«Οικονομικά ανερμάτιστη» και «ανεφάρμοστη στην πράξη» χαρακτηρίζει τη συμφωνία της κυβέρνησης με τους εταίρους ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κ. Λαπαβίτσας, με ανάρτηση στο blog του υπό τον τίτλο «Η υποταγή στον εκβιασμό δεν είναι λύση».
Ειδικότερα, ο κ. Λαπαβίτσας εκτιμά πως η συμφωνία επιτείνει την κοινωνική ανισότητα γιατί η αύξηση των φόρων θα προκύψει κατά κύριο λόγο από τον ΦΠΑ ενώ θα πληγούν οι συνταξιούχοι και θα υπάρξει αύξηση της ανεργίας λόγω της ύφεσης.
Υποστηρίζει ακόμη ότι η συμφωνία «διογκώνει περαιτέρω το δημόσιο χρέος της χώρας γιατί με το νέο μνημόνιο η Ελλάδα θα δανειστεί περίπου 85 δισ. την τριετία 2015-8, κατά κύριο λόγο από τον ESM», ενώ «δεν έχει αναπτυξιακό περιεχόμενο γιατί τα 35 δισ. που υποτίθεται ότι θα διατεθούν στην Ελλάδα σε 3 με 5 χρόνια δεν είναι νέα ποσά, αλλά ένας συνδυασμός από κονδύλια της Ε.Ε. που ήδη έχουν εγκριθεί για τη χώρα μας».
«Είναι φανερό ότι η συμφωνία που αποδέχθηκε η ελληνική κυβέρνηση διέπεται από τα οικονομικά της τρέλας», αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Λαπαβίτσας, συμπληρώνοντας πως με την εφαρμογή της «η Ελλάδα θα συνεχίσει να κυνηγάει την ουρά της, επιβάλλοντας μέτρα και επιδιώκοντας πλεονάσματα, καθώς η οικονομία και η κοινωνία της θα αποσυντίθενται».
Χαρακτηρίζει ακόμη «τελείως εσφαλμένη» τη λογική της «‘ρεαλιστικής’ αποδοχής της συμφωνίας», εκτιμώντας πως «δεν πρόκειται να υπάρξει κερδισμένος χρόνος, ούτε θα βρεθούν ‘αντίρροπα’ μέτρα που θα απαλύνουν τις τραγικές επιπτώσεις της συμφωνίας.
Ο βουλευτής επισημαίνει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές έχοντας ως στρατηγική του να πετύχει ριζοσπαστική αλλαγή στην Ελλάδα και την Ευρώπη μέσα στα πλαίσια του ευρώ», στρατηγική που σύμφωνα με τον ίδιο, «αποδείχθηκε τελείως αποτυχημένη γιατί ριζοσπαστική αλλαγή εντός του ευρώ είναι αδύνατη».
Η πραγματική εναλλακτική, αναφέρει ο κ. Λαπαβίτζας, είναι «η προετοιμασία για συντεταγμένη και ασφαλή έξοδο από την ΟΝΕ, ώστε να μπορέσουν να εφαρμοστούν οι απαραίτητες ριζοσπαστικές αλλαγές στη χώρα».
«Οι κοινοβουλευτικές και κομματικές συλλογικότητες του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν ακόμη να παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στο έργο αυτό, αρκεί να υπάρξει ενότητα και κοινή στόχευση. Η προετοιμασία του εναλλακτικού σχεδίου πρέπει να αρχίσει αμέσως, καθώς η βάση υπάρχει και είναι επεξεργασμένη. Απομένει η πολιτική βούληση», καταλήγει.