Ένα άρθρο των Financial Times για τον νέο υπουργό Δικαιοσύνης προκάλεσε αίσθηση. Και έφερε την αντίδραση από τον Μιχάλη Καλογήρου, που το χαρακτήρισε «ψευδές, κατασκευασμένο και συκοφαντικό».
Στο άρθρο τους, οι Financial Times χαρακτήριζαν τον νέο υπουργό Δικαιοσύνης «αμφιλεγόμενη προσωπικότητα», αναφέροντας ότι ως δικηγόρος είχε υπερασπιστεί τον Κώστα Σακκά.
Ο Μιχάλης Καλογήρου, σε γραπτή του δήλωση, διαψεύδει ότι υπήρξε συνήγορος του του Κ. Σακκά, σημειώνοντας πως είχε υπερασπιστεί τον Αγγελέτο Κανά για την υπόθεση του ΕΛΑ, με τον πελάτη του να αθωώνεται το 2009. «Στην περίπτωση του κ. Σακκά ουδέποτε υπήρξε εντολέας μου ή «πελάτης» μου όπως ψευδώς αναφέρει η συντάκτρια του εν λόγω δημοσιεύματος», αναφέρει ο υπουργός Δικαιοσύνης. Και σημειώνει ότι η συντάκτης του άρθρου δεν επικοινώνησε μαζί του για να «διασταυρώσει ή να ζητήσει σχολιασμό πριν τη δημοσίευση του άρθρου της».
Όλη η δήλωση του Μιχάλη Καλογήρου
«Το σημερινό δημοσίευμα των Financial Times είναι ψευδές, κατασκευασμένο και συκοφαντικό. Ως δικηγόρος υπερασπίστηκα τον κ. Αγγελέτο Κανά για την ονομαζόμενη υπόθεση ΕΛΑ, ο οποίος αθωώθηκε αμετάκλητα το 2009 από την ελληνική Δικαιοσύνη. Οποιαδήποτε αναφορά στην υπόθεση αυτή προσβάλλει την ελληνική Δικαιοσύνη η οποία απήλλαξε τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο.
Στην περίπτωση του κ. Σακκά ουδέποτε υπήρξε εντολέας μου ή «πελάτης» μου («client»), όπως ψευδώς αναφέρει η συντάκτρια του εν λόγω δημοσιεύματος, η οποία αντιδεοντολογικά δεν φρόντισε, ως όφειλε, να διασταυρώσει ή να ζητήσει σχολιασμό πριν τη δημοσίευση του άρθρου της. Διευκρινίζω ότι συμμετείχα σε συνέντευξη Τύπου προκειμένου να σχολιάσω νομικό ζήτημα το οποίο απασχόλησε τον νομικό κόσμο την περίοδο εκείνη, δηλαδή αν επιτρέπεται η παράταση της προσωρινής κράτησης οποιουδήποτε κατηγορουμένου, πέραν των 18 μηνών που ορίζει το Σύνταγμα σε περίπτωση άσκησης συμπληρωματικής ποινικής δίωξης. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε εξάλλου τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Χαρ. Αθανασίου από τον οποίο μπορεί να ζητήσει σχετική ενημέρωση η Νέα Δημοκρατία.
Κατόπιν των διευκρινίσεων αυτών, οποιαδήποτε αναφορά ή αναπαραγωγή του εν λόγω άρθρου, συνιστά θεσμική απρέπεια, που στοχεύει στη δημιουργία εντυπώσεων, κυρίως προς το διεθνές ακροατήριο και στην εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και θα αντιμετωπιστεί με τον δέοντα τρόπο».