Στη συνέντευξή του, η οποία έγινε την ημέρα που έγινε γνωστό πως οι τράπεζες κατήγγειλαν τα δάνεια του ΔΟΛ, ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, ρωτήθηκε αν θέλουν στην κυβέρνηση να κλείσουν το MEGA και τον ΔΟΛ, για να απαντήσει: “Θέλουμε να σωθούν όσες περισσότερες θέσεις εργασίας γίνεται” και πρόσθεσε “οποιαδήποτε λύση βρεθεί, πρέπει να έχει δύο στοιχεία: τη σωτηρία όσο το δυνατόν περισσότερων εργαζόμενων και να βάλει ο ιδιοκτήτης ή ο επενδυτής το χέρι στην τσέπη”.
Σημειώνει ότι δεν επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ σε κανέναν ιδιοκτήτη στο MEGA ή στον ΔΟΛ να πληρώσουν στους εργαζόμενους τους μισούς, μόνο, μισθούς από το 2016. Στο ερώτημα αν η κυβέρνηση θα μπορούσε να κάνει κάτι υπέρ τους, ο κ. Παππάς απαντά πως “όχι, δεν θα μπορούσε”, καθώς “υπάρχουν ξεκάθαροι κανόνες στους οποίους όλοι είμαστε αναγκασμένοι να πειθαρχούμε” και ειδικά στους τραπεζικούς κανόνες. Σε αντιδιαστολή με αυτό, υπενθύμισε την προηγούμενη περίοδο κατά την οποία αυτοί παρακάμπτονταν, επισημαίνοντας τα “μαργαριτάρια” που ακούστηκαν στην εξεταστική επιτροπή της βουλής για τα δάνεια στα ΜΜΕ. Ερωτηθείς εάν θα γινόταν κάτι εάν ήταν η ΝΔ στην κυβέρνηση, ο κ. Παππάς υπογράμμισε πως εκείνο που μπορεί να πει με βεβαιότητα είναι πως “παλιότερα, επί ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, γίνονταν παρεμβάσεις στις τράπεζες”, “είχε διαφανεί ξεκάθαρα ένα πεδίο συνδιαλλαγής”.
Ο Νίκος Παππάς αποκρούει κατηγορίες, δημοσιογράφων ειδικότερα, εναντίον του μέσα από τον ΔΟΛ και το MEGA, σημειώνοντας πως “δεν γίνονται πιστευτοί”. Κάνει λόγο για “διαπλεκόμενες ντουντούκες” που “πηδούν τώρα πρώτες απ’ το καράβι σαν τα ποντίκια και με τρόπο θεαματικό”, ενώ, όπως λέει, δεν έχουν βρει μια λέξη να πουν όλο το 2016 για τους συναδέλφους τους που είναι απλήρωτοι εδώ και μισό χρόνο.
Στο ερώτημα γιατί η κυβέρνηση δεν δείχνει την ίδια σπουδή και για τον ΔΟΛ όπως για τον Μαρινόπουλο, επισημαίνει πως αν βρεθεί κάποιος, όπως ο Σκλαβενίτης, που θα διασώζει θέσεις εργασίας και θα βάλει χρήματα στον ΔΟΛ, η κυβέρνηση θα τον ενθαρρύνει. Σημειώνει ότι το παράδειγμα του Μαρινόπουλου ως χαρακτηριστικό, διότι η ιδιοκτησία του υποχρεώθηκε και να πληρώσει και να αποχωρήσει μετά παραδίδοντας την εταιρεία.
Ο Νίκος Παππάς μίλησε και για τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, αποκρούοντας αιτιάσεις περί προσωπικής “ήττας” στο θέμα. Ανέφερε ότι έχει μπει ένα προσωρινό φρένο στην ιστορία, και εξήγησε πως όμως “δεν υπάρχει ούτε μία πολιτική παράταξη που να λέει να μη γίνει αδειοδότηση, να μην καταβληθεί τίμημα, να μην παραδέχεται πως 27 χρόνια είχαμε άναρχο τηλεοπτικό τοπίο. Τόνισε ότι πράγματι χάθηκε μια ευκαιρία με την απόφαση του ΣτΕ και πως όμως δεν θα είναι η μοναδική, καθώς με το που θα καθαρογραφεί η απόφαση πρέπει όλοι να ανοίξουν τα χαρτιά τους και να μπει χρονοδιάγραμμα. “Ήδη δέχτηκα αιτήματα από κάποιους καναλάρχες να μην πληρώσουν για τις άδειες”, υπογραμμίζει και προσθέτει πως “ευελπιστούν πως το ΕΣΡ θα αποφασίσει έναν μεγάλο αριθμό τηλεοπτικών αδειών, οπότε το τίμημα θα είναι από ελάχιστο έως και ανύπαρκτο”.
Για το ενδεχόμενο το ΕΣΡ να προτείνει όντως δέκα ή και περισσότερες άδειες, ανέφερε ότι “κανένας από τους αντισυμβαλλόμενους σε αυτή τη συζήτηση δεν θα πει πράγματα που δεν στέκουν” και πως “είναι άνθρωποι ενημερωμένοι και νουνεχείς, που γνωρίζουν την τηλεοπτική πραγματικότητα”. Τόνισε πως στον αριθμό “τέσσερα” για τις τηλεοπτικές άδειες δεν κατέληξε μόνος του, “είδαμε τα οικονομικά στοιχεία, διαβουλευτήκαμε, λάβαμε υπόψη τις τεχνολογικές εξελίξεις”. “Το ΕΣΡ μαζί με εμάς θα ορίσει τον αριθμό των αδειών και, αν προκύψουν περισσότεροι ενδιαφερόμενοι, θα ακολουθήσει δημοπρασία”, λέει.
Υπογραμμίζει δε ότι πλέον, με τετελεσμένο ότι η αγορά αποτιμά το κόστος των αδειών πανελλαδικής εμβέλειας για την επόμενη δεκαετία σε 250 εκ. (δηλαδή 25 εκ. τον χρόνο), “αυτό το ποσό πρέπει να διασφαλιστεί”, “τόσο από το ΕΣΡ όσο και από το υπουργείο”, “αλλιώς θα έχουμε όλοι ευθύνες”.
“Θεωρώ ότι τόσο ο πρωθυπουργός όσο και τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης παραμένουν ακλόνητα στην άποψη πως καλώς κάναμε και προχωρήσαμε στην επιχείρηση ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου”, τονίζει. Για το εάν θεωρεί υποβάθμιση ότι δεν είναι υπουργός Επικρατείας, ο κ. Παππάς απαντά: “όχι”, εξηγώντας ότι στο χαρτοφυλάκιο της ενημέρωσης που ήδη είχε, προστέθηκε πλέον η ψηφιακή πολιτική και οι τηλεπικοινωνίες”. Αναφορικά, τέλος, με την αντίδραση της κυβέρνησης στα πρόσφατα δημοσιεύματα των Financial Times και Guardian, σχολίασε μεταξύ άλλων ότι “κινούνται στη σφαίρα της πολιτικής σκοπιμότητας γιατί είναι μονομερή”.