Σε μια κοινωνία όπου η αποσύνδεση του πολίτη από τη δημοκρατική διαδικασία τείνει να γίνει ο κανόνας, οι επερχόμενες ευρωεκλογές είναι κλασική περίπτωση χαμένης ευκαιρίας. Πώς βρεθήκαμε πάλι εδώ, σ’ αυτό το ατέλειωτο δράμα πολιτικής αψιμαχίας, όπου τα ουσιαστικά προβλήματα της καθημερινότητας – που θα μπορούσαν να βοηθηθούν με ευρωπαϊκές πολιτικές -, υποκύπτουν στην ομοβροντία των πολιτικών αρχηγών;
Η κυβέρνηση έχει εδώ τη μεγαλύτερη ευθύνη. Αποφεύγει την ουσία και επιλέγει την τελευταία στιγμή να γυρίσει τη συζήτηση. Το πώς ζούμε με την ακρίβεια στα αγαθά και τη στέγη, η συνεχιζόμενη οικονομική εξάρτηση των νέων από τις οικογένειές τους και η αυξανόμενη εγκληματικότητα, παραμερίζονται μπροστά σε μια διαμάχη προσωπικοτήτων που υπηρετεί τη βραχυπρόθεσμη πολιτική επιβίωση αντί της μακροπρόθεσμης κοινωνικής προόδου. Κι όμως, οι επερχόμενες εκλογές αφορούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκεί όπου δοκιμάζεται η διακρατική συνεργασία για τα κοινά προβλήματα.
Αλλά ποιος νοιάζεται για την Ευρώπη, όταν ολόκληρη η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το πόθεν έσχες των αρχηγών; Τι σημασία έχει αν οι αποφάσεις που λαμβάνονται στις Βρυξέλλες υπερισχύουν της εθνικής νομοθεσίας; Η συμμετοχή στις ευρωεκλογές αναμένεται δραματικά μειωμένη και αυτό είναι η αντανάκλαση μιας κοινωνίας που έχει κουραστεί να παρακολουθεί κοκορομαχίες χωρίς ουσία.
Έναν εκρηκτικό διάλογο εκτός θέματος με πολλές στρεβλώσεις, όπως ο εφταπλασιασμός του κόστους των φορολογικών προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, εκ μέρους της κυβέρνησης σε σχέση με την πραγματική αποτίμησή τους από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Ο όρος “μαθημένη αβοηθησία”, που χρησιμοποιούμε στην ψυχιατρική και σημαίνει την ψυχική κόπωση ενός ανθρώπου που έχει πάψει να πιστεύει ότι θα αλλάξει η μοίρα του με τις δικές του ενέργειες, ίσως εξηγεί το φαινόμενο.
Η μεγάλη αποχή θα είναι ο δείκτης της βαθιάς απώλειας εμπιστοσύνης στην πολιτική διαδικασία. Υποδηλώνει ακόμη τη στροφή μας από το «Εμείς» στο «Εγώ», που διαβρώνει την κοινωνική συνοχή και ενισχύει την αδιαφορία για το κοινό καλό. Στον απόηχό της βλέπουμε την κοινωνία μας να αποσυντίθεται σε έναν άκρατο ατομικισμό, όπου οι πολίτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην αλληλεγγύη και τη συνεργασία. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι αισθάνονται ότι το κράτος αδιαφορεί με περίσσεια κυνισμού για εκείνους και ότι η επιβίωση γίνεται αποκλειστικά ζήτημα “ατομικής ευθύνης”. Η αύξηση της βίας, είτε πρόκειται για τη νεανική παραβατικότητα, είτε για την ενδοοικογενειακή βία, είναι το σύμπτωμα αυτής της βαθιάς απογοήτευσης και του τραύματος στους κοινωνικούς δεσμούς, ενόσω αυξάνεται η επιθετικότητα μέσα στην οικονομική ασφυξία μας.
Γνωρίζω ότι η ανατροπή αυτής της τάσης απαιτεί τη συνειδητή προσπάθεια επαναφοράς του «Εμείς» στη δημόσια σφαίρα και για αυτό το λόγο η συμμετοχή σε όλες τις δημοκρατικές διαδικασίες, όπως οι ευρωεκλογές, είναι κρίσιμη για την επιστροφή μας στη συλλογική υπευθυνότητα. Σε πείσμα, λοιπόν, της μεγάλης σύγχυσης που έχει προκληθεί από την πολιτική πόλωση, η συμμετοχή σε αυτή την κάλπη είναι η απαραίτητη πράξη αντίστασης στην πολιτική και κοινωνική μας απάθεια.
Ως ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής, έχω το προνόμιο να ακούω τα παράπονα των ανθρώπων από πρώτο χέρι. Καθημερινά, έρχομαι σε επαφή με πολίτες που μοιράζονται μαζί μου τις ανησυχίες τους για όλα τα παραπάνω σε βάθος. Οι προσωπικές ιστορίες τους δεν είναι απλώς στατιστικά δεδομένα· είναι οι αληθινές φωνές εκείνων που πασχίζουν για καλύτερες συνθήκες ζωής. Μέσα από αυτή την άμεση επικοινωνία, αντιλαμβάνομαι βαθύτερα την ανάγκη για ισχυρή εκπροσώπησή τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η ουσία των ευρωεκλογών είναι, λοιπόν, τι μπορούμε να κάνουμε οι επόμενοι Ευρωβουλευτές – και όχι οι πολιτικοί αρχηγοί – για την καθημερινότητα όλων. Όπως για παράδειγμα να υποστηρίξουμε Ευρωπαϊκές πολιτικές για εννιαίο βασικό εισόδημα στην ΕΕ, ώστε να αντιμετωπιστεί η φτώχεια και να κλείσει η ψαλίδα της ανισότητας στην Ευρώπη. Να βοηθήσουμε με ευρωπαϊκά εργαλεία στην αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους, ώστε να υπάρχει ισότιμη πρόσβαση σε υγεία και παιδεία υψηλής ποιότητας με επαρκή στελέχωση. Να βελτιώσουμε τις δημόσιες υπηρεσίες ψυχικής υγείας, που σήμερα λαμβάνουν υποτριπλάσιους πόρους σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Να προωθήσουμε τη διαφάνεια και τη λογοδοσία για να διορθώσουμε χρόνιες συστημικές ανωμαλίες, από την ασφαλή λειτουργία των σιδηροδρόμων μέχρι την εφαρμογή του μεταφορικού ισοδύναμου για να στηριχτούν τα νησιά. Να προετοιμαστούμε με κοινούς ευρωπαϊκούς μηχανισμούς για τις επόμενες φυσικές καταστροφές και πανδημίες που θα προκαλέσει η κλιματική αλλαγή κ.α.
Σε μια περίοδο που απαιτεί συνθετικές προσεγγίσεις για αυτά τα περίπλοκα ζητήματα, η Ελλάδα χρειάζεται εκπροσώπους καταρτισμένους, που διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα και την ικανότητα να αντιλαμβάνονται με ενσυναίσθηση τις προκλήσεις, αλλά και να διαπραγματεύονται προς όφελος της χώρας μας σε ένα περιβάλλον πολυπολιτισμικής συνεργασίας με υψηλές απαιτήσεις. Διερωτηθείτε, όμως, πόσα γνωρίζετε για εμάς τους υποψήφιους; Προλαβαίνετε ακόμα να μας μάθετε. Ερευνήστε ποιοι είμαστε εμείς που ζητάμε την ψήφο σας και εξετάστε προσεκτικά τις προτάσεις και το όραμά μας για το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρώπη.
Ο Δρ Δημήτρης Παπαδημητριάδης σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Διεθνή Πολιτική Υγείας στο London School of Economics (LSE). Εξειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική και στην Ψυχοθεραπεία στο Royal Free Hospital and UCL School of Medicine (Λονδίνο), στο Γεν. Νοσ. “Ευαγγελισμός” και στο Ερευνητικό Παν. Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (Αθήνα). Συμμετείχε στο πρόγραμμα Γνωσιακής Θεραπείας για τις Διαταραχές Άγχους του Beck Institute for CBT (Φιλαδέλφεια).
Έχει βραβευτεί από την Επιστημονική Εταιρεία Γενικής Ιατρικής, την Πανελλήνια Ομοσπονδία Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και με το βραβείο “Κοινωνία των Πολιτών” από τους συντάκτες της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Έχει συγγράψει βιβλία για το άγχος και την κατάθλιψη, σχολιάζει στα ΜΜΕ και αρθρογραφεί τακτικά στον Τύπο για τα μείζονα κοινωνικά ζητήματα. Έχει διατελέσει Γενικός Γραμματέας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Φοιτητών Ιατρικής στις Βρυξέλλες και Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Φοιτητών Ιατρικής Ελλάδας.