Το στίγμα της Ελλάδας εντός της Συμμαχίας σε σχέση με τις μεγάλες γεωπολιτικές εξελίξεις -όπως είναι η κατάσταση στην Ουκρανία- αλλά και σε σχέση με την πορεία των ελληνοτουρκικών παρουσίασε αναλυτικά, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, στη συνεδρίαση της ειδικής ομάδας για τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή της κοινοβουλευτικής συνέλευσης του ΝΑΤΟ, που πραγματοποιήθηκε στη Βουλή των Ελλήνων.
Ο υπουργός τόνισε τις στρατηγικές κατευθύνσεις της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη για την εμπέδωση της ειρήνης, της ασφάλειας και της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή. Υπογράμμισε τη συμβολή της Ελλάδας στην προσπάθεια αρωγής τής Ουκρανίας μετά τη ρωσική εισβολή και παρουσίασε τη γεωστρατηγική σημασία της Αλεξανδρούπολης, τόσο για το ΝΑΤΟ όσο και για τις ΗΠΑ, μετά την αναβάθμισή της σε ένα πολυδύναμο διακομιστικό κέντρο στρατιωτικού και ανθρωπιστικού υλικού.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Επιθυμία δική μας», ανέφερε για τα ελληνοτουρκικά, «είναι να δουλεύουμε σε επίπεδο κατανόησης και να μειωθούν οι εντάσεις. Οι εντάσεις είναι κακό πράγμα και για τις δυο χώρες αλλά και για τη συνοχή του ΝΑΤΟ ιδίως στη νοτιοανατολική πτέρυγα ιδίως σε αυτή τη συγκεκριμένη γεωπολιτική συγκυρία».
«Βασική προϋπόθεση», είπε, «είναι να εκλείψουν οι επιθετικές ρητορικές, η εχθρική γλώσσα έναντι φίλου και συμμάχου στο ΝΑΤΟ και κάποιες ευθείες, ευθύτατες παραβιάσεις της εδαφικής μας κυριαρχίας. Αναφέρομαι στη σοβαρότερη εξ αυτών τις υπερπτήσεις τουρκικών αεροσκαφών πάνω από ελληνικό έδαφος».
«Έχω ένα ανοικτό κανάλι επικοινωνίας, μια καλή σχέση προσωπική με τον ομόλογό μου, τον Τούρκο υπουργό Άμυνας, τον Χουλουσί Ακάρ», πρόσθεσε ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Πρέπει να συνεννοηθούμε, αλλά με συγκεκριμένες προϋποθέσεις κι αυτό είναι καλό όχι μόνο για τις δύο χώρες, είναι και η επιθυμία των δύο λαών» επισήμανε.
Σημείωσε, ακόμη, ότι «η διατήρηση της ενότητας της Δύσης και η ανεπιφύλακτη στήριξη της Ουκρανίας απέναντι στον ρωσικό εκβιασμό για ενεργειακό στραγγαλισμό της Ευρώπης, καθώς και στις έμμεσες απειλές για χρήση πυρηνικών όπλων, αποτελούν μια απολύτως κρίσιμη παράμετρο για μία αίσια έκβαση στο ουκρανικό δράμα, καθώς πρέπει η Συμμαχία να αποδείξει στη Μόσχα ότι οι μακροχρόνιες αντοχές μας είναι μεγαλύτερες από τις δικές της».
Τόνισε ότι η Ελλάδα καταδίκασε «απερίφραστα την άδικη και ανεπίτρεπτη εισβολή, συμμετείχαμε σε όλα τα πακέτα κυρώσεων κατά της Ρωσίας παρά το σημαντικό αντίκτυπο που υπέστη η εθνική μας οικονομία, κλυδωνισμοί από αυτά από τα πακέτα κυρώσεων».
Η χώρα, προσέθεσε μεταξύ άλλων, ο υπουργός, «παρείχε και συνεχίζει να παρέχει ανθρωπιστική βοήθεια προς τον ουκρανικό λαό αλλά και ουσιαστική στρατιωτική βοήθεια στις ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις».
«Η Ελλάδα», συμπλήρωσε, «μέσα σε ένα τόσο ρευστό περιβάλλον ασφαλείας καταβάλει κάθε προσπάθεια να προστατεύσει την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Αλλά και να καταστεί ένας πάροχος ασφαλείας για την ευρύτερη περιοχή».
«Σε αυτή την κατεύθυνση και ιδιαίτερα τα τελευταία τρία χρόνια έχουν αναληφθεί από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη τεράστιες προσπάθειες που βασίζονται σε δυο πυλώνες: Ο πρώτος πυλώνας είναι η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο δεύτερος είναι η επέκταση του πλέγματος των διεθνών συμμαχιών με την εντατική προώθηση της αμυντικής διπλωματίας» συνέχισε ο Ν. Παναγιωτόπουλος.
Για το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης διευκρίνισε ότι, μεταξύ άλλων, «εντείνει το συμμαχικό αποτύπωμα στην ευρύτερη περιοχή διασφαλίζοντας την ειρήνη και τη σταθερότητα, αλλά και την αποτροπή».
Όπως προσέθεσε, το λιμάνι «αποκτά ένα ιδιαίτερο στρατηγικό ενδιαφέρον για τη Συμμαχία, αφού από εκεί καθίσταται πιο ευχερής η μεταφορά στρατευμάτων προς τη δύσκολη περιοχή, δηλαδή τα σύνορα με την Ουκρανία».
«Η επέκταση του αγωγού καυσίμων έως την Αλεξανδρούπολη σε πρώτη φάση και ίσως ακολούθως προς την Ουκρανία και τη Ρουμανία, θα υποστηρίξει με καύσιμα ενδεχόμενες συμμαχικές επιχειρήσεις» επισήμανε ο Ν. Παναγιωτόπουλος.
Στη συνεδρίαση συμμετείχαν οι βουλευτές Σπήλιος Λιβανός, επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας και αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης ΝΑΤΟ, Μανούσος Βολουδάκης, αντιπρόεδρος της ειδικής ομάδας και προεδρεύων των εργασιών της και Ανδρέας Λοβέρδος, μέλος, καθώς και κοινοβουλευτικοί από τις 30 χώρες – μέλη της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ.