Τετάρτη, 20 Νοε.
17oC Αθήνα

Προβόπουλος κατά Μνημονίου και κυβέρνησης Παπανδρέου

Νέες βολές από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, που σε άρθρο του στους Financial Times καταλογίζει ευθύνες και στην προηγούμενη κυβέρνηση για την αποτυχία του Μνημονίου.

Ο Γ.Προβόπουλος ουσιαστικά εκτιμάει πως η κυβέρνηση Παπανδρέου και άργησε να πάρει μέτρα και υπήρξε αναποτελεσματική.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το άρθρο αυτό, λίγες μόλις ημέρες μετά το σάλο που προκάλεσε ο Γ.Προβόπουλος υποστηρίζοντας δημοσίως πως η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν πήρε μέτρα για να αποφευχθεί η κρίση

Διαβάστε όλο το άρθρο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στους Financial Times με τίτλο ”Τι πήγε λάθος και ο δρόμος μπροστά”

”Η Ελλάδα έχει πάρει επώδυνα μέτρα για την προσαρμογή της οικονομίας της και έχει σημειώσει πρόοδο στην επίλυση των προβλημάτων της, ωστόσο η επίτευξη των στόχων που προσπαθεί να επιτύχει δείχνει συνεχώς να απομακρύνεται.

Η οικονομία διανύει το πέμπτο συνεχόμενο έτος ύφεσης, η ανεργία διογκώνεται, το δημοσιονομικό και το εξωτερικό έλλειμμα παραμένουν μεγάλα και οι ελληνικές επιχειρήσεις παραμένουν αποκλεισμένες από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Αυτές οι εξελίξεις δεν ήταν αναμενόμενες από το πρόγραμμα προσαρμογής που συμφωνήθηκε τον Μάιο του 2010 μεταξύ της Ελλάδας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο προέβλεπε επιστροφή στην ανάπτυξη και τις διεθνείς αγορές το 2012.

Καθώς η Ελλάδα διαπραγματεύεται ένα νέο πρόγραμμα προσαρμογής, είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε γιατί εκτροχιάστηκε το πρόγραμμα του Μαΐου του 2010 και ποια μαθήματα προκύπτουν.

Το πρώτο αφορά την ίδια την υλοποίηση των μέτρων. Στην περίπτωση της Ελλάδος η εφαρμογή πολλών από τα μέτρα υπήρξε βραδεία και αναποτελεσματική.

Δεύτερον, η εμπειρία δείχνει ότι τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που βασίζονται κυρίως σε περικοπές δαπανών προκαλούν μικρότερη ύφεση σε σχέση με εκείνα που βασίζονται στην αύξηση των φόρων.

Στην Ελλάδα, τα δημοσιονομικά μέτρα της περασμένης χρονιάς ήταν ένα μείγμα που βασίσθηκε κατά 60% στα έσοδα (κυρίως φόρους) και κατά 40% στη μείωση των δαπανών. Αυτό το μείγμα είχε αρκετές παρενέργειες. Περιόρισε τα κίνητρα των επιχειρήσεων για επενδύσεις, αφού μείωσε την καθαρή (μετά από φόρους) απόδοση των επενδύσεών τους.

Στον βαθμό που κάποιες από τις αυξήσεις των φόρων έχουν έκτακτο χαρακτήρα, επιβραδύνουν την οικονομία επειδή δημιουργούν αβεβαιότητα για τη μελλοντική οικονομική πολιτική. Την ίδια στιγμή, οι αυξήσεις των φόρων μείωσαν το καθαρό εισόδημα των πολιτών περιορίζοντας και την ιδιωτική κατανάλωση. Η συμμετοχή του κράτους στο ΑΕΠ παρέμεινε πάνω από το 50%, εκτοπίζοντας τις ιδιωτικές επενδύσεις, που θα έδιναν ώθηση στην παραγωγή εμπορεύσιμων αγαθών, κάτι που θα βοηθούσε εν συνεχεία στην επέκταση του εξαγωγικού τομέα και την οικονομική ανάπτυξη. Επιπρόσθετα, ένας από τους τομείς όπου μειώθηκαν απότομα οι κρατικές δαπάνες ήταν οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες συμβάλλουν καθοριστικά στη μελλοντική ανάπτυξη της χώρας.

Το τρίτο μάθημα αφορά στο μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής, που στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν μεγάλο εξαιτίας του μεγέθους των αρχικών ανισορροπιών της. Η προσαρμογή δεν θα μπορούσε να είναι χωρίς δυσκολίες, αφού η ανά νοικοκυριό δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα ήταν πέρυσι διπλάσια από εκείνη στην Ιρλανδία και υπερδιπλάσια από εκείνη στην Πορτογαλία. Ωστόσο, οι δυσχέρειες στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των μέτρων βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των φοροεισπρακτικών μηχανισμών επέτειναν σημαντικά το αναπόφευκτο κοινωνικό κόστος.

Καθώς για να είναι αποτελεσματικό ένα πρόγραμμα προσαρμογής πρέπει να εφαρμόζονται όλα τα μέτρα ταυτόχρονα, οι παραπάνω δυσχέρειες είχαν ως αποτέλεσμα η δημοσιονομική προσαρμογή να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ύφεση από την αρχικώς αναμενόμενη.

Τέλος, υπάρχει το θέμα του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή. Όχι μόνο η Ελλάδα προέβη σε μεγαλύτερη προσαρμογή από την Ιρλανδία ή την Πορτογαλία, αλλά και για κάθε εκατοστιαία μονάδα προσαρμογής η οικονομία της συρρικνώθηκε περισσότερο. Αυτό είναι απόρροια του γεγονότος ότι η Ελλάδα είναι μια σχετικά κλειστή οικονομία. Κάθε μείωση στη ζήτηση πλήττει πρωτίστως τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα και έχει μεγαλύτερη επίπτωση στο εγχώριο εισόδημα από ό,τι θα είχε στην περίπτωση που η οικονομία ήταν πιο ανοικτή.

Αυτοί οι τέσσερις παράγοντες δημιούργησαν από κοινού έναν αλληλοτροφοδοτούμενο κύκλο απαισιοδοξίας, συρρίκνωσης της ιδιωτικής δαπάνης και αρνητικής ανάπτυξης. Ας πάρουμε για παράδειγμα το τραπεζικό σύστημα, το οποίο εισήλθε στην κρίση με ισχυρά θεμελιώδη στοιχεία και συνεχίζει να δείχνει ανθεκτικότητα.

Ο κύκλος υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου οδήγησε σε απόσυρση καταθέσεων και απομόχλευση, τα οποία επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο τα προβλήματα του τραπεζικού τομέα και ενίσχυσαν την ύφεση.

Τέλος, δεν υπήρξε μια ενδελεχής δημόσια συζήτηση για τα αίτια και τις συνέπειες της κρίσης, κάτι που κατέστησε δύσκολη την επίτευξη κοινωνικής συναίνεσης.

Όλα αυτά υποδεικνύουν και τις λύσεις, τις οποίες έχω από καιρό υποστηρίξει. Ειδικότερα, η ελληνική οικονομία διαθέτει τεράστιο αναπτυξιακό δυναμικό. Η Ελλάδα χρειάζεται να κινηθεί γρήγορα και να εφαρμόσει τολμηρές μεταρρυθμίσεις, εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις και αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής.

Η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να αποτελείται κατά τα δύο τρίτα από περικοπές δαπανών, ώστε η συμμετοχή του δημοσίου στην οικονομία να μειωθεί και να δώσει ώθηση σε έναν ανταγωνιστικό εξαγωγικό τομέα. Όταν έρθει η ανάκαμψη και αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα, πολλές από τις πρόσφατες αυξήσεις φόρων θα μπορούν να αντιστραφούν.

Ο αρχαίος Έλληνας μαθηματικός Αρχιμήδης είχε κάποτε πει: «Δώσε μου τόπο (βάση) να σταθώ και θα κινήσω τη γη». Για την Ελλάδα, η βάση που χρειάζεται για το μέλλον είναι σαφής.”

Διαβάστε επίσης :

Πολιτική Τελευταίες ειδήσεις

Σχολιάστε