Διαφοροποιείται από την κυβέρνηση για το θέμα των παρακολουθήσεων ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Κώστας Τσαβάρας. Εξαπολύει επίθεση για τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης και ζητά να ξαναγίνει η συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας όπου κατέθεσαν ο Γρηγόρης Δημητριάδης και ο Παναγιώτης Κοντολέων.
Οι υποθέσεις των παρακολουθήσεων του Νίκου Ανδρουλάκη και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη «δικαιολογημένα έχουν προκαλέσει το δημοκρατικό αίσθημα μιας μεγάλης μερίδας πολιτών» τονίζει ο Κώστας Τζαβάρας σε άρθρο του στο ieidiseis.gr και εξαπολύει επίθεση για το γεγονός πως Δημητριάδης και Κοντολέων επικαλέστηκαν το απόρρητο κατά την παρουσία τους στην Επιτροπή.
Γι’ αυτό και ζητά από τον πρόεδρό της να την συγκαλέσει ξανά! «Η άρνηση αυτή παραβιάζει το καθήκον αληθείας που έχουν οι κρατικοί λειτουργοί όταν καλούνται να εξεταστούν από αρμόδιες Αρχές», γράφει ο πρώην υπουργός, που γίνεται ακόμη πιο αιχμηρός στη συνέχεια του άρθρου του. Λέει ότι η άρνησή τους στερείται «νομίμου ερείσματος» και «στοιχειώδους σοβαρότητας». «Η πρωτοφανής αυτή άρνηση διασαλεύει την συνταγματική και κοινοβουλευτική τάξη του δημοκρατικού πολιτεύματος και δημιουργεί ένα απαράδεκτο προηγούμενο», γράφει ο «γαλάζιος» βουλευτής, που θεωρεί ότι οι εισαγγελείς της ΕΥΠ, ο πρώην διοικητής της και ο πρώην γραμματέας του πρωθυπουργού δεν είχαν δικαίωμα να αρνηθούν να απαντήσουν σε ερωτήσεις βουλευτών.
Όλο το άρθρο του Κώστα Τζαβάρα
Στις φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες οι μυστικές υπηρεσίες του κράτους απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση σκοπών αλλότριων σε σχέση με αυτούς που περιλαμβάνονται στη νόμιμη αποστολή τους (εθνική κυριαρχία, της εθνική ασφάλεια, εθνικός πλούτος, προστασία δημοκρατικού πολιτεύματος και θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου – άρθρο 2§1 Ν 3649/2008). Η συνθήκη αυτή ουσιαστικά διακρίνει μια αληθινή φιλελεύθερη δημοκρατία από μια κατ’ επίφαση δημοκρατία περιορισμένης ελευθερίας που δεν σέβεται την αρχή του κράτους δικαίου και δεν προστατεύει τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα.
Υπό το πρίσμα αυτό, οι πολύκροτες υποθέσεις των παρακολουθήσεων του ευρωβουλευτή και αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκη και του δημοσιογράφου Α. Κουκάκη αποκτούν μεγάλη βαρύτητα. Δικαιολογημένα λοιπόν έχουν προκαλέσει το δημοκρατικό αίσθημα μιας μεγάλης μερίδας πολιτών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται διαπρεπείς και έγκριτοι καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου, δημοσιογράφοι, πολιτικοί αναλυτές και διανοούμενοι που απαιτούν την πλήρη και έγκαιρη διαλεύκανση των υποθέσεων αυτών, ώστε να μην διατηρούνται φθοροποιές σκιές στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αλλά και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός με δήλωση προς τον ελληνικό λαό αναγνώρισε την σπουδαιότητα της περίπτωσης και δεσμεύτηκε για την αποκάλυψη όλης της αλήθειας για τους χειρισμούς της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) στις ερευνώμενες υποθέσεις.
Ο πρ. Πρωθυπουργός μάλιστα, Κ. Καραμανλής, δημοσίως επεσήμανε ότι, κατά την επιβαλλόμενη ενδελεχή έρευνα των υποθέσεων αυτών, η επίκληση του απορρήτου πρέπει να υποταχθεί στην ανάγκη της κάθαρσης του δημόσιου βίου.
Περαιτέρω, για τη διαλεύκανση των υποθέσεων αυτών η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στο πλαίσιο της άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου στην Κυβέρνηση, συνεδρίασε την 1.9.2022 για να εξετάσει πρώην διοικητές της ΕΥΠ και εν ενεργεία κρατικούς λειτουργούς, προκειμένου να ενημερωθεί για τους σχετικούς χειρισμούς της ΕΥΠ στις υποθέσεις αυτές. Η προσπάθεια όμως αυτή ματαιώθηκε γιατί προσέκρουσε στην απροσδόκητη άρνηση δύο εισαγγελέων της ΕΥΠ, καθώς και των νυν και τέως διοικητών της, να απαντήσουν σε κρίσιμες ερωτήσεις των μελών της Επιτροπής και με αυτόν τον τρόπο να παραλείψουν να επικουρήσουν την κοινοβουλευτική διαδικασία.
Αναμφίβολα, η άρνηση αυτή παραβιάζει το καθήκον αληθείας που έχουν οι κρατικοί λειτουργοί όταν καλούνται να εξεταστούν από αρμόδιες Αρχές, έστω και αν η άρνηση αυτή προβλήθηκε υπό το πρόσχημα της επίκλησης της υποχρέωσης εχεμύθειας που συνδέει σύμφωνα με το νόμο το προσωπικό της ΕΥΠ με τις πληροφορίες που περιέρχονται εις γνώσιν του κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων(άρθρο 14§4 Ν. 3649/2008). Άλλωστε, μια τέτοια άρνηση στερείται νομίμου ερείσματος γιατί το απόρρητο των πληροφοριών της ΕΥΠ δεν επιτρέπεται να προβληθεί από εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής κατά την άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου (όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω). Τέλος, η άρνηση αυτή στερείται και στοιχειώδους σοβαρότητας γιατί με βάση τη διάταξη του άρθρου 14§4 του Ν. 3649/2008 τα ως άνω πρόσωπα θα μπορούσαν ευχερώς (εάν ήθελαν) να έχουν απαλλαγεί από τη δέσμευσή τους αυτή προτού εμφανισθούν στη Βουλή, εάν είχαν μεριμνήσει (όπως όφειλαν) να ζητήσουν την σχετική έγκριση από τον αρμόδιο Υπουργό, ο οποίος, ως αποδέκτης του συγκεκριμένου κοινοβουλευτικού ελέγχου, είναι βέβαιο ότι θα την είχε χορηγήσει.
Υπό τα ως άνω δεδομένα, η πρωτοφανής αυτή άρνηση διασαλεύει την συνταγματική και κοινοβουλευτική τάξη του δημοκρατικού πολιτεύματος και δημιουργεί ένα απαράδεκτο προηγούμενο που περιορίζει – και στην εξεταζόμενη περίπτωση αχρηστεύει – την ελεγκτική λειτουργία της Βουλής προς την Κυβέρνηση, η οποία αποτελεί θεμέλιο του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Αλλά για να γίνει αντιληπτό, πόσο ισχυρό είναι το πλήγμα στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος που προκαλεί η άρνηση των ως άνω κρατικών λειτουργών να συνδράμουν τον κοινοβουλευτικό έλεγχο της αρμόδιας Επιτροπής και επιπλέον πόσο αυθαίρετη, καταχρηστική και επιπόλαιη υπήρξε η συμπεριφορά τους αυτή, αξίζει να υπογραμμιστούν οι εξής θεμελιώδεις πτυχές της διαδικασίας του κοινοβουλευτικού ελέγχου που ασκούν η Βουλή και οι Επιτροπές της στην Κυβέρνηση:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 84 του Συντάγματος η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Οι σχέσεις δηλαδή Βουλής και Κυβέρνησης διέπονται από την κοινοβουλευτική αρχή που επιβάλλει την εξάρτηση της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η σχέση αυτή αποκτά ξεχωριστό πρακτικό νόημα μέσα από την άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου στο κυβερνητικό έργο.
Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος που αποτελεί έκφραση της ελεγκτικής λειτουργίας της Βουλής διασφαλίζει την προστασία και την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος, που επιβάλλει την τήρηση των αρχών της διαφάνειας και της λογοδοσίας στις σχέσεις των δύο κορυφαίων πολιτειακών θεσμών.
Ο έλεγχος αυτός εκδηλώνεται με το δικαίωμα των βουλευτών να θέτουν ερωτήσεις προς τους Υπουργούς, να ζητούν εξηγήσεις και πληροφορίες και γενικά να ενημερώνονται σχετικά με το χειρισμό δημοσίων υποθέσεων που εντάσσονται στο κυβερνητικό έργο. Αντίστοιχα οι Υπουργοί έχουν υποχρέωση να απαντούν στις ερωτήσεις των βουλευτών, να συμμετέχουν στην κοινοβουλευτική διαδικασία και να λογοδοτούν στην Βουλή. Κατά συνέπεια, χωρίς την αναγκαία πληροφόρηση και τη σύμπραξη των Υπουργών ο κοινοβουλευτικός έλεγχος θα καθίστατο νεκρό γράμμα (Καλυβιώτου Μ., Κοινοβουλευτικός έλεγχος, 2017, ιδίως σελ. 107επ.)
Κατ’ εξαίρεση, απόκλιση από τον κανόνα αυτό εισάγει η διάταξη του άρθρου 43Απαρ. 2ατου Κανονισμού της Βουλής (ΚτΒ), στην περίπτωση που η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο για θέματα που ανάγονται στη λειτουργία της ΕΥΠ.
Η δυνατότητα της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας να ζητεί οποτεδήποτε από την Κυβέρνηση ενημέρωση για τη δραστηριότητα της ΕΥΠ και η αντίστοιχη υποχρέωση του αρμόδιου Υπουργού να ανταποκρίνεται στο αίτημα αυτό, υποχωρούν μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος ο Υπουργός κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι «υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος» που δεν επιτρέπουν μια τέτοια ενημέρωση. Στην περίπτωση αυτή μόνο ο παριστάμενος αρμόδιος Υπουργός (ως αποκλειστικός αποδέκτης του κοινοβουλευτικού ελέγχου) δικαιούται να εκθέσει ενώπιον της Επιτροπής με αιτιολογημένη κρίση του τους λόγους που εμποδίζουν ή περιορίζουν την ενημέρωση της Επιτροπής λόγω της προστασίας κρατικών απορρήτων που αφορούν την εθνική ασφάλεια. Η εξουσία αυτή δεν αναγνωρίζεται σε κανένα άλλο κοινοβουλευτικό ή εξωκοινοβουλευτικό κρατικό λειτουργό (λ.χ. Διοικητή ΕΥΠ ή Εισαγγελέα αποσπασμένο στην ΕΥΠ κλπ) που έχει κληθεί από την Επιτροπή για να επικουρήσει την κοινοβουλευτική αυτή διαδικασία. Επομένως κατά την επίμαχη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας δεν είχαν το δικαίωμα οι ως άνω κρατικοί λειτουργοί της ΕΥΠ να αρνηθούν με πρόσχημα το υπηρεσιακό απόρρητο να απαντήσουν στις ερωτήσεις τον μελών της Επιτροπής.
Μάλιστα κατά τη συνεδρίαση αυτή, ο κατά τα ως άνω παριστάμενος Υπουργός Επικρατείας, Γ. Γεραπετρίτης, δεν προέβη σε δήλωση άρνησης κοινοβουλευτικού ελέγχου για λόγους «υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος», αποδεχόμενος προφανώς την ανυπαρξία οποιουδήποτε νομίμου εμποδίου για την πλήρη ικανοποίηση της αιτούμενης πληροφόρησης από την Επιτροπή.
Μόνο η υπό τους ως άνω νόμιμους όρους σχετική δήλωση του αρμόδιου υπουργού θα μπορούσε να άρει κατά νόμο την υποχρέωση των εκπροσώπων της ΕΥΠ να απαντήσουν στις ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν από τα μέλη της Επιτροπής.
Ενόψει όλων αυτών, είναι και οξύμωρο να τολμούν να αρνηθούν την υποβοήθηση του έργου της Επιτροπής επικαλούμενοι ένα ανύπαρκτο θεσμικό εμπόδιο, από το οποίο νόμιμα θα τους είχε απαλλάξει ο παριστάμενος υπουργός αν είχαν τη στοιχειώδη επιμέλεια να τον ενημερώσουν σχετικά πριν από την έναρξη της συνεδρίασης.
Ανεξάρτητα όμως από τα ανωτέρω, είναι βέβαιο ότι το απόρρητο και η διαβαθμισμένη εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που έχουν περιέλθει εις γνώσιν των ως άνω προσώπων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να προβληθεί απέναντι στα μέλη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, που καλεί σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και άρα σε λογοδοσία την Κυβέρνηση για ζητήματα που ανάγονται στη λειτουργία της ΕΥΠ, και για τους εξής λόγους:
Πρώτον, η διάταξη 43Α §2αεδαφ. στ’ του ΚτΒ, προβλέπει ότι: «Οι συζητήσεις για τη δραστηριότητα της Ε.Υ.Π. είναι απόρρητες και τα μέλη της δεσμεύονται να τηρούν το απόρρητο αυτό και μετά τη λήξη της θητείας τους». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο νομοθέτης του ΚτΒ επέβαλε στα μέλη της Επιτροπής μια τόσο αυστηρή υποχρέωση τήρησης απορρήτου γιατί θεωρεί αυτονόητο ότι κατά τις συζητήσεις για την ΕΥΠ αποκαλύπτονται κρατικά απόρρητα που αφορούν την εθνική κυριαρχία, την εθνική ασφάλεια κλπ.
Για το λόγο αυτό, δεσμεύει τα μέλη της με υποχρέωση τήρησης του απορρήτου και μετά τη λήξη της θητείας τους, γιατί θεωρεί επίσης αυτονόητο ότι δεν μπορεί να προβληθεί κατά της ελεγκτικής διαδικασίας της Βουλής το απόρρητο των συγκεκριμένων πληροφοριών, παρά μόνο από τον αρμόδιο Υπουργό και υπό τους όρους που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Δεύτερον, όσες φορές διασταυρώθηκε στο πρόσφατο παρελθόν η διαδικασία του κοινοβουλευτικού ελέγχου της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας με την προστασία κρατικών απορρήτων, δεν υπήρξε ποτέ άρνηση παροχής πληροφοριών από τους εξεταζόμενους κρατικούς λειτουργούς που εκπροσωπούσαν την ΕΥΠ.
Τρίτον, κατά την ίδια τη συνεδρίαση της Επιτροπής, που έλαβε χώρα την 1η.9.2022, πριν από την εξέταση των ως άνω που αρνήθηκαν να δώσουν απαντήσεις, είχαν εξεταστεί δύο πρώην Διοικητές της ΕΥΠ, οι οποίο, με απαράμιλλο σεβασμό προς το έργο των μελών της Επιτροπής επικούρησαν προθύμως την διαδικασία του κοινοβουλευτικού ελέγχου, απαντώντας σε όλες τις ερωτήσεις που τους υπεβλήθησαν χωρίς να επικαλεστούν δέσμευση από το καθήκον εχεμύθειας.
Τέταρτον, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ υπηρεσιακού και λειτουργικού απορρήτου. Ειδικότερα προκειμένου να διαπιστωθεί ο αναγόμενος σε προστατευτέο αγαθό απόρρητος χαρακτήρας ενός στοιχείου, δεν αρκεί ο υπηρεσιακός χαρακτηρισμός του ως απόρρητου ή ως διαβαθμισμένης εμπιστευτικότητας, αλλά πρέπει επιπλέον το περιεχόμενό του να αναφέρεται στην εδαφική ακεραιότητα της χώρας, τη διεθνή ειρήνη και την αμυντική της θωράκιση (Καλυβιώτου Μ., οπ.π., 2017, σελ. 314).
Πέμπτον, ο Πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, ο πλέον αρμόδιος για τα θέματα προστασίας του απορρήτου, πρώην Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποστηρίζει ανεπιφύλακτα ότι δεν χωρεί επίκληση του απορρήτου ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας κατά την άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου για τη δράση της ΕΥΠ.
Όσα εκτέθηκαν πιο πάνω οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η απαράδεκτη ματαίωση του κοινοβουλευτικού ελέγχου για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις με τον τρόπο που συνέβη προκάλεσε ισχυρό πλήγμα απαξίωσης των κοινοβουλευτικών θεσμών της Χώρας. Το πλήγμα αυτό δεν πρέπει να παραμείνει χωρίς θεσμική αντιμετώπιση από τα αρμόδια κοινοβουλευτικά όργανα. Τουλάχιστον ο Πρόεδρος της Επιτροπής οφείλει να επαναλάβει τη συνεδρίαση καλώντας τους ως άνω κρατικούς λειτουργούς να προσέλθουν εκ νέου ενώπιόν της, αφού προηγουμένως λάβουν την κατά τη γνώμη τους αναγκαία έγκριση από τον αρμόδιο Υπουργό, που είναι βέβαιο πως δεν θα τους την αρνηθεί.
Αν παρ’ όλα αυτά δεν υπάρξει και σε αυτήν την περίπτωση αποτελεσματική θεσμική αντίδραση η κοινοβουλευτική δημοκρατία στη χώρα μας απειλείται με θεσμικές αλλοιώσεις και διαδικαστικούς εκφυλισμούς.
Υ.Γ.: Η παράδοξη εξέλιξη αυτής της υπόθεσης, που μας μελαγχολεί, μας εξοικειώνει με τον θρίαμβο του «απόρρητου» και μας προϊδεάζει για την επικράτηση του «σκοτεινού» και του «αδιευκρίνιστου», για την κυριαρχία της άτυπης πολιτικής δράσης που διαπερνάει όλες τις κρατικές λειτουργίες χωρίς να αφήνει ίχνη, διαμορφώνοντας καταστάσεις, επιλύοντας προβλήματα και ικανοποιώντας συμφέροντα με άμεση εγκάρδια συνεννόηση των ενδιαφερομένων. Ανοίγεται έτσι ο δρόμος για μια αθέατη και απόρρητη «δημοκρατία». Μια «δημοκρατία» που θα έχει λυτρωθεί από θεσμούς και κανόνες και θα κινείται στην επικράτεια της σαγήνης των προφανειών. Αυτής της υπερδύναμης που έχει κάθε φορά τον τρόπο να επινοεί τεχνάσματα για να επιβάλλει τελικά το δικό της αυθαίρετο κανόνα του παιχνιδιού (J. Baudrillard)».