Θα τηρήσει τους ποσοτικούς στόχους, υποστηρίζει αλλά όχι με λιτότητα προσθέτει. «Η εφαρμογή του οικονομικού μας προγράμματος δεν θα είναι μία μονομερής πράξη», τονίζει και μπορούμε να υποθέσουμε πως θα αποτελεί προϊόν συμφωνίας. Πράγμα που δεν αναφέρει ο ίδιος, αλλά στην ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να εννοεί κάτι άλλο. Εκτός κι΄ αν σκόπιμα παραμένει μισοτελειωμένη η φράση, ώστε λόγω της ασάφειας να επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
Βεβαίως τονίζει κι΄ αυτό που γνωρίζαμε ότι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώξει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Κι΄ όλα αυτά χωρίς ΛΙΤΟΤΗΤΑ (τα κεφαλαία δικά μας).
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν οι προαναφερόμενες επιδιώξεις είναι εφικτές. Ασφαλώς και είναι κατά το ΣΥΡΙΖΑ και μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί του.
Το δεύτερο λογικό ερώτημα είναι με ποιο τρόπο, με ποιες πολιτικές μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος.
Εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ σωπαίνει ή αν θέλετε δεν μας έχει αναφέρει καμία συγκεκριμένη πολιτική ή σχέδιο ή πρόγραμμα. Το ίδιο ισχύει και για τα άλλα κόμματα.
Κι΄ εδώ είναι το μεγάλο κενό ή μεγάλη απουσία από την προεκλογική περίοδο.
Τα κόμματα αναλώθηκαν σε εκατέρωθεν επιθέσεις, σε καλλιέργεια κλίματος φόβου, σε χαρακτηρισμούς και προπαντός στο μνημόνιο, το χρέος και τη διαπραγμάτευση.
Δεν λέμε. Σημαντικό, τεράστιο πρόβλημα το χρέος, αλλά πρώτιστο μέλημα, κεντρικός στόχος των προγραμμάτων των κομμάτων, της προεκλογικής αντιπαράθεσης θα έπρεπε να είναι η ανάπτυξη. Μόνο με ανάπτυξη και μάλιστα πολύ ισχυρή μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πετύχει τους ποσοτικούς στόχους, να έχει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και να μην εφαρμόσει προγράμματα λιτότητας. Το ίδιο ισχύει για τη Νέα Δημοκρατία και τα άλλα κόμματα.
Μόνο με ανάπτυξη μπορούμε να μειώσουμε το χρέος. Οποια συμφωνία κι΄ αν γίνει σε περιβάλλον ύφεσης το χρέος θα αυξάνει (βεβαίως η ανάπτυξη σε ένα πολύ μικρό βαθμό εξαρτάται και από τους τόκους που πληρώνουμε, όμως σε πολύ μικρό βαθμό).
Δυστυχώς όμως κανένα κόμμα δεν παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο εθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης. Με κεντρικούς στόχους, επιμέρους στόχους, χρονοδιαγράμματα, φορολογικές πολιτικές, μέτρα για τις ασφαλιστικές εισφορές, δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις ελληνικές και ξένες επενδύσεις, τις δημόσιες επενδύσεις, την ίδρυση επιχειρήσεων, την πάταξη της γραφειοκρατίας στο Δημόσιο, τους τομείς που θα δοθεί ιδιαίτερο βάρος γιατί η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Γιατί θα το πούμε άλλη μία φορά. Λεφτά για επενδύσεις υπάρχουν, αλλά δυστυχώς δεν είναι δικά μας. Από τη στιγμή που το ελληνικό δημόσιο δεν έχει πόρους ή έχει ελάχιστους για επενδύσεις, θα πρέπει να προσελκύσει ξένα κεφάλαια, να κινητοποιήσει τα κεφάλαια των Ελλήνων επενδυτών, να αξιοποιήσει στο έπακρο το ΕΣΠΑ και τα άλλα κοινοτικά προγράμματα αν θέλει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης για να ξεφύγουμε από τη λιτότητα.
Από τη στιγμή που ανάπτυξη στην Ελλάδα οφείλεται κατά 72% στην κατανάλωση απαιτούνται αυξήσεις μισθών και συντάξεων. Που θα βρεθούν τα λεφτά; Πάλι από την ανάπτυξη που θα φέρει περισσότερα έσοδα στο Δημόσιο και θα αυξήσει την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Αλλά αυτό σημαίνει ότι η επόμενη κυβέρνηση δεν μπορεί να επιτίθεται στους επιχειρηματίες και να τους στοχοποιεί γενικώς και αορίστως και χωρίς συγκεκριμένες κατηγορίες για συγκεκριμένες πράξεις , δεν μπορεί να δηλώνει ότι θα επανεξετάσει τη σύμβαση με την Cosco, πρέπει να δημιουργήσει φιλικό περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα, θα πρέπει η χώρα πάση θυσία να παραμείνει στο ευρώ.
Δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ αν το έκανε θα έπρεπε να αναιρέσει ένα μέρος της προεκλογικής του τακτικής. Και ίσως αυτός είναι ο λόγος που δεν παρουσίασε εθνικό σχέδιο για την ανάπτυξη. Δεν το έκαναν ούτε η Νέα Δημοκρατία ούτε τα άλλα κόμματα. Και η Νέα Δημοκρατία δεν το έκανε γιατί θα έπρεπε να απολογηθεί γιατί δεν εφάρμοσε αυτές τις πολιτικές ή μέρος αυτών ως κυβέρνηση, αφού κάποιες, όπως για παράδειγμα η πάταξη της γραφειοκρατίας, η ταχύτατη ίδρυση επιχειρήσεων, δεν έχουν κανένα δημοσιονομικό κόστος.
Δυστυχώς βαδίζουμε στις εκλογές με σβησμένα φώτα για τις κυριότερες πολιτικές, τα κεντρικά προγράμματα, έχοντας μεσάνυχτα για τις σημαντικές αποφάσεις που θα καθορίσουν το μέλλον μας και το μέλλον της χώρας.
Άλλη μία φορά τα κόμματα δεν κατάφεραν ή μάλλον δεν θέλησαν να κάνουν μία προεκλογική περίοδο με επίκεντρο τα ουσιώδη, τα σημαντικά και τα μεγάλα προβλήματα του πολίτη. Αντί γόνιμης αντιπαράθεσης, είδαμε και ακούσαμε ανούσιες κορώνες και χαρακτηρισμούς.