«Πρωτόγνωρο αρνητικό παράδειγμα παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου» χαρακτήρισε το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος. Μάλιστα, ο κ. Παυλόπουλος υπογραμμίζει πως δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Μιλώντας σε διαδικτυακή εκδήλωση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημόσιου Δικαίου (EPLO) με θέμα: «Το νομικώς ανυπόστατο του «τουρκολιβυκού μνημονίου» και οι εντεύθεν νομικές συνέπειες στο πεδίο του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και επίτιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπης Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
Το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» είναι νομικώς ανυπόστατο, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και δεν μπορεί ν’ αποτελέσει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, τόνισε
«Στις 27-11-2019 υπογράφηκε -και δημοσιοποιήθηκε στις 28-11-2019- στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του φερόμενου ως πρωθυπουργού («επικεφαλής της Κυβέρνησης Εθνικής Συμμαχίας») της Λιβύης Φαγέζ αλ Σαράζ, το λεγόμενο «τουρκολιβυκό μνημόνιο κατανόησης», με βασικό στόχο, κατά το περιεχόμενό του, την συνεργασία Τουρκίας και Λιβύης «για τον καθορισμό θαλάσσιων διαδικασιών» και, στην πραγματικότητα, για την μεταξύ τους οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).
Α. Το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» της 27.11.2019 στερείται στοιχειώδους νομικού κύρους, τόσο λόγω του τρόπου σύναψής του κατ’ ευθεία παράβαση των διατάξεων της Σύμβασης της Βιέννης, όσο και λόγω της κατάφωρης παραβίασης ουσιωδών διατάξεων της «Σύμβασης του Montego Bay» του 1982, ως προς την οριοθέτηση ΑΟΖ. Ειδικότερα, το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» έχει συναφθεί κατά παράβαση κανόνων «θεμελιώδους σημασίας» του εσωτερικού Δικαίου της Λιβύης, ήτοι χωρίς την σύμπραξη της Βουλής των Αντιπροσώπων του Κράτους αυτού, ακόμη δε περισσότερο με ρητή δήλωση του Προέδρου της περί μη αναγνώρισης του «μνημονίου» τούτου. Κατά την ορθή δε ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 46 παρ. 1 της Σύμβασης της Βιέννης, σύμφωνα και με την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η ως άνω πλημμέλεια καθιστά το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» νομικώς ανυπόστατο και ανίκανο να παραγάγει έννομα αποτελέσματα στο πεδίο της Διεθνούς Κοινότητας, άρα και έναντι της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Β. Πολλώ μάλλον όταν η συνέπεια αυτή απορρέει, έναντι της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κατ’ εφαρμογή της αρχής «res inter alios acta» κατά την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Επιπλέον, και κατ’ ουσίαν αυτή την φορά, το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» επιχειρεί οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης παραβιάζοντας τόσο κατάφωρα ουσιώδεις, εν προκειμένω, διατάξεις της «Σύμβασης του Montego Bay» του 1982 -πρωτίστως ως προς την ΑΟΖ του Καστελορίζου, της Καρπάθου, της Ρόδου και της Κρήτης- όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ώστε συνιστά πρωτόγνωρο αρνητικό παράδειγμα παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Νομιμότητας. Με την έννοια ότι η ανοχή του και, πολύ περισσότερο, η αναγνώρισή του από την Διεθνή Κοινότητα και τον ΟΗΕ θέτει σε μέγιστο κίνδυνο το κύρος και την αποτελεσματικότητα του Διεθνούς Δικαίου και, στην συγκεκριμένη περίπτωση, του Δικαίου της Θάλασσας κατά την «Σύμβαση του Montego Bay» του 1982.
Γ. Από την πλευρά της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει, ευθύς εξ αρχής, καταστεί σαφές ότι το «τουρκολιβυκό μνημόνιο», υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, είναι νομικώς ανυπόστατο και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Άκρως χαρακτηριστικά και αντιπροσωπευτικά προς αυτή την κατεύθυνση είναι τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2019, σύμφωνα με τα οποία το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» πάσχει από βαρύτατες νομικές πλημμέλειες, αφού παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων Κρατών, δεν συνάδει με το Δίκαιο της Θάλασσας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα.
Δ. Η θέση αυτή Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οριστική και αμετάκλητη, πράγμα που σημαίνει ότι το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» δεν μπορεί, στο ευρύτερο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, ν’ αποτελέσει βάση οιασδήποτε συζήτησης ως προς την οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ, πολύ δε περισσότερο ν’ αποτελέσει, αμέσως ή εμμέσως, βάση για οιασδήποτε μορφής διαπραγμάτευση κατά την εκ μέρους της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδικασία οριοθέτησης της Ελληνικής και της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ στον χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Με αυτή την θέση και αυτό τον τρόπο αντίδρασης, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτρέπει αποτελεσματικώς και τον κίνδυνο το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» να δημιουργήσει άκρως αρνητικό προηγούμενο εφαρμογής του Δικαίου της Θάλασσας για την οριοθέτηση ΑΟΖ στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό θαλάσσιο χώρο».