''Καθώς το κόστος είτε της διάσπασης είτε της στήριξης της ευρωζώνης εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα ύψη, το μεγάλο ερώτημα είναι εάν οι Γερμανοί θα υποχωρήσουν στις πιέσεις των γειτόνων τους για περισσότερα χρήματα''.
Διαβάστε όλο το άρθρο των Financial Times με τίτλο :Τα αναρίθμητα deja vu της ευρωπαϊκής κρίσης
”Τα déjà vu στην ευρωζώνη είναι πλέον πολλά. Τα αινίγματα ως προς την οικονομική και νομισματική ένωση – το εάν θα παραιτηθεί η Ελλάδα, εάν θα τα θαλασσώσει η Ισπανία, εάν θα πληρώσει η Γερμανία, εάν θα φρενάρει η Γαλλία – είναι περίπλοκα. Πίσω από αυτά όμως, υπάρχει ένα ιστορικό μοτίβο.
Η Ελλάδα μπορεί να σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού, αλλά αντιμετωπίζει τα ίδια παλαιά προβλήματα στην εφαρμογή των όρων της συμφωνίας στήριξης. Η στήριξη των ισπανικών τραπεζών με 100 δισ. ευρώ και σχετικά μη απαιτητικές προϋποθέσεις, πιθανότατα θα προκαλέσει οργή στους Γερμανούς, τους βασικούς χρηματοδότες της Ευρώπης, ως προς το εάν οι πιστωτές χειρίζονται τους δανειζόμενους πολύ γενναιόδωρα. Ακριβώς το αντίθετο συναίσθημα επιδεικνύει το Παρίσι, όπου ο πρόεδρος Francois Hollande κατηγορεί τους Γερμανούς ότι επιβάλουν καταστροφική λιτότητα στους οφειλέτες της ευρωζώνης.
Αυτοί οι σύγχρονοι διπλωματικοί χειρισμοί και οι εντάσεις αποτελούν επαναλήψεις των όσων είχαν καταγραφεί κατά την έντονη περίοδο πριν από την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος το 1999. Όλες οι σκηνές του ευρωπαϊκού δράματος έχουν ξαναπαιχτεί και μάλιστα πολλές φορές στο παρελθόν. Ας πάρουμε επί παραδείγματι, την πεποίθηση ότι η πολιτική και δημοσιονομική ενοποίηση είναι απαραίτητες για να λειτουργήσει η νομισματική ένωση. Ο Helmout Kohl, ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, είχε πει το 1991 ότι νομισματική ένωση χωρίς πολιτική ενοποίηση θα ήταν ένα «κάστρο στον αέρα».
Παρομοίως, η οικονομική αποδιάρθρωση που αντιμετωπίζει η νότια Ευρώπη δεν είναι νέα – ούτε αιφνιδιαστική. Αξιωματούχοι της Bundesbank είχαν πει δημοσίως πριν από 15 χρόνια ότι τα σπάταλα κράτη δεν θα μπορούν πλέον να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους θα αντιμετωπίσουν απότομη αύξηση της ανεργίας και κοινωνική αναταραχή εάν δεν ελέγξουν τις δαπάνες τους.
Ο Gerhard Schroeder, ο διάδοχος του κ. Kohl στη γερμανική καγκελαρία, δήλωσε το 1998 ότι η Γερμανία θα επικρατήσει στην οικονομική και νομισματική ένωση γιατί θα καταφέρει να διαχειριστεί καλύτερα τις δαπάνες της.
Η ιστορία με τα πακέτα διάσωσης, όπου η Γερμανία αναγκάζεται στο παραπέντε να δεχθεί συμβιβασμούς υπό το φόβο της καταστροφής, επίσης είναι γνώριμη. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το Νοέμβριο του 1989, ο Γάλλος πρόεδρος Francois Mitterand ανάγκασε τον κ. Kohl να δεχθεί την επιτάχυνση προς την οικονομική και νομισματική ενοποίηση απειλώντας τη Γερμανία με την ίδια απομόνωση που οδήγησε στους δύο παγκοσμίους πολέμους. Η Γερμανία απρόθυμα δέχθηκε την Ιταλία ως ιδρυτικό μέλος της ευρωζώνης το 1998 εν μέρει επειδή αξιωματούχοι της Bundesbank φοβήθηκαν ότι η Ρώμη θα προχωρούσε σε υποτίμηση της λιρέτας ζημιώνοντας σημαντικά τις γερμανικές επιχειρήσεις.
Το γερμανικό πείσμα απέναντι στα γαλλικά αιτήματα για περισσότερη χρηματοδότηση είναι επίσης μία σκηνή που έχει επαναληφθεί αμέτρητες φορές;. Το 1968 η Γερμανία αρνήθηκε να υποκύψει στις ισχυρές πιέσεις από ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία να βοηθήσει τα άλλα νομίσματα ανατιμώντας το μάρκο, αν και τελικά υποχώρησε μετά από ένα χρόνο. «Οι Γάλλοι θέλουν να βάλουν σε δεσμά στη νομισματική μας πολιτική που θεωρούν απαίσια» είχε γράψει τότε ο Otmar Εmminger, πρώην στέλεχος του διοικητικού συμβουλίου της Bundesbank και πρόεδρός της το 1970.
Το 1981, μετά την εκλογική νίκη του Francois Mitterand, η Bundesbank ζήτησε υποτίμηση του γαλλικού φράγκου ρωτώντας: «Τι θέλουν στα αλήθεια;». Η Bundesbank και πάλι απείλησε τους Γάλλους με υποτίμηση το 1992 και μαλάκωσε μόνο μετά από παρέμβαση του Helmut Kohl. Ο τελευταίος με τον Jacques Chirac παραλίγο να πιαστούν στα χέρια το 1996, όταν οι Γάλλοι ζήτησαν χαλάρωση της δημοσιονομικής λιτότητας.
Η πολυετής άρνηση της Γαλλίας να παραδώσει την εθνική της κυριαρχία επί της δημοσιονομικής πολιτικής εξηγεί γιατί ένα προγενέστερο σχέδιο για οικονομική και νομισματική ενοποίηση από το 1970 απέτυχε. Η τρέχουσα επιμονή της Γερμανίας ενάντια στην αμοιβαία ευθύνη για το χρέος είτε μέσω των ευρωομολόγων είτε μέσω του συλλογικού συστήματος εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων, εάν δεν έχει προηγηθεί πλήρης οικονομική σύγκλιση είναι ίδια με τα επιχειρήματα που είχε προβάλει η Γερμανία τη δεκαετία του 1960 και του 1970, ζητώντας αναβολή της νομισματικής ένωσης μέχρις ότου υπάρξει πλήρης οικονομική εναρμόνιση.
Οι ευρωπαϊκές θέσεις της Γερμανίας άλλωστε, έχουν μακρά ιστορία. Ο Willy Brandt, ο πρώην καγκελάριος της χώρας, είχε πει το 1970 στον υπουργό Οικονομικών του να «σφραγίσει το σήμα κατατεθέν» της χώρας στα σχέδια για τη νομισματική ένωση έτσι ώστε «να επικρατήσουν οι δικές μας θέσεις για τη νομισματική πολιτική».
Καθώς το κόστος είτε της διάσπασης είτε της στήριξης της ευρωζώνης εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα ύψη, το μεγάλο ερώτημα είναι εάν οι Γερμανοί θα υποχωρήσουν στις πιέσεις των γειτόνων τους για περισσότερα χρήματα.
Ο George Soros, του οποίου το επενδυτικό ταμείο αποκόμισε περίπου 1 δισ. δολ. ποντάροντας εναντίον της βρετανικής συναλλαγματικής πολιτικής το 1992, δηλώνει ότι και πάλι, ο παίκτης κλειδί είναι η Bundesbank. Το σημερινό δίλημμα είναι πιο έντονο. Το 1992 η Γερμανία απέρριψε τη Βρετανία, αλλά έμεινε στη συμμαχία με τη Γαλλία για την αποτροπή της κατάρρευσης του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αυτή τη φορά, διακυβεύεται το δικό της νόμισμα. Ο κίνδυνος αλλά και τα οφέλη είναι πολλαπλάσια. Και η γερμανική κοινή γνώμη στρέφεται ολοένα περισσότερο ενάντια στην ΕΕ.
Ο κίνδυνος είναι πως οι αντικρουόμενες αντιδράσεις πιστωτών και δανειστών από κάποιο σημείο θα αυτοτροφοδοτούνται. Η νέα ηγεσία στην Ελλάδα μπορεί να εκλάβει την στήριξη της Ισπανίας ως ένδειξη ότι μπορεί η ίδια να αποκηρύξει το χρέος της χωρίς επιπτώσεις. Οι πολιτικοί στη Γερμανία μπορεί να κινηθούν στην αντίθετη κατεύθυνση: να αντιδράσουν σπασμωδικά σε κάτι που θα κρίνουν ως χαλάρωση των συνθηκών για τους οφειλέτες και κυρίως για την Ελλάδα.
Το μάθημα για την οικονομική και νομισματική ένωση από αυτή τη μικροπολιτική που διεξάγεται εδώ και δεκαετίες είναι πως οι Γερμανοί πάντα υποχωρούν. Κάποια στιγμή όμως, θα σταματήσουν. Ίσως αυτή η στιγμή να πλησιάζει.”
Πηγή Euro2day
Διαβάστε επίσης :