Ακροδεξιοί και σταλινικοί φαίνεται πως θα είναι οι ρυθμιστές του μετεκλογικού παιχνιδιού. Όχι μόνο γιατί τους απέκλεισε το «Ποτάμι» -που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι έχει τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει την τρίτη θέση- από οποιαδήποτε συνεργασία, αλλά γιατί από την εκλογική τους δύναμη και κυρίως τον αριθμό των βουλευτών εντός των κομματικών σχηματισμών που βρίσκονται –δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ- θα εξαρτηθούν οι δυνατότητες σχηματισμού συμμαχικών κυβερνήσεων.
Θα πρέπει να το τονίσουμε ευθύς εξαρχής. Η αυτοδυναμία δεν αποτελεί παρά ένα όνειρο του ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου, καλό θα ήταν γι’ αυτόν –όπως είπε και ο Πέτρος Τατσόπουλος- να μην την κατακτήσει. Για τη Νέα Δημοκρατία δεν τίθεται καν τέτοιο ζήτημα, ούτε σαν υπόθεση εργασίας. Θα ήταν αιθεροβάμων, για να μην πούμε φρενοβλαβής, όποιος έκανε και την απλή σκέψη για αυτοδυναμία της ΝΔ.
Τούτων λεχθέντων και με δεδομένο ότι η επανάληψη εκλογών σε ένα μήνα θα προκαλούσε μεγαλύτερα δεινά στη χώρα εξαιτίας της παρατεταμένης ακυβερνησίας (τυχόν προβλήματα με την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πολύ εύκολα θα μπορούσαν να λυθούν με μία παράταση άλλων δύο μηνών του σημερινού καθεστώτος) το συμφέρον της πατρίδας επιτάσσει τον σχηματισμό συμμαχικών κυβερνήσεων, όσο το δυνατόν πιο ισχυρών θα τονίζαμε ενόψει των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές.
Εξάλλου, και οι πολίτες εκφράζουν –μέσω των δημοσκοπήσεων- την προτίμησή τους στις συμμαχικές κυβερνήσεις.
Ας ξεκινήσουμε τα σενάρια από τη Νέα Δημοκρατία γιατί τα πράγματα είναι πιο απλά και υπάρχει το προηγούμενο της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, που σημαίνει στελέχη και ψηφοφόροι έχουν αποδεχτεί την αναγκαιότητα και τη λογική των συμμαχικών κυβερνήσεων.
Αν λοιπόν το σημερινό κυβερνητικό κόμμα κερδίσει την πρωτιά στις εκλογές – πράγμα πολύ δύσκολο ως απίθανο σύμφωνα με τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις παρά το διαρκές κλείσιμο της ψαλίδας- οι συνεργασίες με το ΠΑΣΟΚ κατά πρώτο λόγο και το «Ποτάμι» μπορούν να χαρακτηριστούν ως εφικτές. Η επιλογή για παραμονή εντός της ευρωζώνης, οι δηλώσεις του Σταύρου Θεοδωράκη και οι θέσεις του κόμματός του, επιτρέπουν ένα συμβιβασμό, ένα κυβερνητικό σχέδιο το οποίο θα αποτελεί προϊόν διαπραγματεύσεων και συμφωνίας ανάμεσά τους.
Για το ΠΑΣΟΚ η συμμετοχή σε κυβέρνηση με κορμό τη Νέα Δημοκρατία είναι πιο εύκολη, παρά τις όποιες αντιπαλότητες εκδηλωθούν προεκλογικά και επεισόδια τύπου Γκερέκου σε καμία περίπτωση δεν θα εμποδίσουν τη μετεκλογική συνεργασία. Εξάλλου, η κίνηση Γκερέκου μπορεί να έχει αξία για τη ΝΔ γιατί συμβολίζει –έστω και σε μικρό βαθμό- την επιλογή για διεύρυνση προς τον κεντρώο χώρο, ενώ στο ΠΑΣΟΚ μπορούν να πουν πως «δεν έχασε η Βενετιά βελόνι».
Συνεπώς σε περίπτωση νίκης της ΝΔ, η κυβερνητική αστάθεια τελειώνει στις 25 Ιανουαρίου.
Με το ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα απαιτεί μεγαλύτερη διερεύνηση και τα σενάρια είναι περισσότερα και πιο περίπλοκα.
Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση εργασίας οι ΑΝΕΛ εισέρχονται στη Βουλή -πράγμα που μάλλον αγγίζει το όριο να θεωρείται απίθανο και αυτό θα φαίνεται ξεκάθαρα όσο πλησιάζουν οι εκλογές- και μπορούν να συμμετάσχουν σε συμμαχική κυβέρνηση με το ΣΥΡΙΖΑ.
Πράγμα εύκολο στα λόγια, αλλά πολύ δύσκολο στην πράξη. Η αντιμνημονιακή ρητορική μπορεί να τους ενώνει, αλλά όλα τα άλλα –Ευρώπη, ευρώ, Σκόπια, εθνικά θέματα, οικονομική πολιτική και άλλα- ανοίγουν μία αβυσσαλέα τάφρο που δύσκολα θα γεφυρωθεί.
Αν, υποθέσουμε ότι είναι εφικτό να γεφυρωθεί με τους πραγματιστές του ΣΥΡΙΖΑ, τότε στην εξίσωση θα πρέπει να βάλουμε τον άγνωστο Χ της Αριστερής Πλατφόρμας και των λοιπών αριστερόστροφων ως ακραίων συνιστωσών. Οσο η δύναμή τους είναι ισχυρή σε αριθμό βουλευτών, τόσο πιο δύσκολη για να μην πούμε αδύνατη καθίσταται οποιοδήποτε συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ. Η γεφύρωση της τάφρου είναι αδύνατη λόγω της αδυναμίας να συμπέσουν σε ένα πρόγραμμα κυβερνητικό, αλλά και λόγω της διακήρυξης του αποκλεισμού της συνεργασίας με οποιονδήποτε άλλον εκτός από το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το πόσο μεγάλη είναι η δυσκολία συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται και από την μη επίτευξη συμφωνίας με τη Λούκας Κατσέλη και της κίνησής της για τη συμμετοχή στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τις σκληρές μάχες που δόθηκα και τα εκατέρωθεν βέτο για τα ψηφοδέλτια.
Η κατάσταση αυτή επηρεάζει ευθέως και τη συνεργασία με το Ποτάμι. Οι τελευταίες δηλώσεις του Σταύρου Θεοδωράκη για το ευρώ και την ευρωζώνη, καθιστούν ακόμα πιο δύσκολη την κυβερνητική συνεργασία ανάμεσα στα δύο κόμματα. Με το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου η συνεργασία είναι ακόμα δυσκολότερη από εκείνη με το «Ποτάμι» και ακόμα πιο δύσκολη με τον «Κίνηση» του Γιώργου Παπανδρέου.
Εξάλλου, θα πρέπει σε περίπτωση που επιχειρηθεί μία συνεργασία σαν τις προαναφερόμενες να βάλουμε στο κάδρο ακόμα και τυχόν αποχωρήσεις από το ΣΥΡΙΖΑ εκείνων που υπερασπίζονται την προγραμματική καθαρότητα και έτσι να πραγματοποιηθεί η πρόβλεψη Τατσόπουλου για διάσπαση. Δύσκολη ως αδύνατη εκδοχή πριν από τις δεύτερες εκλογές.
Για το μεγάλο συνασπισμό, ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, προς το παρόν δεν μπορεί να γίνει ούτε συζήτηση. Το τοπίο μετά τις δεύτερες εκλογές είναι πιθανό να υποχρεώσει τα δύο κόμματα ή τμήματα των δύο κομμάτων σε κυβερνητική προσέγγιση. Εξάλλου, σε ενδεχόμενο δεύτερων εκλογών θα αλλάξει και η στάση όλων των κομμάτων στο σκέλος των συμμαχικών κυβερνήσεων.
Προς το παρόν, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως σε περίπτωση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ οι συμμαχικές κυβερνήσεις έχουν λιγότερες πιθανότητες και η επανάληψη των εκλογών περισσότερες, ενδεχόμενη νίκη της Νέας Δημοκρατίας αντιστρέφει τις πιθανότητες για να μην πούμε ότι σχεδόν 100% αποφεύγονται οι δεύτερες εκλογές.