Και συνέχισε: «Πως θα ενταχθούν οι πρόσφυγες – μετανάστες, με πολιτιστικές διαφορές μεταξύ τους, στην ελληνική πραγματικότητα; Μπορεί αυτό να γίνει ερήμην των τοπικών κοινωνιών; Μπορεί η Κυβέρνηση – που έχει δώσει δείγματα αποτυχίας στη διαχείριση του προσφυγικού – να το διαχειριστεί χωρίς εξαντλητικό διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες;
Ξεκάθαρα, λοιπόν: Τα προσφυγόπουλα πρέπει να πάνε στο σχολείο. Διότι οτιδήποτε άλλο, δημιουργεί μέσα στην κοινωνία άλλης μορφής εντάσεις, άλλης μορφής προβλήματα.
Αυτά τα παιδιά πρέπει να είναι βέβαιον ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα υγείας; Ποιος θα έλεγε το αντίθετο; Εξασφαλίζεται αυτό; Έχουν πεισθεί οι τοπικές κοινωνίες ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα δημόσιας υγείας; Πρέπει, λοιπόν, να διασφαλιστεί αυτό και να πειστούν οι τοπικές κοινωνίες. Η Κυβέρνηση οφείλει να μπει σε έναν εξαντλητικό διάλογο, ώστε να βρεθούν λύσεις. Είναι κατανοητές οι ανησυχίες της κοινωνίας; Ναι.
Είναι ανεκτά ρατσιστικά φαινόμενα, κορώνες και απειλές; Όχι. Κηρύγματα μισαλλοδοξίας, ρατσισμού, ακρότητας είναι μακριά και πέρα από την αντίληψη, την κοσμοθεωρία, την πολιτική της Νέας Δημοκρατίας. Ένα ζήτημα είναι καταδίκη αυτών των συμπεριφορών κι ένα άλλο είναι η υποχρέωση της Κυβέρνησης να είναι στοιχειωδώς αποτελεσματική. Το πρόβλημα είναι σύνθετο, πολύπλοκο και πρέπει να λυθεί, με τρεις βασικές αρχές:
– Πρώτον, τα παιδιά δε μπορεί παρά να πάνε σχολείο
– Δεύτερον, πρέπει να εξασφαλιστεί η δημόσια υγεία
Τρίτον, πρέπει να ακουστούν οι τοπικές κοινωνίες, οι ανησυχίες τους, με λογική επίλυσης του προβλήματος, όχι διόγκωσής του. Που σημαίνει ότι πρέπει να βρεθεί ένα μέτρο σε μια κοινή προσπάθεια. Και το μέτρο ορίζεται αφενός από την ανάγκη να δοθεί λύση και αφετέρου από τις διαχρονικές αντιλήψεις που υπάρχουν στον ελληνικό πολιτισμό, περί φιλοξενίας, ανθρωπιάς, κατανόησης».