Η προανακριτική επιτροπή για την διερεύνηση ποινικών αδικημάτων Υπουργών είναι μια από τις κορυφαίες διαδικασίες ελέγχου της Βουλής. Ήρθε ξανά στο προσκήνιο μετά την απόφαση του ΠΑΣΟΚ να καταθέσει πρόταση σύστασης προανακριτικής επιτροπής βάζοντας στο στόχαστρο τον υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας Χρήστο Τριαντόπουλο.
Με αφορμή και την παραίτηση του Χρήστου Τριαντόπουλου για να ανοίξει ο δρόμος για όλες τις διαδικασίες, το newsit.gr σας παρουσιάζει βήμα – βήμα όλες τις διαδικασίες.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Για την σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής απαιτείται η υπογραφή 30 βουλευτών και σύμφωνα με το άρθρο 153 του Κανονισμού «η Boυλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη εναντίον όσων διατελoύν ή διατέλεσαν μέλη της Kυβέρνησης ή Yφυπoυργoί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις τoυ άρθρoυ 86 τoυ Συντάγματoς και το νόμο για την ευθύνη των Yπoυργών».
Το άρθρο 154 του Κανονισμού της Βουλής προβλέπει ότι «η πρόταση για την άσκηση δίωξης κατά των πρoσώπων της παρ. 1 του άρθρου 153 υποβάλλεται γραπτώς και υπογράφεται τουλάχιστον από τριάντα (30) Βουλευτές, διαφορετικά, είναι απαράδεκτη». Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, η πρόταση για άσκηση δίωξης πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια τις πράξεις ή τις παραλείψεις που σύμφωνα με το νόμο για την ευθύνη των Υπουργών είναι αξιόποινες και να μνημονεύει τις διατάξεις που παραβιάστηκαν.
Με την κατάθεση της πρότασης προς άσκηση δίωξης μπορεί να προταθεί από τους Βουλευτές που την υπογράφουν η ανάθεση από τη Βουλή σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο του ελέγχου των στοιχείων της κατηγορίας και της αξιολόγησης της ουσιαστικής βασιμότητάς τους. Αυτό δημιουργεί ένα χρονικό ορίζοντα 12 ημερών.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η συζήτηση της πρότασης πρέπει να γίνει εντός 15 ημερών, ενώ μπορεί να ζητηθεί ανάθεση σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο του ελέγχου των στοιχείων της κατηγορίας και της αξιολόγησης της ουσιαστικής βασιμότητάς τους.
Η μυστική ψηφοφορία
Μετά τη συζήτηση της πρότασης συγκρότησης στην Ολομέλεια ακολουθεί μυστική ψηφοφορία στην οποία δεν μετέχει το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση άσκησης δίωξης αν είναι βουλευτής. Η απόφαση για τη συγκρότηση επιτροπής ή τη σύσταση του τριμελούς γνωμoδoτικoύ συμβουλίου λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, άλλως η οικεία πρόταση απορρίπτεται.
Αν η Βουλή αποφασίσει να μη συγκροτηθεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, δεν μπορεί να υποβληθεί νέα πρόταση άσκησης δίωξης στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Η συγκρότηση σε σώμα
Eαν η Βουλή αποφασίσει την συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής (άρθρο 156) αυτή συγκροτείται αναλογικά σε δύναμη της κοινοβουλευτικής αναλογίας των κομμάτων. Συγκροτείται σε Σώμα, εκλέγει κατά πλειοψηφία προεδρείο και ορίζονται δύο εισηγητές από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Ο απώτερος χρόνος περαίωσης των εργασιών της έχει οριστεί από την Ολομέλεια, μπορεί όμως με νεότερη απόφαση να της δοθεί παράταση. Η Επιτροπή συνεδριάζει κεκλεισμένων των θυρών και έχει όλες τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, όταν αυτός διενεργεί προκαταρκτική εξέταση.
Κλήση για εξηγήσεις
Η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει σε εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών την ενέργεια ειδικότερων πράξεων σχετικών με το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης. Κατά την προκαταρκτική εξέταση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση δίωξης καλείται από την Επιτροπή να δώσει εξηγήσεις. Όταν η αξιόποινη πράξη για την οποία διενεργείται προκαταρκτική εξέταση συνεπάγεται για τον Υπουργό οικονομικά οφέλη, κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, η Επιτροπή διατάσσει την κατάσχεσή τους.
Το πόρισμα
Το πόρισμα της Επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει ιδίως τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που οδηγούν σε αυτά, όπως προέκυψαν κατά την προκαταρκτική εξέταση, την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις και σαφή πρόταση για την άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης. Αιτιολογημένη πρέπει να είναι και η πρόταση της τυχόν μειοψηφίας, η οποία καταχωρίζεται σε χωριστό κεφάλαιο του ίδιου πορίσματος. Το πόρισμα της επιτροπής και το σχετικό αποδεικτικό υλικό υποβάλλονται στον Πρόεδρο της Βουλής, ο οποίος ανακοινώνει στη Βουλή την κατάθεσή τους. Το πόρισμα τυπώνεται και διανέμεται στους Βουλευτές μέσα σε δέκα ημέρες από την κατάθεσή του.
Οι Βουλευτές, καθώς και εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση άσκησης δίωξης, δικαιούνται να λάβουν γνώση του αποδεικτικού υλικού που έχει κατατεθεί στη Βουλή. Αν η επιτροπή δεν υποβάλει εμπρόθεσμα το πόρισμά της, η Βουλή είτε παρατείνει την προθεσμία είτε προχωρεί χωρίς πόρισμα στη συζήτηση της πρότασης για την άσκηση δίωξης.
Οι εξουσίες της επιτροπής δεν αναστέλλονται με τη λήξη της συνόδου, παύουν όμως με τη διάλυση της Βουλής ή με τη λήξη της βουλευτικής περιόδου. Αν διαλυθεί η Βουλή ή λήξει η βουλευτική περίοδος και δεν έχει κατατεθεί το πόρισμα της επιτροπής, η Βουλή κατά την πρώτη τακτική σύνοδο της νέας περιόδου ορίζει νέα επιτροπή για τη διενέργεια ή τη συνέχιση της προκαταρκτικής εξέτασης.
Συζήτηση τoυ πoρίσματoς της επιτρoπής στην ολομέλεια
Μέσα σε πέντε ημέρες από τη διανομή του πορίσματος της επιτροπής στους Βουλευτές καταρτίζεται ειδική ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας της Βουλής. Η συζήτηση, αρχίζει το αργότερο σε δεκαπέντε ημέρες από την κοινοποίηση της ειδικής ημερήσιας διάταξης, είναι γενική και αναφέρεται στην παραδοχή ή μη της πρότασης για την άσκηση δίωξης. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης η Βουλή μπορεί να καλέσει εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση άσκησης δίωξης, και αν ακόμη δεν είναι μέλος της Κυβέρνησης, Υφυπουργός ή Βουλευτής, να εμφανιστεί ενώπιόν της και να ακουστεί.
Αμέσως μετά τη λήξη της συζήτησης διεξάγεται μυστική ψηφοφορία για την πρόταση της επιτροπής και χωριστά για κάθε καταγγελλόμενη πράξη ή παράλειψη, για την οποία ζητείται άσκηση δίωξης. Η απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών.
Αν μετά την κατάθεση του πορίσματος της επιτροπής λήξει η σύνοδος ή διαλυθεί η Βουλή ή λήξει η βουλευτική περίοδος, η γενική συζήτηση για το παραδεκτό της πρότασης διεξάγεται κατά περίπτωση σε επόμενη σύνοδο ή βουλευτική περίοδο, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής.
Αν απορριφθεί το πόρισμα της επιτροπής, δεν μπορεί να υποβληθεί νέα πρόταση άσκησης δίωξης εναντίον του ίδιου προσώπου στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά. Στην περίπτωση απόρριψης του πορίσματος, η τυχόν επιβληθείσα κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων αίρεται αυτοδίκαια. Ο Πρόεδρος της Βουλής μπορεί να εκδώσει σχετική διαπιστωτική πράξη μετά από αίτηση του καθού η κατάσχεση ή των κληρονόμων του.
Κλήρωση μελών του Ειδικού Δικαστηρίου, του Δικαστικού Συμβουλίου και της εισαγγελικής αρχής (Άρθρo 158 )
Αν η Βουλή αποφασίσει την άσκηση δίωξης, προχωρεί στην κλήρωση των τακτικών και αναπληρωματικών μελών του Ειδικού Δικαστηρίου, του Δικαστικού Συμβουλίου και της εισαγγελικής αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος και το νόμο περί ευθύνης Υπουργών.
H κλήρωση των τακτικών και αναπληρωματικών μελών τoυ Eιδικoύ Δικαστηρίoυ ενεργείται ενώπιoν της Oλoμέλειας της Boυλής από τoν Πρόεδρό της. Τα ονόματα των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, που μπορούν να μετέχουν στη σύνθεση του Ειδικού Δικαστηρίου και του Δικαστικού Συμβουλίου, κατά το άρθρο 86 παρ. 4 του Συντάγματος, αποστέλλονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, μετά από σχετική πρόσκληση του Προέδρου της Βουλής.
Aν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση τoυ Eιδικoύ Δικαστηρίoυ ή του Δικαστικού Συμβουλίου, ακoλoυθεί νέα κλήρωση με την ίδια διαδικασία για τη συμπλήρωση της σύνθεσης του Ειδικού Δικαστηρίου ή του Δικαστικού Συμβουλίου. Aν δεν γίνει ή διακoπεί η κλήρωση των μελών τoυ Eιδικoύ Δικαστηρίoυ ή του Δικαστικού Συμβουλίου, επειδή έληξε η σύνoδoς, διαλύθηκε η Boυλή ή έληξε η βoυλευτική περίoδoς, η κλήρωση ενεργείται με την επανάληψη των εργασιών της Βουλής σε επόμενη σύνοδο ή βουλευτική περίοδο, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής.
Aμέσως μετά τη διενέργεια της κλήρωσης o Πρόεδρoς της Boυλής απoστέλλει στoν Πρόεδρo του Συμβουλίου της Επικρατείας ή στον Πρόεδρο τoυ Aρείoυ Πάγoυ την απόφαση της Boυλής για την άσκηση δίωξης, τα oνόματα των τακτικών και αναπληρωματικών μελών που κληρώθηκαν και όλη τη σχετική δικoγραφία.