Τελικά οι αξιολογήσεις κάνουν κακό, μεγάλο κακό στην οικονομία. Αποδείχθηκε για άλλη μία φορά τον περασμένο Δεκέμβριο.
Τα στοιχεία που δημοσίευσε αρχικά η ΕΛΣΤΑΤ, έδειχναν ανάπτυξη 0,3% για το σύνολο του χρόνου, αλλά τελικά το αποτέλεσμα ήταν ύφεση 0,05%.
Ε, και; Θα πουν κάποιοι. Το κακό είναι μικρότερο από εκείνο που προέβλεπε το ΔΝΤ, δηλαδή ύφεση 0,3%, θα προσθέσουν. Σωστό και αληθινό. Ομως, πρόκειται για τι μισή αλήθεια. Η άλλη μισή αποκαλύπτεται αν δούμε πως τα στοιχεία του Δεκεμβρίου για το ισοζύγιο πληρωμών, καθώς και εκείνα του τριμήνου για τον κύκλο εργασιών στις υπηρεσίες και την πορεία του εργατικού δυναμικού, έδειξαν πως η οικονομία το τέταρτο τρίμηνο έκανε βουτιά. Δυσάρεστη εξέλιξη, που δικαιώνει εν μέρει τη ρήση Τσακαλώτου (έστω κι΄ αν δεν εννοούσε αυτό) πως αν δεν κλείσει η αξιολόγηση καήκαμε.
Ε, λοιπόν αποδείχθηκε για άλλη μια φορά δυστυχώς πως οι αξιολογήσεις κάνουν κακό στο κλίμα και γενικότερα στην οικονομία. Ιδίως αν οι κυβερνήσεις παραμένουν αδρανείς και περιμένουν τα αποτελέσματα μιας συμφωνίας.
Υπό την έννοια αυτή η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να βρει τη λύση και να κλείσει η αξιολόγηση. Γιατί αν σέρνεται για καιρό ακόμα, δεν αποκλείεται στο τέλος οι αριθμοί να δικαιώσουν το ΔΝΤ, αφού θα λειτουργήσει ο κανόνας της αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Βεβαίως, τα νέα στοιχεία καθιστούν πιο δύσκολη την προσπάθεια να πειστεί το ΔΝΤ και να συμβιβαστεί με λιγότερα μέτρα. Είναι η πικρή αλήθεια, την οποία η κυβέρνηση θα πρέπει να ενσωματώσει πλέον στη διαπραγματευτική τακτική της.
Είναι ξεκάθαρο πλέον πως μέχρι να δημοσιευτούν τα στοιχεία της Eurostat για τα πρωτογενή πλεονάσματα του 2016, η προσπάθεια για συμβιβασμό και κλείσιμο της αξιολόγησης, θα δυσκολεύει για τρεις λόγους. Πρώτον εξαιτίας της άκαμπτης στάσης του ΔΝΤ, που μετά τα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ ενισχύεται και και δεύτερον από την αδυναμία της κυβέρνησης να αποδεχτεί τα παράλογα αιτήματα του ταμείου, τα οποία για άλλη μία φορά τορπιλίζουν την ανάπτυξη και σπρώχνουν τη χώρα στην ύφεση και τρίτον από τη στάση Πόντιου Πιλάτου που ακολουθούν οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί.
Η μόνη απάντηση, όπως επανειλημμένα γράψαμε, είναι η φυγή προς τα εμπρός με επενδύσεις. Μόνο αυτές θα φέρουν ανάπτυξη, θέσεις εργασίας, έσοδα για το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Τα υπόλοιπα δεν είναι παρά ιδεοληπτικές ανοησίες, που μόνο κακό κάνουν.
Η μόνη αχτίδα φωτός είναι η συζήτηση στο υπουργικό συμβούλιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Είναι η ενδεδειγμένη και η μοναδική σωστή προσέγγιση του θέματος της εξόδου από την κρίση.
Μόνο, που δυστυχώς άργησε δύο χρόνια. Λες και δεν ήταν δυνατόν να διαπραγματεύονται οι υπουργοί Οικονομικών και την ίδια ώρα οι συνάδελφοί τους να προωθούν μεταρρυθμίσεις και επενδυτικά σχέδια, λες και όλη η κυβερνητική και η κρατική μηχανή έπρεπε ακίνητες, άπραγες και άφωνες να παρακολουθούν τις διαπραγματεύσεις.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ αποκαλύπτουν τη σιδερένια λογική της γρήγορης δράσης στην οικονομία. Στην εποχή μας οι καθυστερήσεις δεν δικαιολογούνται και κανένας δεν πρόκειται να μας βοηθήσει να επιβιβαστούμε στο τρένο της ανάπτυξης. Πρέπει μόνοι, γρήγορα και αποτελεσματικά να πιάσουμε τον ταύρο από τα κέρατα.
Ας ελπίσουμε η κυβέρνηση να πήρε το μάθημά της, να κατανόησε τη σημασία του timing στην οικονομία και από τούδε να δράσει γρήγορα, προωθώντας μεταρρυθμίσεις και σχέδια που οδηγούν στην ανάπτυξη. Αλλιώς θα δικαιωθεί για άλλη μία φορά και με πιο οδυνηρό τρόπο, ο μύθος του Σισύφου.