Περήφανος για την αντίδραση που είχαν οι Έλληνες απέναντι στην πανδημία του κορονοϊου δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συζήτηση που είχε στο πλαίσιο του διαδικτυακού Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, Νάιαλ Φέργκιουσον.
Ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση έδωσε το λόγο στους ειδικούς και κριτήριο της επιτυχίας ήταν οι αντοχές του υγειονομικού συστήματος και το ότι δεν γέμισαν με ασθενείς οι εντατικές, ενώ δεν υπήρξαν θεωρίες συνωμοσίας. «Είχαμε την επιλογή να περιμένουμε ή να δράσουμε γρήγορα και να προστατεύσουμε τις ανθρώπινες ζωές, παρακολουθώντας αυτό που γινόταν στην Ιταλία», είπε χαρακτηριστικά.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Επίσης, ανέφερε πως έγινε καλή δουλειά στην ιχνηλάτηση των κρουσμάτων και αυτή τη στιγμή τα στοιχεία δείχνουν ότι τα κρούσματα είναι ελάχιστα από τους ταξιδιώτες που φτάνουν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να υπάρχει αισιοδοξία εν όψει της τουριστικής περιόδου. Ο πρωθυπουργός τόνισε, ωστόσο, ότι χρειάζεται απαραιτήτως να τηρούνται τα μέτρα προστασίας, διότι η πανδημία δεν έχει νικηθεί, ενώ επισήμανε ότι το σχέδιο της κυβέρνησης θα αναθεωρηθεί, εφόσον το απαιτήσουν οι συνθήκες.
Για την οικονομία, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε ότι ο Μάρτιος δεν ήταν ένας καταστροφικός μήνας κι έτσι υπάρχει αισιοδοξία, όμως τόνισε πως το β’ τρίμηνο θα είναι πράγματι κακό για την ελληνική οικονομία, όπως και για το σύνολο της Ευρωζώνης. Ανέφερε, επίσης, ότι η Ελλάδα θ’ αξιοποιήσει τη δυνατότητα που έχει να δανείζεται από τις αγορές με χαμηλά επιτόκια προκειμένου να ενισχύσει το λεγόμενο «μαξιλάρι» στα ταμεία του κράτους, ενώ επισήμανε ότι βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι η στήριξη της πραγματικής οικονομίας μέσα από τη ρευστότητα, αλλά και της εργασίας. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι υπάρχουν ακόμη «πυρομαχικά» που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, καθώς ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει πόσο θα κρατήσει η κρίση του κορονοϊού και εάν πράγματι θα υπάρξει νέο κύμα που θα πλήξει ξανά την οικονομία.
Σχολιάζοντας την πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης και τα 32 δις ευρώ για την Ελλάδα, ο πρωθυπουργός υποστήριξε ότι είναι πράγματι μια καθαρή και φιλόδοξη πρόταση, η οποία, όμως, δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί μεταξύ των ηγετών της ΕΕ. Χαρακτήρισε δε τα κονδύλια αυτά ως μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα προκειμένου να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις που δεν είχαν γίνει τα προηγούμενα χρόνια και να εστιάσει η κυβέρνηση σε τομείς όπως η πράσινη ανάπτυξη, η ψηφιοποίηση του κράτους κτλ. Ο κ. Μητσοτάκης επισήμανε, εξάλλου, ότι το στοίχημα για την Ελλάδα είναι να πείσει την Ευρώπη ότι οι προτεραιότητες που βάζει δεν αφορούν μόνο την ίδια, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς οι απειλές πλήττουν την κοινή αγορά της ΕΕ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ειδικά για το ρόλο της Ευρώπης, ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, ενώ επικαλέστηκε ένα πρωτοσέλιδο του Newsweek πριν από 10 χρόνια που είχε μια φωτογραφία από τις διαδηλώσεις στην Ελλάδα κατά του μνημονίου κι έγραφε πως ήρθε το τέλος της ΕΕ. «Κι όμως, δεν ήρθε», συμπλήρωσε ο κ. Μητσοτάκης, επισημαίνοντας πως στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής θα πρέπει να διασφαλιστεί η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα στη διανομή και διαχείριση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ εκτίμησε ότι αλλάζει και το αφήγημα στη Γερμανία, το οποίο μπορεί να εμπόδισε στο παρελθόν αντίστοιχες παρεμβάσεις.
Ο πρωθυπουργός σχολίασε και τις εξελίξεις με την Τουρκία, υπογραμμίζοντας ότι η προσπάθεια των γειτόνων να παραβιάσουν επανειλημμένα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας δεν αποτελεί προσβολή της χώρας, αλλά της ίδιας της Ευρώπης. Υπενθύμισε όσα συνέβησαν στον Έβρο το Μάρτιο, δηλώνοντας την ικανοποίησή του για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε η Ελλάδα την κρίση, ενώ σημείωσε πως οι δύο χώρες εξακολουθούν να έχουν κοινά συμφέροντα στην περιοχή και άρα η ένταση που συντηρείται από την πλευρά της Άγκυρας είναι ανώφελη.
Ο κ. Μητσοτάκης κατέληξε λέγοντας ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς ήταν πολύ σημαντική για μια χώρα όπως η Ελλάδα και εκτίμησε ότι ο στόχος επετεύχθη από την κυβέρνησή του με τις μεταρρυθμίσεις που ήδη έθεσε σε εφαρμογή, αλλά και με την ισχυρή και αποτελεσματική παρέμβαση του κράτους ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πανδημίας.