“Έχουμε έρθει για να υλοποιήσουμε το πρόγραμμά μας. Θα θέσουμε τα αποτελέσματα της πολιτικής μας στους πολίτες στο τέλος της τετραετίας, διεκδικώντας την επανεκλογή μας στο τέλος του 2023”. Με τη φράση αυτή, στο συνέδριο του ΣΕΒ, την περασμένη Πέμπτη, έκλεισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάθε συζήτηση για πρόωρες εκλογές μέσα στους πρώτους μήνες του 2020.
Το σενάριο αυτό, ως γνωστόν, κυκλοφορεί με αιτιολογικό ότι θα πρέπει να “καεί” κατ’ αυτόν τον τρόπο η απλή αναλογική και πως οι συσχετισμοί που προκύπτουν από τις δημοσκοπήσεις (σ.σ. στην έρευνα της Pulse για τον ΣKΑΪ που παρουσιάστηκε την ίδια μέρα, η διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου βρίσκεται στο 13%) ευνοούν τη ΝΔ να αυξήσει έτι περαιτέρω τη σημερινή πλειοψηφία των 158 βουλευτών.
Διπλή εκλογική αναμέτρηση
Το σενάριο πυροδοτεί και η πρόθεση της κυβέρνησης να κλείσει το ζήτημα της αλλαγής του εκλογικού νόμου αμέσως μετά – ή και λίγο πριν – την προεδρική εκλογή, με την οριστική κατάργηση της απλής αναλογικής, και την αντικατάστασή της με το γνωστό σύστημα του μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα, που φέρεται να είναι η κεντρική ιδέα του νέου εκλογικού συστήματος.
Επειδή, όμως, η κυβέρνηση δεν φαίνεται πως θα βρει 200 βουλευτές, όπως στην ψήφο των αποδήμων, προκειμένου να αλλάξει ο νόμος άμεσα κι όχι από τις μεθεπόμενες εκλογές, τότε όλα δείχνουν πως η επόμενη αναμέτρηση, ακόμη κι αν διεξαχθεί πράγματι στο τέλος της τετραετίας, θα είναι διπλή. Θα γίνουν, δηλαδή, την πρώτη φορά εκλογές υποχρεωτικά με την απλή αναλογική. Κι επειδή δεν θα σχηματιστεί κυβέρνηση -αφού η απλή αναλογική προϋποθέτει τη συμφωνία πρώτου και δεύτερου κόμματος σε “μεγάλο συνασπισμό”- θα ακολουθήσει άλλη μία αναμέτρηση σε διάστημα ενός μηνός, που θα γίνει με το νέο εκλογικό νόμο. Και βέβαια, και οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις θα γίνουν με λίστα και όχι με σταυρό για τους υποψηφίους βουλευτές, καθώς δεν έχει παρέλθει το 18μηνο που ορίζει το Σύνταγμα από την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση – δηλαδή, εν προκειμένω, του Ιουλίου του 2019.
Πράγματι, οι σημερινοί συσχετισμοί στο πολιτικό σκηνικό, με την κυριαρχία της ΝΔ και προσωπικά του κ. Μητσοτάκη, αποτελούν έναν… πειρασμό για το χαρτί των πρόωρων εκλογών και γι’ αυτό φέρονται κάποιοι να το έχουν ήδη εισηγηθεί στον πρωθυπουργό. Εκείνος, όμως, φαίνεται πως προτιμά να λειτουργήσει θεσμικά και να τηρήσει την απόφαση και προεκλογική του δέσμευση για εξάντληση της θητείας της κυβέρνησης. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, άλλωστε, αφού η οικονομία σταθεροποιείται και πηγαίνει μπροστά και θα πρέπει να δημιουργηθεί -μέσα από τη σταθερότητα- ο λεγόμενος “δημοσιονομικός χώρος” για να έρθουν οι φοροελαφρύνσεις – οι ήδη εξαγγελθείσες , αλλά και νέες.
Οι παράγοντες που… μπλοκάρουν τις πρόωρες εκλογές
Αντιθέτως, οι εκλογές θα οδηγούσαν σε επικίνδυνη “κοιλιά” της οικονομίας και των κεκτημένων που έχουν εξασφαλιστεί, ενώ μετέωρη θα παραμείνει και η συζήτηση για τη μείωση των στόχων επί των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% που είναι σήμερα και η οποία μείωση θα δώσει νέες αναπτυξιακές ανάσες.
Επιπλέον, ένας ακόμη παράγοντας είναι τα εθνικά θέματα και κυρίως οι σχέσεις με την Τουρκία, με την ολοένα και κλιμακούμενη ένταση από την πλευρά της Άγκυρας να καθιστά επιτακτική την ανάγκη για ένα εθνικό μέτωπο στην Αθήνα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι τουρκικές προκλήσεις και η παραβατικότητα των γειτόνων. Εκλογικά σενάρια θα έστελναν ένα εντελώς λάθος μήνυμα στην άλλη πλευρά, σε μια πολύ ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, κατά την οποία έχει ήδη ανοίξει και το Κυπριακό, με την προοπτική της επανέναρξης των απευθείας συνομιλιών.
Πάντως, η τελική απόφαση του κ. Μητσοτάκη δεν εξαρτάται πλέον από την προεδρική εκλογή, αφού η αναθεώρηση του Συντάγματος έφερε την αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και τις πρόωρες κάλπες. Ήτοι, η κυβερνητική πλειοψηφία μπορεί να ψηφίσει, πλέον, το δικό της πρόεδρο ακόμη και με πλειοψηφία κάτω των 151 βουλευτών, με τον πρωθυπουργό να δηλώνει, μολαταύτα, σε εύθετο χρόνο ότι το πρόσωπο που θα προταθεί από τον ίδιο για την Προεδρία της Δημοκρατίας, θα εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση στο πρόσωπό του.