντιπαλότητα μεταξύ των εξουσιών. Η ομαλή λειτουργία των θεσμών προϋποθέτει κατανόηση του διακριτού ρόλου της κάθε εξουσίας και εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας χειραγώγησης της μιας από την άλλη.