Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Προκόπης Παυλόπουλος μίλησε σ’ εκδήλωση, που οργάνωσε προς τιμήν του ο Ροταριανός Όμιλος Κηφισιάς με θέμα «Αλληλεγγύη, Κοινωνικό Κράτος, Κοινωνική Συνοχή».
Στην ομιλία του, η οποία είχε τον τίτλο «Ατομικότητα και Συλλογικότητα στην δίνη της πανδημίας του Covid-19», ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Η συνειδητοποίηση του νοήματος της αξίας του Ανθρώπου και του χρέους υπεράσπισής της σε μια δημοκρατικώς οργανωμένη κοινωνία -άρα σ’ ένα δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος- περνάει μέσ’ από την αντίστοιχη συνειδητοποίηση της έννοιας της Ελευθερίας και των επιμέρους δικαιωμάτων, μέσω των οποίων αυτή ασκείται. Και τούτο διότι δίχως την οριοθέτηση ενός ευρύτατου πεδίου Ελευθερίας, υπό όρους δημοκρατικής ακώλυτης άσκησης των δικαιωμάτων που απορρέουν εξ αυτής, ουδείς μπορεί να υπερασπισθεί την αξία του και ν’ αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά του, μέσω της συμμετοχής του στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή, όπως επιτάσσουν οι γενικές ρήτρες των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος.
Α. Πλην όμως -και πάντα σε μια δημοκρατικώς οργανωμένη κοινωνία- η Ελευθερία συνοδεύεται, ανυπερθέτως, από την «δίδυμη αδελφή» της, την Ευθύνη. Ήτοι την ευθύνη άσκησης των δικαιωμάτων υπό τις προϋποθέσεις εκείνες που ναι μεν καθιστούν την Ελευθερία πράξη. Αλλά, πάντως, δεν παραβιάζουν τα δικαιώματα των άλλων και, έτσι, δεν στρέφονται εναντίον της συνοχής του κοινωνικού συνόλου, συνακόλουθα δε αποσοβούν την ρήξη του κοινωνικού ιστού. Υπό τα δεδομένα αυτά η άμυνά μας κατά της πανδημίας του Covid-19 -αλλά και κάθε άλλης μελλοντικής πανδημίας, που ουδόλως μπορεί ν’ αποκλεισθεί- συνίσταται και στην συνειδητοποίηση και κατανόηση του τί σημαίνει «είμαι ελεύθερος». Καθώς επίσης και ποιο είναι το μερίδιο Ελευθερίας που πρέπει να εκχωρούμε -και, φυσικά, υπό ποιους όρους εκχώρησης- στους άλλους, ως «σπονδή» στο κοινωνικό σύνολο και στην αρμονική κοινωνική συνύπαρξη, όπως επίσης και πώς πρέπει να προσεγγίζουμε την Τεχνολογία και τα επιτεύγματά της, προκειμένου να στηρίζουν και όχι ν’ αναιρούν την Ελευθερία. Σε γενικές, λοιπόν, γραμμές, η πανδημία του Covid-19 μπορεί και πρέπει να μας διδάξει πολλά για να διανύσουμε στο μέλλον την απόσταση ανάμεσα στην Ατομικότητα και στην Συλλογικότητα, έτσι ώστε να μην γίνουμε ξανά έρμαια ψευδαισθήσεων ως προς το μέγεθος της αυτονομίας καθενός και ως προς το χρέος σεβασμού των άλλων, αντιστοίχως. Μόνον έτσι θα νοιώσουμε βαθιά μέσα μας ότι η μοναχικότητα, που υπό ομαλές συνθήκες μας φαίνεται τείχος υπεράσπισης της ιδιωτικότητας, μπορεί ξαφνικά να χτίσει μιαν άλλη «Σπιναλόγκα», μέσ’ από την απομόνωση της οποίας θα νοσταλγούμε, αγιάτρευτα αλλά και μάταια, τ’ αγαθά της κοινωνικής συνύπαρξης και της Αλληλεγγύης.
Β. Πριν απ’ όλα, πρέπει να σκεφθούμε ότι η σύγχρονη Φιλελεύθερη Δημοκρατία έχει προχωρήσει πολύ πέρα από το πνεύμα των πρώτων Διακηρύξεων των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είτε στις ΗΠΑ είτε, κυρίως, στην Γαλλία. Και τούτο όχι μόνο γιατί στα πρώτα και παραδοσιακά Δικαιώματα του Ανθρώπου, τα ατομικά, έχουν προστεθεί και τα κοινωνικά ή και τα μικτά, που υπερβαίνουν το πεδίο της Ελευθερίας και υποχρεώνουν το Κράτος -ή και τρίτους ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα- να προβαίνουν σε συγκεκριμένες παροχές υπέρ των δικαιούχων. Αλλά και γιατί αποτελεί πια κοινό τόπο, στην θεωρία και στην πράξη της Νομικής και της Πολιτικής Επιστήμης, πως ουδένα δικαίωμα είναι αμιγές. Κάθε δικαίωμα είναι μικτό, κυρίως με την έννοια ότι στον φορέα του αντιστοιχεί όχι μόνον η ελευθερία άσκησής του αλλά και η ανάλογη ευθύνη, ώστε η άσκηση αυτή να μην αναιρεί τον πυρήνα των δικαιωμάτων των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου. Την λογική αυτή υπηρετούν κανονιστικώς π.χ. και οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2, 3 και 4 του Συντάγματός μας, μέσω των οποίων ορίζεται, διαδοχικώς, ότι η άσκηση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλει να υπηρετεί την πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε Ελευθερία και Δικαιοσύνη, η καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων δεν επιτρέπεται και, τέλος, το Κράτος δικαιούται ν’ αξιώνει, απ’ όλους τους πολίτες, την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Γ. Έχοντας λοιπόν βιώσει, μέσα στην πανδημία του Covid-19, την πρωτόγνωρη εμπειρία της απομόνωσης και των περιορισμών της Ελευθερίας και προκειμένου να διαχειρισθούμε την ανάκτησή της μετά το τέλος της εισβολής του ιού, είναι χρήσιμο, ακριβώς για να μην φθάσουμε από το ένα άκρο της άκρατης άσκησής της ως το άλλο άκρο -εκείνο του φοβικού «μιθριδατισμού» της διαρκούς ανοχής των περιορισμών της- να θέσουμε «τον δάκτυλον επί των τύπων των ήλων». Ήτοι να ξανασκεφθούμε την Ελευθερία μέσα στο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο του δημοκρατικώς οργανωμένου Κράτους Δικαίου. Ταυτοχρόνως δε να κατανοήσουμε ότι το αίσθημα αυθυπαρξίας, αυτοδυναμίας και αυτάρκειας, που δίχως φρόνηση «αποθεώσαμε» τα προηγούμενα χρόνια ζώντας στον «αστερισμό» μιας επιφανειακής ευμάρειας, μπορούσε, όπως είναι φυσικό, να γίνει ανεκτό όσο καθένας μας ήταν πλήρως ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα στην Συλλογικότητα και στον ατομισμό, δηλαδή, εν τέλει, ανάμεσα στην κοινωνικότητα και στην μοναξιά.
Δ. Εύθραυστη ψευδαίσθηση «ισορροπίας», την οποία ήλθε, μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα, να διαλύσει στα «εξ ων συνετέθη» το καθεστώς των -εν πολλοίς επιβεβλημένων, οπωσδήποτε όμως πάντοτε υπό όρους σεβασμού των ορίων που προβλέπει το Σύνταγμα, το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο- μεγάλων και εκτεταμένων περιορισμών για την αποτροπή της ταχύτατης διάδοσης του Covid-19. Και τότε, όταν δηλαδή έπαψε, αναγκαστικώς, να λειτουργεί -σε πολύ μεγάλο βαθμό ή και εντελώς- η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στην κοινωνικότητα και στην μοναχική πορεία δημιουργίας, ανακαλύπτουμε ξαφνικά, με ολοένα και πιο αγωνιώδη ένταση, την αξία του άλλου, του «πλησίον». Με απλές λέξεις την αξία της Συλλογικότητας. Το παρήγορο -και με την παράπλευρη απώλεια ενός ιδιότυπου συνδρόμου στέρησης- είναι ότι με τον τρόπο αυτό ανακαλύπτουμε, έστω και καθυστερημένα, τα «ξεχασμένα» θεμέλια αυτού τούτου του Πολιτισμού μας, του Ευρωπαϊκού και του εν γένει Δυτικού Πολιτισμού.
Κάπως έτσι γυρίζουμε πίσω, μέσα σε μια οιονεί «πένθιμη» ατμόσφαιρα νοσταλγικής περίσκεψης, στην ρήση του Αριστοτέλη ότι ο Άνθρωπος είναι, εκ φύσεως, «ον κοινωνικό». Διότι τα κατά τ’ ανωτέρω θεμέλια του Πολιτισμού μας, του Πολιτισμού που εδράζεται στην αντηρίδα της ανοιχτής κοινωνίας και όχι της κλειστής κοινότητας, ανάγονται, κατά γενική ομολογία και αναγνώριση, στον πρώτο του πυλώνα, ήτοι στην Αρχαία Ελλάδα. Εκείνη που «γέννησε» το Ελεύθερο Πνεύμα, το Πνεύμα της αμφισβήτησης του δόγματος και της «κατεστημένης γνώσης». Ήτοι το Πνεύμα, το οποίο έχει αφήσει ανεξίτηλο το «αποτύπωμά» του στην διαδρομή της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας, από την δημιουργία τους ως σήμερα.»