Μετά από μία σύγκρουση πολιτικών αρχηγών στη Βουλή, όπως αυτή της Τρίτης 28 Μαρτίου, είθισται να αναρωτιόμαστε ποιος κέρδισε και ποιος έχασε. Λοιπόν ο Τσίπρας ή ο Μητσοτάκης κέρδισε;
Εξαρτάται από το ακροατήριο. Με βάση αυτό το μέτρο αξιολόγησης των παρεμβάσεων των δύο ανδρών, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως και οι δύο κέρδισαν και οι δύο έχασαν. Παράδοξο; Καθόλου.
Αν λάβουμε υπόψη το ακροατήριο των βουλευτών, των κομματικών μελών και των οπαδών, οι δύο αρχηγοί κέρδισαν τις εντυπώσεις. Αδιάψευστη απόδειξη τα ενθουσιώδη, ενίοτε και φρενήρη χειροκροτήματα των βουλευτών, που θύμιζαν την ατμόσφαιρα που βλέπουμε σε γήπεδα όταν οι ομάδες πετυχαίνουν γκολ σε κρίσιμα ματς, που καθορίζουν την κατάκτηση πρωταθλήματος ή κυπέλου.
Όμως, και οι δύο είναι χαμένοι αν αναλογιστούμε την εντύπωση που προκάλεσαν στο εθνικό ακροατήριο, στους πολίτες.
Ο μεν κύριος Τσίπρας αναφέρθηκε σε περιπτώσεις καραμπινάτης διαφθοράς, αλλά δεν μας έκανε σοφότερους για τους πρωταγωνιστές, αλλά και για τις ίδιες τις υποθέσεις. Το μεγάλο ατού του είναι η εξεταστική επιτροπή για τα δάνεια των κομμάτων και των ΜΜΕ.
Όμως, δεν γίναμε σοφότεροι για τα σκάνδαλα της ΑΤΕ και του ΤΤ και τα αγύριστα θαλασσοδάνεια, ούτε για άλλες μίζες, ούτε για τα πρόσωπα που καρπώθηκαν τα προϊόντα της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Από την πλευρά του κύριος Μητσοτάκης πέταξε τη μπάλα στην εξέδρα για τα σκάνδαλα (πολύ λογικό επικοινωνιακά αφού πρόκειται για πεδίο στο οποίο βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση εξαιτίας του παρελθόντος του κόμματός του) και επιχείρησε να επιτεθεί στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, να της καταλογίσει όλα τα πάθη της τελευταίας εξαετίας και να την εγκαλέσει για το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης και τα capital controls. Θα μπορούσε πολιτικά και επικοινωνιακά να κερδίσει πόντους ο κύριος Μητσοτάκης, όμως από την παρέμβασή του οι πολίτες όχι μόνο δεν έγιναν σοφότεροι για τη διαφθορά, τα σκάνδαλα και τις μίζες που ταλάνισαν τη χώρα και την έστειλαν στο γκρεμό, αλλά διαπίστωσαν ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας αδυνατεί να χειριστεί το θέμα, όπως πιθανόν θα ήθελε από τη στιγμή που δεν είχε ανάμιξη ο ίδιος. Εμφανίστηκε δηλαδή δέσμιος του παρελθόντος κι΄ αυτό είναι πολύ κακό για έναν νέο αρχηγό που θέλει να χαράξει μία νέα πορεία για το κόμμα και την παράταξή του.
Από την άλλη πλευρά η μεγάλη αδυναμία των δύο αρχηγών ήταν πως δεν έκαναν καμία σχεδόν πρόταση, δεν παρουσίασαν κάποιο σχέδιο για τη δημιουργία θεσμών που θα αποτρέπουν στο μέτρο του δυνατού την επανάληψη των φαινομένων.
Για παράδειγμα κανένας δεν είπε για την αναγκαιότητα να ερευνάται σε βάθος ολόκληρου του βίου το πόθεν των βουλευτών και όχι μόνο το έσχες, αν δηλαδή έχουν δηλωθεί περιουσιακά στοιχεία.
Για παράδειγμα προσφάτως έχουμε το φαινόμενο να πωλείται βίλα πολιτικού για κάποια εκατομμύρια ευρώ, όμως δεν γνωρίζουμε αν στο παρελθόν είχε τα εισοδήματα, όπως προκύπτουν από τις φορολογικές δηλώσεις, για την απόκτηση της βίλας.
Και μόνο αυτό το παράδειγμα αποδεικνύει πως το πολιτικό σύστημα έχει να διανύσει πολύ δρόμο ακόμα, όχι μόνο για να θωρακίσει τη χώρα από τα σκάνδαλα και τη διαφθορά, αλλά και να καθαρίσει τα του οίκου του.
Το ζήτημα είναι αν υπάρχει πραγματική βούληση. Γιατί οι δηλώσεις υπάρχουν και επαναλαμβάνονται. Εργο, όμως δεν είδαμε ακόμα και όταν το δούμε, θα διαπιστώσουμε αν υπάρχει ή όχι πραγματική και ουσιαστική πολιτική βούληση, να μπει ένα τέλος στο μέγα σκάνδαλο του πλουτισμού των πολιτικών μέσω των χαριστικών πράξεων και της διαπλοκής με την οικονομική εξουσία.