Στον μεταπολιτευτικό κύκλο τα μεγαλύτερα παραδείγματα πολιτικής διγλωσσίας δόθηκαν από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Τον αδιαμφισβήτητο πατριάρχη της πολιτικής κουλτούρας που και σήμερα σηκώνει κεφάλι, αν και η επικράτησή της μας οδηγεί μαθηματικά στην οριστική χρεοκοπία.
ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο , έξω οι βάσεις του θανάτου, αντί -γενικώς, αντί-αμερικανισμός, αντί-ευρωπαϊσμός, αντί συμβατικά-ζιβάγκο στάθηκαν οι πυλώνες σχηματισμού του ΠΑΣΟΚ.
Βεβαίως σε μια εποχή που το σήκωνε, τοπικώς και διεθνώς. Στον ψυχρό πόλεμο, με τον τρίτο πόλο των αδεσμεύτων υπαρκτό, με την Κύπρο ματωμένη, με την παγκοσμιοποίηση ανύπαρκτη.
Το 1989 όταν η επικείμενη επικράτηση του ΠΑΣΟΚ άρχισε να διαφαίνεται η διγλωσσία έφτασε στο απόγειο.
Όταν ο Αντρέας μιλούσε σε ξένα δίκτυα ή σε Κοινοτικές περιστάσεις έκλεινε το κυβερνητικό του μάτι της λογικής και των ήπιων διεκδικήσεων στους γεωπολιτικούς συμμάχους ή οικονομικούς εταίρους.
Όταν μίλαγε στα ενθουσιώδη πλήθη των Carmina Burana το άλλο μάτι, αυτό του κινήματος πετάριζε, και οι Αμερικάνικες βάσεις εξεδιώκοντο ανεπιστρεπτί, μαζί με τα ΟΧΙ στην ΕΟΚ.
Όταν κυβέρνηση πια, υπέγραψε τη συμφωνία για την παραμονή των βάσεων που θα έδιωχνε, καημένα παιδιά πλημμύρισαν τους δρόμους διαδηλώνοντας πως «ο αγώνας τώρα δικαιώνεται»…..
Αυτή η κληρονομιά διγλωσσίας, του «μεσαίου χώρου» όπως θα λέγαμε σήμερα, ήταν πάντα ζητούμενο των πολυσυλλεκτικών κομμάτων.
Ο πατέρας του Αντρέα, αλλά και ο ίδιος ,όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα αρχεία του Στέητ Ντιπάρτμεντ και του Φόρειν Όφις, παρουσίαζαν-στις συνομιλίες με τους αξιωματούχους των Δυτικών πρεσβειών- τον βερμπαλιστικό αντί αμερικανισμό τους, την γλώσσα για τον λαουτζίκο δηλαδή, ως ανάχωμα στην στροφή των λαϊκών στρωμάτων προς την αριστερά.
Εμφανίζονταν ως καλύτεροι εκφραστές των μακροπρόθεσμων γεωπολιτικών συμφερόντων των Αμερικανών σε σχέση με την άκαμπτη, ψυχροπολεμική Δεξιά που «έσπρωχνε» τον κόσμο στην ΕΔΑ και τους κομμουνιστές. Κοινώς πούλαγαν εξυπηρέτηση, Κι αλήθεια ήταν! Η Αριστερά με τους Παπανδρέου βρέθηκε σε στρατηγικό αδιέξοδο.
Πότε έλεγε αλήθεια ο Αντρέας; Πάντα και ποτέ. Η αλήθεια είναι μεταφυσικό ζητούμενο που ουδέποτε τον απασχόλησε στον δημόσιο βίο του.
Ειλικρινής πάντως ήταν, όταν επανειλημμένα δήλωνε σε μεγάλα φόρουμ όπως το Νταβός πως για μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα , σε έναν διπολικό κόσμο, η πιο συμφέρουσα στρατηγική είναι η στρατηγική της ασάφειας, δηλαδή το να πατάς μονίμως σε δύο βάρκες.
Η διγλωσσία ήταν λοιπόν συνειδητά η μήτρα γέννησης του ΠΑΣΟΚ. Απόπειρες εκρίζωσης από το DNA του, όπως προσπάθησε ο Σημίτης και αργότερα ο Γ. Παπανδρέου απειλούν το χώρο, με το προπατορικό αμάρτημα: τη διάσπαση. Το ΠΑΣΟΚ νόμιζε ότι οφείλει , όπως και η Ένωση Κέντρου παλιότερα, να μιλά αριστερόστροφα και να κυβερνά δεξιόστροφα.
Οφείλει ακόμη;
Το ερώτημα προέκυψε επιτακτικά μετά τις εκλογές του 2009 και την χρεοκοπία της χώρας.
Το μνημόνιο στην ουσία καταργεί τη διγλωσσία.
Γιατί δεν μπορείς να κόβεις μισθούς και συντάξεις, για το «καλό των περήφανων γηρατειών» και όταν εμφανίζεις την τρόικα σαν στρατό κατοχής κι εσύ δεν κάνεις αντάρτικο μάλλον ως δοσίλογος κι ανίκανος θα κριθείς.
Το ΠΑΣΟΚ υποφέρει, ασφυκτιά σήμερα στον κορσέ της ευθύνης, δηλαδή από την υποχρέωση να δεσμευθεί, χωρίς ασάφειες, μονοσήμαντα, σε μια συμφωνία διαρκείας που στην ουσία του αφαιρεί ζωτικούς βαθμούς ελευθερίας λόγου, το μετασχηματίζει από τριτοκοσμικό μόρφωμα σε Ευρωπαικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Το δίλημμα είναι υπαρξιακό, το εγχείρημα καθόλου απλό και είναι απολύτως προς τιμή του Γ. Παπανδρέου πως το έλυσε αποφασιστικά-μέχρις σήμερα- προτάσσοντας, εφευρίσκοντας το «πατριωτικό» έναντι του κομματικού. Κάνοντας σαν κύρια, μόνη παραχώρηση στο δίγλωσσο κομματικό μένος μερικές δηλητηριώδεις για το δημόσιο βίο εξεταστικές επιτροπές.
Κι ο Δημαράς δεν είναι παρά η κακόγουστη αισθητικά υπόμνηση πως το κόστος μετασχηματισμού του ΠΑΣΟΚ είναι σημαντικό και ο κίνδυνος διάσπασης ελλοχεύει.
Με άλλα λόγια αν ο ψυχρός πόλεμος και ο διπολισμός κατέρρευσαν το 1979, ο Παπανδρεισμός δηλαδή η νομιμοποίηση της διγλωσσίας ως επίσημης στρατηγικής της χώρας για την κεντροαριστερά, αναγκαστικά-και ευχόμαστε οριστικά- καταργείται με τη συνεπή τήρηση των όρων του μνημονίου.
Η διγλωσσία στην πολιτική ζωή δεν είναι ηθικό ζήτημα, ή τουλάχιστον όχι μόνο. Σήμερα ειδικά για την Ελλάδα είναι εμφανώς αντιπαραγωγικό και επικίνδυνο. Γιατί η παγκοσμιοποίηση, ο ανταγωνισμός, η αδυναμία προσαρμογής μας και η ανικανότητα διακυβέρνησης έφεραν την επιτήρηση και το μνημόνιο.
Ιστορικά αυτός ο κύκλος άρχισε μεν με τον Α. Παπανδρέου, αλλά γρήγορα τον μιμήθηκε ο Αβέρωφ, μετά ο Μητσοτάκης και έτσι το κόμμα της Ν. Δημοκρατίας μπροστά στο δέλεαρ της εξουσίας, προσχώρησε στο σχήμα κι επιτάχυνε τη ροή του, αν και ως κόμμα είχε δομηθεί στον καραμανλισμό, δηλαδή στην αξιακή βάση του καθήκοντος, της ευθύνης, της ευρωπαϊκής συνέπειας, ως αντίλογος σε μια αριστερά του βερμπαλισμού που έταζε γιατί δεν κινδύνευε να κυβερνήσει.
Η υιοθέτηση της διγλωσσίας και από τη Ν.Δ. την ανάδειξε σε κυρίαρχη στρατηγική κομματικού ανταγωνισμού, που ενισχύθηκε από την τηλεοπτική επιδρομή μετά το 1989 και καθιερώθηκε ως η στρατηγική του «ώριμου σύκου».
Η διγλωσσία είναι επικίνδυνη γιατί η ανεύθυνη, δομική αντιπολίτευση, είναι μαθηματικά προάγγελος μιας καταστρεπτικής διακυβέρνησης. Δίνοντας τα πιο πρόσφατα παραδείγματα καθόρισε τον Καραμανλή της «κατσαρίδας» και των «ταυτοτήτων» και θα επαναλαμβανόταν με τον Γ. Παπανδρέου του «λεφτά υπάρχουν».
Έτσι πέσαμε τελικά σε έναν φαύλο κύκλο μη κυβερνησιμότητας. Το αρχικό αγαθό της πολιτικής σταθερότητας που προέκυψε από το 1981 με την ομαλή εναλλαγή των δύο μεγάλων κομμάτων στην διακυβέρνηση, έχει πλέον υποσκαφθεί από την ανικανότητα διακυβέρνησης και την αναξιοπιστία που παράγει η διγλωσσία στα πλαίσια του κομματικού ανταγωνισμού.
Απλά μιλώντας, η εκάστοτε αντιπολίτευση τάζει ανεύθυνα και χαϊδεύει αυτιά, και στο εκάστοτε κυβερνών κόμμα ισορροπούν ασταθώς από τη μια η προηγούμενη-ως αντιπολίτευση- ανεύθυνη στάση συνέπειας των υπεσχημένων, κι από την άλλη η κυβερνητική ευθύνη τήρησης των εθνικών και υπερεθνικών συμβατικών υποχρεώσεων της χώρας.
Για να ισορροπήσουν τα ενδο-αντικρουόμενα κυβερνητικά συμφέροντα χρειάζεται κάθε φορά να πείσουν πως έχουν παραλάβει καμένη γη. Το 1981, το 1989, το 2004, ακόμη και το 2009. Έτσι προέκυψαν για να μείνουμε στα πρόσφατα, η αναγκαιότητα της ολέθριας απογραφής του Αλογοσκούφη, αλλά και η εξάμηνη καθυστέρηση του Παπανδρέου να πάρει μέτρα πριν το Μάιο του 2010.
Έτσι πρακτικά, πολύ πρακτικά οι πρώτοι 18 μήνες του κυβερνητικού κύκλου εξαντλούνται στην αλλαγή λεοντής. Πως δηλαδή από αφρίζουσα αντιπολίτευση θα γίνεις υπεύθυνη κυβέρνηση. Μετά οι δημοτικές ή ευρωπαϊκές εκλογές καταγράφουν κάποιες απώλειες και το ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης, δηλαδή επανεκλογής κυριαρχεί. Πρακτικά ο χρόνος αλλαγών, εκσυγχρονισμού είναι στην τετραετία ελάχιστος ή μηδενικός και απλά ο καθένας διαχειρίζεται το παλιωμένο σαραβαλάκι.
Ο Αντώνης Σαμαράς ανδρώθηκε πολιτικά δίπλα στον Ε. Αβέρωφ κύριο εκφραστή της τάσης από- καραμανλοποίησης της Ν.Δ. Πρωτοστάτησε από την ΟΝΝΕΔ στην ολική αντιπαράθεση των ευρωεκλογών του 1984 και στη συνέχεια στην υιοθέτηση της δομικής αντιπολίτευσης ως στρατηγικής κομματικού ανταγωνισμού.
Οι ολέθριες δεσμεύσεις- ιδεοληψίες του, που τον οδήγησαν ως υπουργό Εξωτερικών να μας μπλέξει στην, ακόμη άλυτη, θρυλική βλακεία της ονομασίας των Σκοπίων αλλά και στο να μας κάνει μέρος του μεταναστευτικού προβλήματος ανοίγοντας τα σύνορα και αφελληνίζοντας τη Β. Ήπειρο, δεν φαίνονται να του έγιναν μαθήματα.
Επανέρχεται σήμερα στηρίζοντας τον αντιπολιτευτικό του λόγο στη γνωστή μοιραία διγλωσσία. Αυτός ο απόφοιτος του Χάρβαρντ λέει τόσο προφανείς, ακόμη και για πρωτοετή φοιτητή, μπαρούφες για μηδενισμό του ελλείμματος και ανάπτυξη, που η μόνη λογική εξήγηση προκύπτει αν παρακολουθήσει κανείς το πώς μιλά στην Ευρώπη. Όπου στην ουσία αποδέχεται πως αν κληθεί να κυβερνήσει θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του μνημονίου.
Αναγκαστικά με μια τέτοια πολιτική αποξενώνεται από τα κοινωνικά συντηρητικά ρεύματα της παραδοσιακής, παραγωγικής δεξιάς και στηρίζεται στα λαϊκά, αδύναμα και εξαθλιωμένα στρώματα που κινούνται απολιτικά και πληβειακά. Σε αυτό το δρόμο διασταυρώνεται με την απηρχαιωμένη αριστερά του ΚΚΕ και το παρακμιακό χάος του ΣΥΡΙΖΑ.
Τι να πρωτοπείς; Αυτό που οι παραδοσιακοί δεξιοί ψηφοφόροι ως εργοδότες γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλο; Πως δηλαδή ακόμη κι αν μαγικά το έλλειμμα εξαφανιζόταν, τότε τα λεφτά μιας και η χώρα δεν έχει ανταγωνιστικότητα, θα πήγαιναν και πάλι στην κατανάλωση-εισαγωγές και όχι στην παραγωγή;
Τι να πρωτοθαυμάσεις; Το πώς επαναλαμβάνει το 1960 του Γ. Παπανδρέου και το 1980 του Αντρέα όταν διακριτικά ισχυρίζεται ότι η διγλωσσία του διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του συστήματος, γιατί συγκρατεί τους αγανακτισμένους πολίτες κι έτσι επιτρέπει την απρόσκοπτη εφαρμογή του μνημονίου;
Εθνικός ευεργέτης δηλαδή ο κος Σαμαράς!
Το 2010 της παγκοσμιοποίησης δεν είναι το 1980 του ψυχρού πολέμου , ούτε το 1960 του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς.
Όσο το αρνείται και παίζει τον Αντρέα της Ν.Δ. σε περιβάλλον 2010 τόσο επιβεβαιώνει τον Μαρξ που τόνιζε πως η επανάληψη της Ιστορίας έρχεται σαν κωμωδία ή τραγωδία.
Ο κος Σαμαράς αν έτσι συνεχίσει κινδυνεύει να καταγραφεί ως μοιραίο πρόσωπο στην Ελληνική πολιτική ιστορία. Γιατί η κρισιμότητα των συνθηκών επιβάλλει όχι μόνον κοινωνικές αλλά και πολιτικές συναινέσεις για την έξοδο από την ύφεση.
Ιδίως στη χρεοκοπημένη , και όχι μόνον οικονομικά, Ελλάδα , η ύπαρξη μιας αντιπολίτευσης που θα στηρίξει το σπάσιμο του μοιραίου κύκλου της διγλωσσίας είναι τόσο σημαντική όσο και η κυβερνητική συνέπεια και ευθύνη στην ίδια κατεύθυνση.
Με απλά λόγια, το έργο της εθνικής ανασυγκρότησης δεν βγαίνει πέρα χωρίς τη συμφωνία Σαμαρά-Παπανδρέου σε βασικά θέματα διασφάλισης μακροπρόθεσμων συμφερόντων της χώρας, δηλαδή δομικών εκσυγχρονισμών.
.
Η κοινή βάση αποδοχής του μνημονίου, ιδωμένου ως προγράμματος εκσυγχρονισμού- δομικής ανασυγκρότησης και προσαρμογής της χώρας υπάρχει.
Η βούληση επαναδιαπραγμάτευσης του χρόνου αποπληρωμής, που συνεπάγεται τη δυνατότητα κοινωνικής φροντίδας των αδυνάμων είναι κοινή.
Τώρα που τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών, δείχνουν να εδραιώνουν στη θέση του τον πρόεδρο της Ν.Δ., έχει πλέον την ευχέρεια δημιουργικών, εθνικών χειρισμών.
Η πραγματική επανάσταση, η Πολιτική Άνοιξη για την Ελλάδα θα είναι αν στον κομματικό ανταγωνισμό η διγλωσσία αντικατασταθεί από τον αγώνα για αποδοτική διακυβέρνηση.
Τότε το μνημόνιο θα ξεχασθεί γρήγορα και ο κος Σαμαράς θα έχει πιθανότητες αλλά και νόημα να κυβερνήσει.