Αναλυτικά ο υπουργός Οικονομικών είπε ότι “η Οδηγία περιέχει δύο λέξεις: «ανάκαμψη» και «εξυγίανση». Το κομμάτι στο νόμο που έχει σχέση με την ανάκαμψη επιβάλλει σε όλες τις τράπεζες και να μην είναι προβληματικές και να έχουν σχέδια πώς θα αντιμετωπίσουν προβλήματα -αν έχουν προβλήματα- στο μέλλον, π.χ. κάποιο σχέδιο αν θα πρέπει να πουλήσουν κάποιο υποκατάστημα ή αν θα πρέπει να πουλήσουν κάποιο πακέτο δανείων που έχουν κ.ό.κ.. Επίσης, οι αρχές ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να επιβλέψουν ότι όντως οι τράπεζες είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν προβλήματα όταν προκύπτουν.
Τώρα πάμε στο πιο δύσκολο θέμα εκείνο της «εξυγίανσης». Ο βασικός λόγος της Οδηγίας είναι οι κανόνες βάσει των οποίων οι τράπεζες στην Ε.Ε. θα μπουν σε μια διαδικασία εξυγίανσης. Έχει διάφορα εργαλεία εξυγίανσης: η πώληση κομματιών της δουλειάς της τράπεζας από αυτά τα πακέτα που σας είπα για δάνεια ή και από πώληση διαφόρων υποκαταστημάτων, μπορεί ακόμη να είναι η διαφοροποίηση σε καλά και κακά περιουσιακά στοιχεία και τέλος υπάρχει και το bail in που έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση στην κοινωνία για το τι σημαίνει αυτό.
Η ιδέα βασικά είναι η εξής: μια τράπεζα που έχει πρόβλημα έχει να κάνει συνήθως με το γεγονός ότι το παθητικό κομμάτι της είναι μεγαλύτερο από τα περιουσιακά, δηλ από το ενεργητικό κομμάτι. Άρα τι χρειάζεται; Πρέπει το παθητικό να μειωθεί και να φτάσει κοντά στα περιουσιακά στοιχεία που έχει η τράπεζα. Η Οδηγία αυτή ουσιαστικά δίνει τη σειρά με την οποία θα γίνει αυτή η εξισορρόπηση: αρχίζεις με τους μετόχους, μετά με τους ομολογιούχους διάφορων κατηγοριών και αν δεν επιτευχθεί η εξυγίανση τότε είναι που γίνεται το bail in, αλλά με προστασία 100.000 ευρώ ανά άτομο, ανά τράπεζα. Και στην ελληνική περίπτωση, αν έχεις κεφαλαιακή επάρκεια δεν υπάρχει περίπτωση να πας κάτω από αυτή την εγγύηση. Αυτό είναι μια προστασία του συστήματος, δηλαδή, δίνει μεγαλύτερη εγγύηση και ασφάλεια στους καταθέτες, ότι έχουν αυτή την προστασία των 100.000 ευρώ, ανά άτομο ανά τράπεζα, όπως είπα.
Τι προσπαθεί να κάνει αυτή η Οδηγία;
Προσπαθεί να αντιμετωπίσει δύο προβλήματα. Το πρώτο πρόβλημα, είναι εκείνο του ηθικού κινδύνου ( moral hazard). Το γεγονός ότι οι τράπεζες μπορούν να δανείζουν αν έχουν αυτό εξασφαλίζει τους ομολογιούχους και μέτοχους και αυτό έχει ένα προοδευτικό σημείο και απαντά σε ό,τι μας έλεγε ο κ. Σόιμπλε: ότι δηλαδή δεν πρέπει να βοηθήσουμε τις χώρες που είναι προβληματικές, γιατί αν μια χώρα η οποία αντιμετωπίζει την χρεοκοπία και την σώζουν πάντα οι άλλες χώρες, αυτό το γεγονός δημιουργεί ηθικό κίνδυνο. Και η απάντηση σε αυτό ήταν, εν μέρει, ότι εάν έχεις δανειστεί παραπάνω από ό,τι πρέπει αυτό συμβαίνει γιατί κάποιος σου έχει δανείσει παραπάνω από ό,τι πρέπει. Η Οδηγία δημιουργεί κίνητρο στις τράπεζες να μη δανείζουν παραπάνω από ό,τι πρέπει.
Ο δεύτερος λόγος ύπαρξης αυτής της Οδηγίας, είναι να κοπεί η δυνατότητα μετάδοσης της κρίσης από τις τράπεζες στα κράτη και από τα κράτη πίσω στο τραπεζικό σύστημα. Και προσπαθεί να το κάνει αυτό.
Έχει προβληματικά στοιχεία αυτή η Οδηγία;
Έχει. Είναι, δηλαδή, προβληματικό ότι αυτό το ταμείο εξυγίανσης θα πάρει δέκα χρόνια και δεν έχει τόσα πολλά χρήματα τα οποία θα χρειαζόταν, αλλά προσέξτε, αυτό δεν επηρεάζει τόσο πολύ την Ελλάδα αυτή τη στιγμή. Η κριτική που μπορεί να ασκήσει κάποιος σε αυτό το Ταμείο είναι ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει όχι την μια τράπεζα στην Ελλάδα ή τη μια τράπεζα στην Ισπανία ή στη Γαλλία, αλλά ότι θα είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει μια συστημική κρίση, όπου όλες οι τράπεζες έχουν πρόβλημα την ίδια στιγμή και πολλοί οικονομολόγοι (εδώ βλέπω μερικούς) έχουν εκφράσει την άποψη ότι αυτό δεν είναι ικανοποιητικό. Το βασικό πρόβλημα όμως που έχουμε και μιλώντας ως κάποιος που θα ήθελε να διορθωθούν πολλά πράγματα στην οικονομική και χρηματοπιστωτική «αρχιτεκτονική» της Ε.Ε., είναι ότι συγχρόνως δεν έχει προχωρήσει όσο θα έπρεπε το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό είναι ξανά ένα πρόβλημα αυτή τη στιγμή, όχι μόνο για την Ελλάδα, (εννοώ όχι κυρίως για την Ελλάδα), αλλά για το πώς η Ευρώπη είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αυτά τα συστημικά προβλήματα, τις συστημικές κρίσεις που μάθαμε το 2008.
Δεν είναι το θέμα να έχεις χρήματα για να αντιμετωπίσεις τη μια ή την άλλη τράπεζα. είναι, αν θέλετε να το σκεφτείτε, όπως το πρόβλημα της ασφάλειας γενικότερα, ότι δηλαδή άν έχεις να αποζημιώσεις ένα άτομο είναι πολύ εύκολο, αν όμως όλοι μαζί έχουν πρόβλημα, τότε τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν τεράστιο πρόβλημα.
Θα ξαναπώ τα δύο τρία σημεία ως συμπέρασμα: ότι έχουμε μια Οδηγία που θέτει κοινούς κανόνες για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε τράπεζες που έχουν πρόβλημα στην Ε.Ε. και στην ευρωζώνη, ότι έχουμε τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης που θα εφαρμόσει αυτούς τους κανόνες και ότι έχουμε ένα βήμα προς την τραπεζική ένωση, που έχει όμως πολλά δειλά σημεία που θα θέλανε, νομίζω, όλες οι πλευρές να είναι πιο ισχυρά αυτά τα βήματα, αλλά αυτή η Οδηγία είναι ένα κομμάτι αυτής της τραπεζικής ένωσης. Δίνει πολύ μεγάλη έμφαση στο ότι δεν θα εξασφαλίζουμε, δεν θα κοινωνικοποιούμε όλες τις ζημιές των τραπεζών και ότι το βασικό «χτύπημα» το παίρνουν οι μέτοχοι και οι ομολογιούχοι και όχι οι καταθέτες.
Σας είπα κάποια προβληματικά στοιχεία, αλλά η άποψή μου είναι ότι στην ελληνική κοινωνία και οικονομία δίνεται μια καλή προστασία. Δηλαδή, νομίζω ότι οι καταθέτες μπορούν να κοιτάνε το μέλλον με μεγαλύτερη ασφάλεια, και αυτό θα βοηθήσει ειδικά όταν αρχίσει η Οδηγία να εφαρμόζεται μετά την 1η Ιανουαρίου του 2016 και αφού οι ελληνικές τράπεζες μέσα από τη Συμφωνία που θα κάνουμε με το ESM θα έχουν κάνει ανακεφαλαιοποίηση. Ελπίζω να μπόρεσα να απλοποιήσω μια Οδηγία που είναι αρκετά δύσκολη και δυσνόητη στους πιο πολλούς και στις πιο πολλές”.