«Χρειαζόμαστε “περισσότερη” Ευρώπη και για την αντιμετώπιση του προσφυγικού – μεταναστατευτικού», υπογραμμίζει ο πρόεδρος της ΝΔ και αναφέρει: «Η σημερινή πραγματικότητα δείχνει ότι η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων είναι ήδη εδώ. Αυτό δεν πρέπει να μας τρομάζει. Ας μην ξεχνάμε ότι η χώρα μας ήταν ανέκαθεν στην πρώτη γραμμή. Μπήκαμε στην Ε.Ο.Κ. πριν την Ισπανία και την Πορτογαλία. Μπήκαμε στην Ευρωζώνη. Μπήκαμε στη Ζώνη Σένγκεν. Η Ελλάδα ανήκε, ανήκει και θα ανήκει πάντα στον σκληρό πυρήνα της Ένωσης. Ήταν, δηλαδή, είναι και θα μείνει στην πρώτη ταχύτητα. Αυτή είναι η θέση μας και θα την υπηρετήσουμε με τρόπο αδιαπραγμάτευτο».
«Γι’ αυτό», συνεχίζει ο κ. Μητσοτάκης «η χώρα χρειάζεται μια επανεκκίνηση. Μια μεγάλη πολιτική αλλαγή είναι αναγκαία όσο ποτέ για να είμαστε στην πρώτη γραμμή της νέας Ευρώπης. Αλλά για να εξασφαλισθεί αυτό πρέπει η χώρα να ανακτήσει την αξιοπιστία της. Και να υλοποιήσει ένα τολμηρό πρόγραμμα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για να αποκτήσει μια ανταγωνιστική οικονομία και μια αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση». Επίσης επισημαίνει ότι: «Σε τρεις, κυριολεκτικά ζωτικούς για τα ελληνικά συμφέροντα τομείς, οικονομία, προσφυγικό, εξωτερική πολιτική και ασφάλεια, η λύση βρίσκεται μόνον στον ευρωπαϊκό δρόμο. Στην όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή και όχι στην περιθωριοποίηση μας από την Ευρώπη».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Η Ελλάδα», γράφει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, «έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη την Ευρώπη και την, έστω και ανεπαρκή, αλληλεγγύη των εταίρων της. Μόνο μέσα και μαζί με την Ευρώπη, η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει την οικονομική ανέχεια, το προσφυγικό – μεταναστευτικό πρόβλημα, τις εξωτερικές απειλές και προκλήσεις. Οι βασικοί λόγοι που ώθησαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να κατευθύνει την Ελλάδα στην καρδιά της Ευρώπης, διατηρούν σήμερα την επικαιρότητά τους αναλλοίωτη. Ασφάλεια, ευημερία και Δημοκρατία μπορούν να υπηρετηθούν μόνο εντός της Ευρώπης. Εντός της Ευρωζώνης. Εντός του ευρωπαϊκού πυρήνα».
Εξηγώντας τη θέση του, ότι «χρειαζόμαστε “περισσότερη” Ευρώπη», ο κ. Μητσοτάκης επισημαίνει: «Μετά την κρίση, όχι εύκολα, έγιναν βήματα ενίσχυσης της Ευρωζώνης. Χρειάζονται όμως και άλλα. Όπως η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και ένα ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων. Αργότερα πρέπει να αποφασίσουμε τη μετατροπή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, ώστε η Ευρωζώνη να απαλλαγεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Επίσης, πρέπει να εξετάσουμε την πρόταση για Ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών και ενιαίο προϋπολογισμό, ώστε να μπορεί η Ευρωζώνη να αντιμετωπίζει υφεσιακές κρίσεις που πλήττουν με τρόπο ασύμμετρο μεμονωμένα κράτη».
«Η ανεπαρκής ευρωπαϊκή απάντηση επιβεβαίωσε ότι και στο προσφυγικό – μεταναστευτικό, ο μόνος δρόμος είναι ο ευρωπαϊκός δρόμος. Απόδειξη ότι, επιτέλους, προχωρήσαμε στη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής και Συνοριοφυλακής. Ένα ιστορικό βήμα για το οποίο η Ελλάδα πάντοτε συνηγορούσε ήδη από το 2007. Ήταν άλλωστε πρόταση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Ο ρόλος της πρέπει να ενισχυθεί», συμπληρώνει ο κ. Μητσοτάκης.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Θα επαναφέρουμε τη χώρα στη φυσική ευρωπαϊκή της κοίτη, στο μεγάλο ποτάμι της Ιστορίας που την οδηγεί στο μέλλον που της ανήκει. Γιατί μπορούμε. Και γιατί το μέλλον δεν περιμένει», καταλήγει στο άρθρο του ο πρόεδρος της ΝΔ.
Όλο το άρθρο του Κυριάκου Μητσοτάκη
Πριν από 60 χρόνια ξεκίνησε στη Ρώμη η πορεία της ενωμένης Ευρώπης. Θεμελιωμένο σε κοινές αρχές και αξίες, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα εξασφάλισε στους Ευρωπαίους πολίτες μια υψηλή ποιότητα ζωής και γενικευμένο αίσθημα ασφάλειας. Σήμερα, όμως, οι αντοχές του φτάνουν στα όριά του. Την τελευταία περίοδο η Ευρώπη έχει δεχθεί το ωστικό κύμα τριών μεγάλων κρίσεων: Της θεσμικής του 2005 με την αποτυχία του σχεδίου για «Σύνταγμα της Ευρώπης» – Της οικονομικής του 2010, με την κρίση του ευρώ – Της πολιτικο-κοινωνικής του 2015, με την έκρηξη του προσφυγικού – μεταναστευτικού. Σε αυτές προστέθηκε η έκρηξη της τρομοκρατίας με τις επιθέσεις μίσους σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Λαϊκισμός και εθνικισμός: Οι μεγάλοι εχθροί. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δείχνει στα μάτια πολλών Ευρωπαίων αναποτελεσματική. Ενας γραφειοκρατικός οργανισμός αδύναμος να δώσει λύσεις στην ανεργία, στην ανέχεια, στην ανασφάλεια. Ωστόσο, για τα περισσότερα από αυτά τα προβλήματα δεν ευθύνεται η Ε.Ε., αλλά οι αποτυχίες των εθνικών κυβερνήσεων, που συχνά χρεώνουν στην «ευρω-κρατία των Βρυξελλών» τα αρνητικά και πιστώνονται οι ίδιες τα θετικά. Ολα αυτά ενώ ο φόβος μπρος στις απαιτήσεις και τις ανατροπές της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής προόδου έχει δημιουργήσει ένα «πολιτικό και κοινωνικό θερμοκήπιο», όπου φύονται λαϊκισμός, μισαλλοδοξία και εθνικισμός.
Οι δυνάμεις αυτές «μπόλιασαν» τον ήδη υπαρκτό ευρωσκεπτικισμό, μετατρέποντάς τον σε σκληρό αντιευρωπαϊσμό. Η απόφαση των Βρετανών για Brexit αποτελεί τέτοια εξέλιξη. Από την Ευρώπη της διεύρυνσης περάσαμε στη συρρίκνωση. Το Brexit θα μπορούσε να ενθαρρύνει και σε άλλα κράτη τις δυνάμεις του αντιευρωπαϊσμού. Ευτυχώς, στην Ολλανδία η ορμή του αντιευρωπαϊκού εθνικισμού απομακρύνθηκε. Δεν ηττήθηκε όμως οριστικά. Η επόμενη μάχη θα δοθεί σε χώρα εμβληματική για την ενωμένη Ευρώπη. Τη Γαλλία. Η επικράτηση του λαϊκισμού και των μυωπικών εθνικών ανταγωνισμών θα είναι τραγωδία για όλους. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα.
Ο ευρωπαϊκός δρόμος. Αντιμέτωπη με τη δική της κρίση, η Ελλάδα έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη την Ευρώπη και την, έστω και ανεπαρκή, αλληλεγγύη των εταίρων της. Μόνο μέσα και μαζί με την Ευρώπη, η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει την οικονομική ανέχεια, το προσφυγικό – μεταναστευτικό πρόβλημα, τις εξωτερικές απειλές και προκλήσεις. Οι βασικοί λόγοι που ώθησαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να κατευθύνει την Ελλάδα στην καρδιά της Ευρώπης, διατηρούν σήμερα την επικαιρότητά τους αναλλοίωτη. Ασφάλεια, ευημερία και Δημοκρατία μπορούν να υπηρετηθούν μόνο εντός της Ευρώπης. Εντός της Ευρωζώνης. Εντός του ευρωπαϊκού πυρήνα.
Κάποιοι θα ρωτήσουν: «Μα για ποια Ευρώπη μιλάτε; Την Ευρώπη της οικονομικής κρίσης, της λιτότητας, της ύφεσης, της ανεργίας; Του προβληματικού ευρώ; Του άλυτου προσφυγικού και μεταναστευτικού; Την Ευρώπη της ανασφάλειας, της τρομοκρατίας και της αναποτελεσματικής κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας;». Απαντώ σε όσους διαβάζουν πρόχειρα και ιδεοληπτικά την πραγματικότητα –και που αποτελούν μειοψηφία στην ελληνική κοινωνία– ότι όλα αυτά τα προβλήματα προέκυψαν ως αποτέλεσμα «λιγότερης» Ευρώπης.
Η οικονομική κρίση που χτύπησε την Ευρωζώνη βρήκε την ΟΝΕ μισή. Ελλειμματική. Μόνον ως «Νομισματική» και όχι ως πραγματική «Οικονομική Ενωση». Τη στιγμή της διαμόρφωσής της, αντί για το πολιτικό θάρρος, επικράτησε η χαμηλών προσδοκιών άποψη να προχωρήσει μόνον το κοινό νόμισμα και όχι η κοινή οικονομική πολιτική που θα το στήριζε. Η κρίση χτύπησε, τραυματίζοντας βαριά τη χώρα μας.
Το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι χρειαζόμαστε «περισσότερη» Ευρώπη. Το πάθημα έγινε μάθημα. Μετά την κρίση, όχι εύκολα, έγιναν βήματα ενίσχυσης της Ευρωζώνης. Χρειάζονται όμως και άλλα. Οπως η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ενωσης και ένα ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων. Αργότερα πρέπει να αποφασίσουμε τη μετατροπή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, ώστε η Ευρωζώνη να απαλλαγεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Επίσης, πρέπει να εξετάσουμε την πρόταση για Ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών και ενιαίο προϋπολογισμό, ώστε να μπορεί η Ευρωζώνη να αντιμετωπίζει υφεσιακές κρίσεις που πλήττουν με τρόπο ασύμμετρο μεμονωμένα κράτη. Ισχυρή Ευρωζώνη σημαίνει ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας και μια πιο δίκαιη κοινωνικά Ευρώπη.
Περισσότερη Ευρώπη, όμως, χρειαζόμαστε και για την αντιμετώπιση του προσφυγικού – μεταναστευτικού. Η προσφυγική κρίση βρήκε την Ευρωπαϊκή Ενωση ανέτοιμη: χωρίς συγκροτημένη ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου. Χωρίς συγκροτημένη πολιτική φύλαξης και διαχείρισης των ευρωπαϊκών συνόρων. Χωρίς μηχανισμούς αποτελεσματικής εφαρμογής της οικονομικής και επιχειρησιακής κοινοτικής αλληλεγγύης, προς κράτη «πρώτης γραμμής», όπως η Ελλάδα.
Η ανεπαρκής ευρωπαϊκή απάντηση επιβεβαίωσε ότι και στο προσφυγικό – μεταναστευτικό, ο μόνος δρόμος είναι ο ευρωπαϊκός δρόμος. Απόδειξη ότι, επιτέλους, προχωρήσαμε στη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής και Συνοριοφυλακής. Ενα ιστορικό βήμα για το οποίο η Ελλάδα πάντοτε συνηγορούσε ήδη από το 2007. Ηταν άλλωστε πρόταση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Ο ρόλος της πρέπει να ενισχυθεί.
Το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης, που έχει προσλάβει χαρακτηριστικά μετακίνησης πληθυσμών, δεν έχει εκλείψει. Εάν, μάλιστα, σε αυτές τις απειλές προσθέσουμε και τις υβριδικές απειλές της κυβερνοτρομοκρατίας, της διασποράς όπλων, της λαθραίας διακίνησης ανθρώπων και πολλές άλλες που ξεπερνούν τα σύνορα και τις δυνατότητες του κάθε κράτους-μέλους χωριστά, συνειδητοποιούμε όλοι ότι και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας και της ασφάλειας η λύση βρίσκεται στην περισσότερη, αποτελεσματικότερη και όχι στη λιγότερη και πιο αδύναμη Ευρώπη.
Κάτι που υπογραμμίζει την ανάγκη μιας κοινής πολιτικής της Ευρώπης για τα εξωτερικά και την ασφάλεια. Εδώ εντάσσεται και η πολιτική διευρύνσεων που δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ιδίως στα Δυτικά Βαλκάνια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χώρα μας είναι καταδικασμένη από τη γεωγραφική θέση της να επιβιώνει σε μια γειτονιά με κινδύνους. Τα σύνορα της Ευρώπης είναι και σύνορα της Ελλάδας και τα σύνορα της Ελλάδας είναι και σύνορα της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή οικογένεια εγγυάται τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια της χώρας. Και όσο ενισχύεται η κοινή πολιτική εξωτερικών και ασφάλειας τόσο διασφαλίζονται τα ζωτικά εθνικά μας συμφέροντα.
Το μεγάλο ποτάμι της Ιστορίας. Το συμπέρασμα είναι προφανές: Σε τρεις, κυριολεκτικά ζωτικούς για τα ελληνικά συμφέροντα τομείς, οικονομία, προσφυγικό, εξωτερική πολιτική και ασφάλεια, η λύση βρίσκεται μόνον στον ευρωπαϊκό δρόμο. Στην όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή και όχι στην περιθωριοποίησή μας από την Ευρώπη. Πρέπει να είμαστε παρόντες και ενεργοί στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Γιατί η Ευρώπη είναι το σπίτι μας. Εκεί θα στεγάσουμε το οικονομικό και κοινωνικό μας μέλλον. Την ασφάλεια και τα εθνικά μας συμφέροντα. Πρέπει να γίνει ένα ρεαλιστικό σχέδιο ζωής για τις νέες γενιές.
Μια όλο και πιο ενωμένη Ευρώπη είναι η πυξίδα της Νέας Δημοκρατίας. Με εμβάθυνση που θα προχωρά με όλους και σε όλους τους τομείς. Εχουμε, άλλωστε, όπως εξήγησα, πολύ σοβαρούς εθνικούς λόγους να επιδιώκουμε την αναβάθμιση των πυλώνων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η σημερινή πραγματικότητα δείχνει ότι η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων είναι ήδη εδώ. Αυτό δεν πρέπει να μας τρομάζει. Ας μην ξεχνάμε ότι η χώρα μας ήταν ανέκαθεν στην πρώτη γραμμή. Μπήκαμε στην ΕΟΚ πριν από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Μπήκαμε στην Ευρωζώνη. Μπήκαμε στη Ζώνη Σένγκεν. Η Ελλάδα ανήκε, ανήκει και θα ανήκει πάντα στον σκληρό πυρήνα της Ενωσης. Ηταν, δηλαδή, είναι και θα μείνει στην πρώτη ταχύτητα. Αυτή είναι η θέση μας και θα την υπηρετήσουμε με τρόπο αδιαπραγμάτευτο.
Η Ελλάδα πρέπει να είναι στον πυρήνα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Οτιδήποτε άλλο μπορεί να αποτελέσει την αρχή της περιθωριοποίησής μας στην Ευρώπη. Θα είναι σε βάρος της οικονομίας και της ασφάλειάς μας, σε βάρος των Ελλήνων. Και θα μας οδηγήσει στο περιθώριο των εξελίξεων.
Γι’ αυτό η χώρα χρειάζεται μια επανεκκίνηση. Μια μεγάλη πολιτική αλλαγή είναι αναγκαία όσο ποτέ για να είμαστε στην πρώτη γραμμή της νέας Ευρώπης. Αλλά για να εξασφαλισθεί αυτό πρέπει η χώρα να ανακτήσει την αξιοπιστία της. Και να υλοποιήσει ένα τολμηρό πρόγραμμα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για να αποκτήσει μια ανταγωνιστική οικονομία και μια αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση. Παραλάβαμε από την προηγούμενη γενιά μια Ελλάδα στο κέντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Δεν θα παραδώσουμε μια Ελλάδα φτωχό συγγενή των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Στη συζήτηση που έχει ανοίξει, η Ελλάδα, παρά τα προβλήματά της, πρέπει να βρεθεί στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία. Οπως ήταν πάντα.
Είμαστε μια παράταξη με σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Δεν τον προδώσαμε ποτέ. Γιατί αυτό εξυπηρετεί τα ρεαλιστικά εθνικά συμφέροντά μας. Αποτάξαμε πάντα τον αντι-ευρωπαϊκό λαϊκισμό, ενώ τον ασπάστηκαν θυμίζω κατά καιρούς και για ευκαιριακό πολιτικό όφελος άλλα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα. Γνωρίζοντας ποιοι είμαστε και συνειδητοποιημένοι ως προς τον προορισμό μας, θα επαναφέρουμε τη χώρα στη φυσική ευρωπαϊκή της κοίτη, στο μεγάλο ποτάμι της Ιστορίας που την οδηγεί στο μέλλον που της ανήκει. Γιατί μπορούμε. Και γιατί το μέλλον δεν περιμένει.