Σχέση ζωής, που εξελίσσεται συνεχώς χαρακτήρισε τη σχέση του με το βιβλίο ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε μία διαφορετική συνέντευξη, που παραχώρησε στον ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 984.
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στους αγαπημένους του συγγραφείς και τα συγγράματα, που ανά περιόδους προτιμά.
Ο ίδιος εκτιμά πως οι Έλληνες διαβάζουμε πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν και επιμένει ότι απαιτείται πλέον μία σύγχρονη πολιτική για το βιβλίο στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Ακολουθεί απόσπασμα της συνέντευξης του Πρωθυπουργού
Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, κύριε Πρόεδρε, και ξέρετε οι πληροφορίες που έχουμε για σας ως αναγνώστη είναι σκόρπιες, είναι ελάχιστες, έχουμε μία αποσπασματική εικόνα από συνεντεύξεις για το τι βιβλία διαβάζετε. Ποια, λοιπόν, είναι η σχέση σας με το βιβλίο και την ανάγνωση και τι σημαίνει για εσάς το βιβλίο;
“Καταρχάς σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη φιλοξενία. Συγχαρητήρια για την εξαιρετική εκπομπή την οποία κάνετε στο δημοτικό ραδιόφωνο και ελπίζω, σήμερα, να έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε μία διαφορετική συζήτηση από τις συνηθισμένες”.
Με ρωτήσατε ποια είναι η σχέση μου με το βιβλίο. Θα τη χαρακτήριζα απόλυτα συμβιωτική. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς να διαβάζει. Απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου να μεγαλώνει, ως παιδί, πάντα διάβαζα. Τα ενδιαφέροντα μου προφανώς εξελίχθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Οι σπουδές μου με υποχρέωσαν ή με ενθάρρυναν να διαβάζω πάρα πολύ και να γράφω πολύ. Και από τότε πρέπει να σας πω ότι σχεδόν κάθε μέρα, έστω και λίγες σελίδες αργά το βράδυ, θα καταφύγω στα βιβλία της επιλογής μου, είτε αυτά είναι μυθιστορήματα αν θέλω να χαλαρώσω είτε είναι επιστημονικά βιβλία, για τα οποία συνήθως χρειάζομαι μεγαλύτερη προσήλωση και συγκέντρωση -επιλέγω αυτά να τα διαβάζω πιο πολύ το Σαββατοκύριακο. Κατά συνέπεια η σχέση μου με το βιβλίο είναι μία σχέση ζωής η οποία εξελίσσεται διαρκώς.
Σχέση ζωής, λοιπόν. Θέλετε να πάμε λίγο στα παιδικά σας χρόνια, στα πρώτα σας αναγνώσματα στην οικογενειακή βιβλιοθήκη, πώς ήταν;
“Θυμάμαι ότι μικρός διάβαζα αρκετά βιβλία εφηβικών περιπετειών. Θυμάμαι την Enid Blyton, μία συγγραφέα την οποία μάλιστα διάβαζα τότε στα γερμανικά, καθώς είχα μία γερμανίδα νταντά η οποία μου τα διάβαζε. Και κάποια στιγμή έκανα τη μεγάλη υπέρβαση και κατάλαβα ότι δεν χρειαζόταν κανείς να μου διαβάζει, μπορούσα να διαβάζω μόνος μου.
Και ήταν βιβλία τα οποία διάβαζα με μεγάλο ενθουσιασμό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το πατρικό σπίτι της οικογένειας Μητσοτάκη, τη Γαλαρία στα Χανιά, στην οποία είχα περάσει λίγο χρόνο και εκεί υπήρχε μία πολύ ενδιαφέρουσα βιβλιοθήκη, όπου ανακάλυψα διάφορα βιβλία στρατιωτικής ιστορίας. Είχα διαβάσει τότε με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό την καταδίωξη του «Bismarck», η οποία μου είχε εντυπωθεί πάρα πολύ έντονα. Εξού και ξεκίνησε μία μεγάλη αγάπη για τη στρατιωτική ιστορία, ειδικά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Και μετά, ακολουθώντας την πορεία του σχολείου -όσο ήμουν στο σχολείο εκ των πραγμάτων ήμουν αφοσιωμένος στα μαθήματά μου, δεν είχα τόσο χρόνο να διαβάζω εξωσχολικά- για να συναντηθώ ξανά πολύ πιο δυναμικά με το βιβλίο στα πανεπιστημιακά μου χρόνια”.
Υπήρχαν κάποια βιβλία, πάντως, τα οποία οι γονείς σας παρότρυναν, σας κυνηγούσαν, να διαβάσετε; Ότι αυτά τα βιβλία πρέπει να διαβάσετε, είναι η σωστή ηλικία να τα διαβάσεις τώρα.
“Επειδή οι γονείς μου έβλεπαν, γενικά, ότι διάβαζα μόνος μου, δεν μπορώ να πω ότι είχα μία λίστα βιβλίων από την οικογένειά μου τα οποία θα έπρεπε να διαβάσω. Πρέπει να πω όταν πήγα στο πανεπιστήμιο, επειδή τα αμερικανικά πανεπιστήμια -ειδικά στα προγράμματα τα οποία ονομάζονται Liberal Arts, τα γενικά προγράμματα ανθρωπιστικών σπουδών- έχουν μία αρχή ότι υπάρχει μία σειρά από βιβλία με τα οποία πρέπει να αποκτήσεις μία εξοικείωση, εκεί ίσως ήρθα και εγώ σε επαφή με κλασικά βιβλία. Ξεκινώντας με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, του Θουκυδίδη, και καταλήγοντας στους πιο σύγχρονους κοινωνικούς στοχαστές. Αλλά εξακολουθώ να έχω ένα αρκετά ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων και πρέπει να σας πω ότι είμαι πάντα εξαιρετικά ευτυχής όταν μπαίνω σε κάποιο βιβλιοπωλείο και το μεγάλο μου άγχος βέβαια είναι ότι έχω πολλά περισσότερα βιβλία στη βιβλιοθήκη μου από αυτά που έχω χρόνο να διαβάσω”.
Αγαπημένα, λοιπόν, βιβλία, αγαπημένοι συγγραφείς, συγγραφείς ας πούμε στους οποίους ανατρέχετε;
“Κοιτάξτε, θα πρέπει να κάνω κάποια κατηγοριοποίηση ανάλογα με τη γλώσσα -αν είναι Έλληνες, αν είναι ξένοι. Μου αρέσει πολύ ο Murakami, πάντα όταν θα βγάλει ένα καινούργιο βιβλίο θα το αναζητήσω. Τώρα κατέβασα το τελευταίο βιβλίο του Ishiguro, το οποίο είναι αρκετά σκοτεινό να πω και με έχει λίγο ταρακουνήσει. Έχω διαβάσει καμιά τριανταριά σελίδες…”.
Το «Η Κλάρα και ο Ήλιος»;
“Ναι, το «Η Κλάρα και ο Ήλιος». Γυρίζω συχνά στον Καραγάτση αν μιλήσουμε για ελληνική πεζογραφία και ξαναδιαβάζω βιβλία τα οποία είχα διαβάσει στο παρελθόν.
Αλλά, βάζω έναν αστερίσκο, δεν έχω τον χρόνο τον οποίο θα ήθελα για να μπορώ να διαβάζω. Κατά συνέπεια, θα έλεγα ότι στην παρούσα φάση είμαι αποσπασματικός αναγνώστης. Μπορεί να διαβάζω διάφορα βιβλία ταυτόχρονα -διαβάζω πέντε, δέκα σελίδες- να τα αφήνω, να τα ξαναπιάνω μετά από έναν μήνα. Η τεχνολογία βοηθάει πολύ, τα ηλεκτρονικά βιβλία σε αυτό βοηθούν πολύ, γιατί μπορείς να έχεις πολλά βιβλία και ανάλογα με το τι κάνεις κέφι να πας να διαβάσεις κάποιες σελίδες, να σημειώσεις, να επιστρέψεις”.
Άρα, διαβάζετε παράλληλα, σας αρέσει να διαβάζετε πολλά βιβλία παράλληλα γιατί δεν υπάρχει και ο πολύς ο χρόνος για αφοσίωση σε ένα βιβλίο. Και διαβάζετε πάρα πολύ σε ψηφιακή μορφή…
“Διαβάζω και σε ψηφιακή μορφή. Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι ό,τι βιβλίο διαβάζω ψηφιακά θα το αγοράζω και φυσικά, για να έχει θέση στη βιβλιοθήκη μου. Το ανάποδο δεν συμβαίνει. Μπορεί να διαβάσω βιβλία τα οποία έχω αγοράσει, δεν σημαίνει πως ό,τι διαβάζω σε φυσική μορφή πρέπει να το αποκτήσω και ψηφιακά, το ανάποδο ισχύει πάντα όμως”.
Κύριε Πρόεδρε, στο κομμάτι της non-fiction ανάγνωσης, μιας και έχουμε περάσει και στα χρόνια του πανεπιστημίου κλπ, υπήρξαν στοχαστές, πολιτικοί επιστήμονες, κοινωνιολόγοι, ιστορικοί ή έργα τα οποία σας καθόρισαν ή σας επηρέασαν στα οποία επανέρχεστε;
“Όταν πήγα στο πανεπιστήμιο και επέλεξα το αντικείμενο των σπουδών μου -το οποίο ήταν ένα αρκετά ευρύ πρόγραμμα στο Χάρβαρντ το οποίο αποκαλείται Κοινωνικές Μελέτες -Social Studies στα αγγλικά- το βασικό πρόγραμμα το οποίο ξεκινάει το δεύτερο έτος σε έφερνε σε επαφή με επτά κοινωνικούς στοχαστές, τους οποίους διάβαζες από το πρωτότυπο χωρίς καμία απολύτως συμπληρωματική υποστήριξη και τους οποίους ανελυες σε μικρές ομάδες των 8-10 ατόμων. Και προφανώς μετά έγραφες και αρκετές εργασίες.
Αυτό είναι ένα πρόγραμμα το οποίο έκτοτε το πανεπιστήμιο έχει εξελίξει και έχει προσθέσει και άλλους σημαντικούς στοχαστές. Στις δικές μας μέρες -και εξακολουθεί να έχει μία περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου η σειρά των βιβλίων που είχα διαβάσει τότε- ξεκινούσαμε με τον Adam Smith, μετά πηγαίναμε στον Tocqueville, στον Marx, στον Mill, στον Weber, στον Durkheim και καταλήγαμε στον Freud. Ένας χρόνος από το πρωτότυπο, συστηματική μελέτη του έργου αυτών των επτά στοχαστών.
Ανατρέχω, ενίοτε, στα έργα τους. Ξαναγύρισα πρόσφατα να διαβάσω κάποια αποσπάσματα από το «Δημοκρατία στην Αμερική», το εμβληματικό έργο του Tocqueville, που αποτυπώνει την εμπειρία του όταν επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες και κάνει αρκετές ενδιαφέρουσες συγκρίσεις μεταξύ της οργάνωσης της δημοκρατικής πολιτείας στην Αμερική και της δικής του ευρωπαϊκής εμπειρίας.
Ξαναδιάβασα με την κόρη μου -η οποία κάπου το ανακάλυψε στη δουλειά την οποία έκανε στην Γ΄ Λυκείου- την δουλειά του Durkheim για την αποξένωση, η οποία και αυτή βρίσκω ότι έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον σε συνθήκες πανδημίας. Έχω διαβάσει αρκετές φορές την εμβληματική διάλεξη του Max Weber «Η Πολιτική ως Επάγγελμα», και την «Η Επιστήμη ως Επάγγελμα» βέβαια, γιατί είναι ενδιαφέρον να κάνεις την αντιδιαστολή. Αυτό είναι ένα κομμάτι των σπουδών μου το οποίο έχει μία ξεχωριστή θέση στη βιβλιοθήκη μου και είναι βιβλία στα οποία μου αρέσει πού και πού να επιστρέφω. Αλλά επειδή έχω τόσα πράγματα να διαβάσω, καινούργια, σπανίως γυρίζω σε βιβλία τα οποία έχω διαβάσει”.
Να πούμε ότι μιλάτε άριστα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Οπότε μπορείτε να διαβάσετε το βιβλίο στο πρωτότυπο…
“Αναλόγως τη συνθετότητα. Σίγουρα ελληνικά και αγγλικά διαβάζω με την ίδια άνεση. Ακολουθούν τα γαλλικά, τα γερμανικά με λίγο μεγαλύτερη δυσκολία θα τα διαβάσω. Επειδή απαιτεί κάποια μεγαλύτερη προσπάθεια για μένα να διαβάζω στα γαλλικά και στα γερμανικά μερικές φορές είμαι λίγο πιο «τεμπέλης» και επιλέγω τη μετάφραση”.
Πιστεύετε ότι διαβάζει ο μέσος Έλληνας;
“Πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν. Αν κρίνω, τουλάχιστον, από το ενδιαφέρον που υπάρχει για τις ελληνικές εκδόσεις, αν κρίνω από τον αριθμό των εξαιρετικών ελληνικών εκδοτικών οίκων, που αυτή τη στιγμή καταγράφουν ένα πολύ σημαντικό έργο. Νομίζω ότι και η πανδημία μάς βοήθησε να ανακαλύψουμε και πάλι τη χαρά του διαβάσματος. Και σίγουρα το πώς μπορούμε να υποστηρίξουμε το βιβλίο -το διάβασμα εν γένει- είναι κάτι το οποίο μας απασχολεί ως κυβέρνηση. Με απασχολεί ιδιαίτερα, και πιστεύω ότι αρκετά σύντομα θα μπορούμε να είμαστε και πιο συγκεκριμένοι, να πάμε πέρα και πάνω από το πλαίσιο των συνηθισμένων πολιτικών για την υποστήριξη του βιβλίου.
Βρήκα ενδιαφέρον το γεγονός ότι καταφέραμε μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων -και επέμενα σε αυτό- να κρατήσουμε ανοιχτά με φυσική παρουσία τα βιβλιοπωλεία και νομίζω ότι αυτό είναι κάτι το οποίο εκτιμήθηκε όχι μόνο, προφανώς, από τους επαγγελματίες του κλάδου, αλλά και από όλους όσοι επέλεξαν τα Χριστούγεννα αντί για κάποιο άλλο δώρο να κάνουν δώρο ένα βιβλίο.
Οπότε, ναι, νομίζω ότι διαβάζουμε πολύ περισσότερο. Νομίζω ότι και τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης έχουν προκαλέσει ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την ελληνική Ιστορία, με εξαιρετικές εκδόσεις, πολύ σημαντικά επιστημονικά έργα τα οποία έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια. Και επειδή η Ελλάδα είναι μία χώρα που βρίσκεται σε διαρκή κρίση, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, η ερμηνεία του σήμερα μέσα από το πρίσμα του χθες πιστεύω ότι ενδιαφέρει ολοένα και περισσότερο. Και θεωρώ ότι αυτή είναι η καλύτερη απάντηση στον λαϊκισμό, στην υπεραπλούστευση, στην τοξικότητα του πολιτικού λόγου.
Με αφορμή τα 200 χρόνια το πλαίσιο το οποίο είχαμε θέσει εξαρχής ήταν ότι θέλουμε εορτασμούς με μέτρο και αυτογνωσία. Έχουμε κάθε λόγο να είμαστε πολύ περήφανοι για αυτά τα οποία έχουμε πετύχει αλλά νομίζω ότι είναι και μία ευκαιρία να επιστρέψουμε σε στιγμές της ιστορίας μας οι οποίες ήταν πιο δύσκολες, να μάθουμε από τα λάθη μας, να διαπιστώσουμε ποιες ήταν οι συνθήκες οι οποίες μας επέτρεψαν στο παρελθόν είτε να μεγαλουργήσουμε είτε να βρεθούμε αντιμέτωποι με μεγάλες καταστροφές.
Αυτή η συζήτηση, λοιπόν, αισθάνομαι ότι γίνεται με πολύ περισσότερο περιεχόμενο. Και για να γίνει, προφανώς, πρέπει κανείς να είναι καλύτερα ενημερωμένος και δεν υπάρχει καλύτερη ενημέρωση από το να διαβάζει έργα, ειδικά για τη σύγχρονη νεοελληνική Ιστορία, ασχέτως της οπτικής ματιάς με την οποία την προσεγγίζει κάποιος. Διότι αυτή είναι η ομορφιά της Ιστορίας: μπορεί να υπάρχει μία αντικειμενική καταγραφή των γεγονότων αλλά η Ιστορία είναι κάτι πολύ πέρα και πάνω από την απλή καταγραφή των γεγονότων”.