Με φράσεις που ερμηνεύονται ως "μπηχτή" (και) στον Νίκο Παππά για την υπόθεση Πετσίτη, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Σάκης Παπαδόπουλος τονίζει πως κανένα κόμμα δεν δικαιούται να μιλά για το… απόλυτο του ηθικού πλεονεκτήματος.
«Κανένα κόμμα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι κατέχει το ηθικό πλεονέκτημα», γράφει ο Σάκης Παπαδόπουλος σε άρθρο του, τη Δευτέρα (14.04.2019) στην εφημερίδα Τα Νέα. Και όπως συμπληρώνει, ακόμα κι εκείνα τα κόμματα που θα μπορούσαν να ισχυριστούν (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ) ότι έχουν ηθικό πλεονέκτημα «οφείλουν να το αποδείξουν».
«Ειδικά για τα στελέχη των κομμάτων, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει το ηθικό πλεονέκτημα εάν δεν το αποδεικνύει η συμπεριφορά του, οι παρέες του, η στάση ζωής του», σημειώνει ο Σάκης Παπαδόπουλος. Και αυτή ακριβώς η φράση εκλαμβάνεται ως αιχμή προς τον Νίκο Παππά για την υπόθεση Πετσίτη.
«Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι «υπεράνω πάσης υποψίας» για δωροδοκία – για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες – για έλεγχο της περιουσιακής του κατάστασης και καταγγελιών για μίζες… Πολύ περισσότερο κανείς δεν μπορεί να βγάζει πορίσματα περί ενόχων και αθώων, περί διεφθαρμένης Δικαιοσύνης, περί «σκευωριών εγκληματικής συμμορίας», περί «επίθεσης κατά του πολιτεύματος», περί «εσχάτης προδοσίας», όταν τα όργανα της Δικαιοσύνης συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους», καταλήγει ο Σάκης Παπαδόπουλος.
Όλο το κείμενο του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ
Ηθικό πλεονέκτημα – για ποιον;
Η υπόθεση Novartis, η υπόθεση Siemens, η υπόθεση Πετσίτη, οι φωτογραφίες με τον Αμβρόσιο, η συζήτηση για τις ευθύνες υπουργών, για το αδίκημα της δωροδοκίας, για την παραγραφή, για τα σκάνδαλα, τη σκανδαλολογία, τη διαφθορά και την κάθαρση… έφερε και πάλι στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής το μεγάλο θέμα: ηθική και πολιτική.
Η συζήτηση είχε ανάψει με το Σκάνδαλο Κοσκωτά, την καταδίκη του Μένιου Κουτσόγιωργα, την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Τότε είχε αποδειχθεί ότι σκάνδαλο υπήρχε, αλλά όχι και «Αρχάγγελοι της Κάθαρσης». Γιατί και μετά την υποτιθέμενη κάθαρση και μετά την υποτιθέμενη σύγκρουση «με τους νταβατζήδες»… τα σκάνδαλα πολιτικής διαφθοράς, διασπάθισης και μαύρου πολιτικού χρήματος, ρεμούλας, διαπλοκής με συμφέροντα, δωροδοκιών, παράνομης δραστηριότητας υπουργών πέραν των υπουργικών καθηκόντων τους… συνέχιζαν να υπάρχουν και να δαιμονίζουν την πολιτική ζωή.
Στη συζήτηση αυτή ενεπλάκη και το ζήτημα ηθικό πλεονέκτημα. Το διεκδικεί η Αριστερά. Της το αμφισβητεί η Δεξιά. «Έχει παθολογικές ιδέες…» κραυγάζει ο Μάκης Βορίδης. Αλλά η συζήτηση ξεφεύγει από το πραγματικό ιδεολογικό πρόβλημα: ποια πολιτική παράταξη έχει ηθικό πλεονέκτημα στη βάση των ιδεών της, των οραμάτων της, των στόχων της για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, για τη χειραφέτηση από κάθε καταναγκασμό… Γίνεται συζήτηση για το ποιο κόμμα έχει ηθικό πλεονέκτημα και ειδικά για το ποια κόμματα έχουν ηθικά ή διεφθαρμένα στελέχη.
Στη συζήτηση αυτή οφείλουμε να πάρουμε ξεκάθαρη θέση: κανένα κόμμα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι κατέχει το ηθικό πλεονέκτημα. Ακόμα και εκείνα που θα μπορούσαν να το ισχυριστούν στο όνομα του τελικού τους σκοπού, οφείλουν να το αποδείξουν στη βάση των ενδιάμεσων στόχων τους, της τρέχουσας πολιτικής τους, της ενότητας θεωρίας και πράξης. Και αυτό αφορά ακόμη και κομμουνιστικά κόμματα που ξέφυγαν από τον τελικό τους σκοπό, που τα στελέχη τους αλλοτριώθηκαν, που οι επιλογές τους δεν υπηρετούν την ανθρώπινη χειραφέτηση.
Ειδικά για τα στελέχη των κομμάτων, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει το ηθικό πλεονέκτημα εάν δεν το αποδεικνύει η συμπεριφορά του, οι παρέες του, η στάση ζωής του. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι «υπεράνω πάσης υποψίας» για δωροδοκία – για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες – για έλεγχο της περιουσιακής του κατάστασης και καταγγελιών για μίζες… Πολύ περισσότερο κανείς δεν μπορεί να βγάζει πορίσματα περί ενόχων και αθώων, περί διεφθαρμένης Δικαιοσύνης, περί «σκευωριών εγκληματικής συμμορίας», περί «επίθεσης κατά του πολιτεύματος», περί «εσχάτης προδοσίας», όταν τα όργανα της Δικαιοσύνης συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους «να έρθουν όλα στο φως», να αναζητήσουν την αλήθεια για πρόσωπα «όσο υψηλά και αν βρίσκονται».
Μακάρι να αποδειχθούν αθώοι του αδικήματος της παθητικής δωροδοκίας, όσα πολιτικά στελέχη ερευνήθηκαν και ερευνώνται για τις ελληνικές διαστάσεις του παγκόσμιου σκανδάλου αθέμιτου ανταγωνισμού – εκμαυλισμού συνειδήσεων από τη Novartis. Όσοι ήδη απαλλάχθηκαν οιασδήποτε υποψίας, αποδεικνύουν ότι τα όργανα της ελληνικής Δικαιοσύνης – χωρίς να είναι υπεράνω κριτικής, με τους δικούς της ρυθμούς και μεθόδους – γνωρίζουν «να υπηρετούν τους νόμους και όχι πολιτικές σκοπιμότητες». Ας τα αφήσουμε να συνεχίσουν σε μια δύσκολη πολιτική περίοδο, στην οποία το κεντρικό ζήτημα είναι η μετάβαση στην ενάρετη εποχή της Αναγέννησης της χώρας.