Το μεσημέρι ξεκινάει η συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων, με στόχο η χώρα μας να αποφύγει το βαρύ πρόστιμο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την μη ενσωμάτωση στην εθνική μας νομοθεσίας των σχετικών Κανονισμών και Οδηγιών του 2016.
Μια άμεση νομοθέτηση, με την οποία η κυβέρνηση θέλει να υπογραμμίσει την αποφασιστικότητά της για το δημοσιονομικό νοικοκύρεμα και την περικοπή άσκοπων δαπανών για τον Έλληνα φορολογούμενο.
Κάτι που αναμένεται σήμερα το μεσημέρι να αναφερθεί από το βήμα της Βουλής και από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ο πολιτικός στόχος είναι διπλός: Από τη μια να καταδείξει τα αντανακλαστικά της κυβέρνησή του σε σχέση με την προηγούμενη που άφησε σε εκκρεμότητα το θέμα, με αποτέλεσμα η χώρα μας να απειλείται με ένα πρόστιμο της τάξεως του 1.300.000 ευρώ εφάπαξ και πάνω από 5.000 ευρώ ημερησίως για κάθε ημέρα καθυστέρησης…
Ο άλλος είναι να περάσει το μήνυμα στους εταίρους μας, ότι η κυβέρνηση δεν ζητάει μόνο μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος αλλά και παράλληλα και σχέδιο για περιστολή των αχρείαστων δημοσιονομικών δαπανών.
Γιατί… βιαζόμαστε
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα έχει παραπεμφθεί στο δικαστήριο της ΕΕ, και εκτός από το ζήτημα αξιοπιστίας και εικόνας της χώρας, που θα σηματοδοτούσε μια καταδικαστική απόφαση, υπάρχει και ζήτημα που αφορά τους φορολογούμενους, δεδομένου ότι ήδη έχουν υποβληθεί προτάσεις για την επιβολή εφάπαξ προστίμου, το οποίο θα είναι τουλάχιστον 1.300.000 ευρώ και ημερήσιας επιβολής προστίμου 5.287 ευρώ. Αν προχωρήσει δε, το δικαστήριο και σε δεύτερο βαθμό, για κάθε μέρα παράβασης μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο 22.169 ευρώ. Με αυτά τα δεδομένα τα οποία εξέθεσε στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας αιτιολόγησε την απόφαση της κυβέρνησης, η συζήτηση και ψήφιση του νομοσχεδίου να προχωρήσει με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.
Δεν είναι μόνο η βασική υποχρέωση της χώρας απέναντι στην ΕΕ που προφανώς έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο ζήτημα στην εικόνα της χώρας. Δεν είναι μόνο οι προτάσεις για τα πρόστιμα. Δεν είναι μόνο η παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Υπάρχει και ένα γεγονός που κάποια στιγμή πρέπει να κατανοήσουμε.
Είναι η ανάγκη πραγματικής προστασίας των προσωπικών δεδομένων», είχε επισημάνει ο υπουργός Δικαιοσύνης στη συζήτηση στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης.
«Πρέπει να εκσυγχρονίσουμε το νομοθετικό πλαίσιο που υπάρχει εδώ και δύο δεκαετίες και σήμερα δεν ικανοποιεί καμία ανάγκη προστασίας», είχε ζητήσει εξάλλου.
O κ. Τσιάρας είχε ενημερώσει εξάλλου τα μέλη της Επιτροπής ότι υπάρχει εντολή του πρωθυπουργού να κλείσουν εκκρεμότητες άμεσα και μέσα στο καλοκαίρι, για να συμπληρώσει, «πρέπει να τελειώσουμε πλέον με αυτή την εικόνα της διαπόμπευσης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, πρέπει να τελειώνουμε με εκκρεμότητες που αφορούν την πραγματική προστασία των προσωπικών δεδομένων και πρέπει να υπάρχει συμφωνία τουλάχιστον στα αυτονόητα».
Και, κλείνοντας, «είναι ένα νομοσχέδιο που αφορά το σύνολο της κοινωνίας, την προστασία στον εργασιακό χώρο, την προστασία των ανηλίκων, είναι ένα νομοσχέδιο που ενσωματώνει το ενωσιακό στο εθνικό δίκαιο», είχε σημειώσει ο υπουργός Δικαιοσύνης.
Στην επί της αρχής ψηφοφορία, τα κόμματα στην αρμόδια επιτροπή είχαν τοποθετηθεί ως εξής: Υπέρ του νομοσχεδίου είχαν δηλώσει Νέα Δημοκρατία και Κίνημα Αλλαγής. Επιφυλάξεις είχαν εκφράσει ΣΥΡΙΖΑ, Ελληνική Λύση και ΜέΡΑ 25. Κατά του νομοσχεδίου είχε ταχθεί το ΚΚΕ, που έχει καταψηφίσει και τη σχετική οδηγία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής στην έκθεσή του επί του νομοσχεδίου εκφράζει προβληματισμό ως προς την συνταγματικότητα ορισμένων διατάξεων. Ειδικότερα, στη σελίδα 11, εκφράζει αντιρρήσεις για τη διατύπωση του άρθρου 24 «περί εικαζόμενης συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων» και επισημαίνει ότι «η συγκατάθεση πρέπει να είναι συγκεκριμένη και ρητή».
Ακόμα, σε ό,τι αφορά τη διάταξη για την επεξεργασία των δεδομένων αναφέρει ότι «το εύρος των εξαιρέσεων και των παρεκκλίσεων από το προστατευτικό πεδίο του Γενικού Κανονισμού, δεν θα πρέπει να θέτει υπό διακινδύνευση τον πυρήνα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».