Σάλος έχει προκληθεί από το ψήφισμα της γενική ιερατική σύναξη των κληρικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας Κέρκυρας, η οποία αποκλείει τους βουλευτές Δημήτρη Μπιάγκη (ΠΑΣΟΚ) Χρήστο Αυλωνίτη (ΣΥΡΙΖΑ) επειδή ψήφισαν το γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Το ΠΑΣΟΚ εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία χαρακκτηρίζει την απόφαση «απολύτως απαράδεκτη και καταδικαστέα» και σημειώνει τα εξής:
«Η ανακοίνωση της Μητρόπολης Κέρκυρας με την οποία θέτει εκτός εκκλησίας τον βουλευτή του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Δημήτρη Μπιάγκη, καθώς και τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστο Αυλωνίτη, είναι απολύτως απαράδεκτη και καταδικαστέα.
Η πολιτεία έχει απαρέγκλιτο καθήκον την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανεξαιρέτως και τη νομοθετική διασφάλιση της ισότητας όλων των πολιτών.
Ενέργειες, που επενδύουν σε διαχωρισμούς με μικροκομματικές σκοπιμότητες και στοχοποιούν βουλευτές για την εκτέλεση των νομοθετικών τους καθηκόντων σύμφωνα με το Σύνταγμα, προφανώς και δεν συνάδουν με τον ρόλο της εκκλησίας».
Τι αναφέρει το ψήφισμα
Υπενθυμίζεται πως ο Μητροπολίτης Κερκύρας κ. Νεκτάριος, έθεσε το θέμα της στάσης της Εκκλησίας μετά την ψήφιση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια. Μετά από συζήτηση με τους ιερείς, ομόφωνα η σύναξη κατέληξε σε ανοιχτή επιστολή – ψήφισμα κατά δύο βουλευτών του νησιού.
Αναλυτικά το ψήφισμα
«Εμείς οι ιερείς και οι διάκονοι της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας, οι οποίοι συνήλθαμε σε τακτική ιερατική σύναξη την Τρίτη 5 Μαρτίου 2024 στο Πνευματικό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως, υπό την προεδρία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκταρίου, και αφού συζητήσαμε τα θέματα που ανέκυψαν μετά την ψήφιση από το Ελληνικό Κοινοβούλιο του νόμου για τον «γάμο» των ομόφυλων ζευγαριών, καθώς και για το δικαίωμα σε αυτά τεκνοθεσίας, παρά τη σθεναρή αντίδραση της Εκκλησίας, πολιτικών κομμάτων, καθώς και μεμονωμένων πολιτικών που διαφώνησαν με τη γραμμή των κομμάτων τους τα οποία υπερψήφισαν το νομοσχέδιο αυτό, δηλώνουμε ξεκάθαρα προς πάσα κατεύθυνση:
1. Θεωρούμε τον ψηφισθέντα νόμο ως μία μεταρρύθμιση για την οποία ο ελληνικός λαός δεν ερωτήθηκε, καθότι δεν ήταν μία απόφαση που είχε ως περιεχόμενό της την διαχείριση ζητημάτων καθημερινότητας, αλλά επρόκειτο για κατοχύρωση ενός δικαιώματος που δεν ανήκει, όπως διεφάνη στη συζήτηση στη Βουλή, στα αναγνωρισμένα από τις παγκόσμιες διατάξεις και δικαστικές αποφάσεις «ανθρώπινα δικαιώματα». Η ψήφισή του ήταν καθαρά πολιτική απόφαση. Αυτή εμπεριέχεται στη νοοτροπία του κινήματος woke, την οποία δυστυχώς υιοθέτησαν τόσο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και η αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, και κάποια άλλα κόμματα. Μπορεί το νομοσχέδιο να είναι νόμος του κράτους, όμως εμείς ζητούμε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος να εξετάσει οποιοδήποτε νόμιμο μέσο υπάρχει σε μια ευνομούμενη πολιτεία για την ακύρωσή του.
2. Εκφράζουμε τη βαθιά μας θλίψη διότι οι δύο βουλευτές του Νομού μας που ανήκουν στην αντιπολίτευση, παρότι είχαν ενημερωθεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με επίσημη επιστολή ότι το νομοσχέδιο αυτό απάδει στις θέσεις και στην πίστη του ορθόδοξου χριστιανού, εντούτοις το υπερψήφισαν. Έσφαλαν πνευματικώς βαρύτατα, είτε επειδή ακολούθησαν την «κομματική πειθαρχία» είτε επειδή δεν κατανοούν ότι για να είναι κάποιος μέλος της Εκκλησίας οφείλει να ακολουθεί- υπακούει στις διδαχές της, όχι κατά περίπτωση, αλλά εν συνόλω, είτε, πόσο μάλλον, επειδή οι ίδιοι είναι πεπεισμένοι ότι ο γάμος είναι κοινωνική τελετή και όχι μυστήριο και ότι η τεκνοθεσία παιδιών δεν χρειάζεται να λαμβάνει υπόψιν ότι ένα παιδί πρέπει να έχει πατέρα και μητέρα εξ αρχής, αλλά είναι ανεξάρτητη από την εκ Θεού και εκ φύσεως σύσταση της οικογένειας. Για μας λοιπόν αυτοί οι δύο βουλευτές δεν δύνανται να θεωρούν τους εαυτούς τους ως ενεργά μέλη της Εκκλησίας. Ακόμη όμως και αν η συνείδησή τους δεν αντιλαμβάνεται το βαρύτατο πνευματικό και ηθικό ολίσθημα, στο οποίο έπεσαν, εμείς οφείλουμε να τους το επισημάνουμε και το πράττουμε δημοσίως. Τους καλούμε λοιπόν να απέχουν από οποιαδήποτε εκκλησιαστική εκδήλωση, δεν θεωρούμε ότι τους επιτρέπεται να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων και τους προτρέπουμε σε μετάνοια για το ατόπημά τους. Δηλώνουμε, πάντως, ότι δεν θα τους αποδώσουμε στο εξής καμία τιμή που απορρέει από τη σχέση Πολιτείας και Εκκλησίας στις επίσημες εκδηλώσεις, στις ενοριακές λατρευτικές συνάξεις και λιτανείες και τους καλούμε να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
3. Συγχαίρουμε ολοκαρδίως τον βουλευτή του κυβερνώντος κόμματος του νομού μας, διότι επέδειξε φρόνημα ορθοδόξου χριστιανού, διεφύλαξε ακέραιη τη συνείδησή του και, παρότι κατανοούμε ότι ήρθε σε δύσκολη θέση έναντι του κόμματός του, δηλώνουμε ότι έχει τη στήριξή μας για την πράξη του να μην κρυφτεί διά της απουσίας του, αλλά να ομολογήσει δημόσια την πίστη του καταψηφίζοντας τον νόμο. Τέτοιους πολιτικούς, ανεξαρτήτως άλλων πεποιθήσεων, χρειαζόμαστε στον τόπο μας, οι οποίοι, εκτός από το να υπηρετούν τα κοινά με βάση τις ιδέες τους, που σε πολιτικό επίπεδο είναι σεβαστές, να κρατούνε ακέραιο το ελληνορθόδοξο φρόνημα, να στηρίζουν την ελληνική οικογένεια και τα παραδεδομένα.
4. Αναμένουμε ως τέκνα πιστά από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος να μας υποδείξει και άλλους τρόπους αντιστάσεως σε τέτοιες αποφάσεις, οι οποίες ήταν νομικά αχρείαστες και ψηφίστηκαν χωρίς να λάβουν υπόψιν τους την αντίδραση του λαού μας. Σημειώνουμε μάλιστα την πρόσφατη απόφαση του κοινοβουλίου της Τσεχίας, χώρας η οποία, παρόλο που διέπεται από μεγάλα ποσοστά αθεΐας στον πληθυσμό της, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, αποκαλώντας επισήμως ως «συντροφική σχέση» τη σχέση τέτοιων ζευγαριών και απορρίπτοντας το δικαίωμα τεκνοθεσίας. Αντιθέτως, προς μεγάλη μας λύπη, διαπιστώσαμε ότι δικοί μας πολιτειακοί και πολιτικοί παράγοντες έσπευσαν να πανηγυρίσουν μετά την ψήφιση του απαράδεκτου νομοσχεδίου, διχάζοντας ακόμη περισσότερο τον λαό μας. Είναι ντροπή μάλιστα να καυχώνται ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη «ορθόδοξη» χώρα που ψήφισε ένα τέτοιο νομοσχέδιο. Μάλλον εκείνοι είναι αυτοί που δεν τιμούν την ορθόδοξη πίστη και κακώς την επικαλούνται».