«Μια επιτυχία που δεν ολοκληρώθηκε» είναι ο τίτλος του άρθρου που γράφει ο Κώστας Σημίτης και δημοσιεύεται το Σάββατο (14.12.2019) στην εφημερίδα Τα Νέα, στη σκιά της ακραίας προκλητικής συμπεριφοράς της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο, με αποκορύφωμα τη συμφωνία της με τη Λιβύη για τα θαλάσσια σύνορα.
Ο Κώστας Σημίτης γράφει το άρθρο στα Νέα με αφορμή τη συμπλήρωση 20 ετών από τη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι.
Στο άρθρο του, ο Κώστας Σημίτης κατηγορεί ευθέως τον Κώστα Καραμανλή για «χαμένες ευκαιρίες» και κυρίως γιατί δεν επέμεινε στη στρατηγική του Ελσίνκι κατά τη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών το 2004, όταν αποδέχτηκε της έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία ενώ οι ελληνοτουρκικές διαφορές είχαν λυθεί. Και στο πλαίσιο αυτό, ο πρώην πρωθυπουργός κατηγορεί τον διάδοχό του πως ευθύνεται επί της ουσίας για τη σημερινή προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας.
Ο Κώστας Σημίτης περιγράφει πως το πρώτο κείμενο που παρουσιάστηκε στην ελληνική αντιπροσωπεία στο Ελσίνκι απορρίφθηκε άμεσα, καθώς «απείχε θεαματικά από το κείμενο των θέσεών μας» και περιελάμβανε «αοριστολογίες, που σε τίποτα δεν δέσμευαν και σε τίποτε δεν οδηγούσαν». Περιγράφει επίσης πως ο ίδιος, στη Σύνοδο Κορυφής την επόμενη μέρα (10 Δεκεμβρίου 1999) δήλωσε στους εταίρους ότι «αδυνατώ να συναινέσω στην υποψηφιότητα της Τουρκίας, αν δεν αντιμετωπιστεί θετικά και η υποψηφιότητα της Κύπρου. Το Συμβούλιο, μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, διακόπηκε».
Όπως γράφει ο Κώστας Σημίτης, «η Τουρκία εξοργίστηκε από την απόφαση του Ελσίνκι» και «για αυτό και ο κ. Σολάνα (σ.σ. ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. για θέματα εξωτερικής πολιτικής τότε) μετέβη αμέσως στην Άγκυρα για να καθησυχάσει την τουρκική ηγεσία, το οποίο και πέτυχε. Η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με 10 άλλες χώρες την 1η Μαΐου 2004. Η υπογραφή της Συνθήκες Προσχώρησης έγινε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2003 όταν η Ελλάδα προήδρευε του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Κώστας Σημίτης: Φταίει για όλα ο Καραμανλής
Ο Κώστας Σημίτης συνεχίζει στο άρθρο του αναφερόμενος στο 2004, όταν έγινε, σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες για να αποφασιστεί η έναρξη των συνομιλιών με την Τουρκία. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση είχε αλλάξει και πρωθυπουργός ήταν ο Κώστας Καραμανλής.
«Στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας παρόλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά τη συζήτηση, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν πρόβαλε την ένσταση για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι -και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αντίθετα, επεσήμανε, ότι “οι ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί δεν βοηθούν”.
Απεδέχθη έτσι, την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και αιγιαλίτιδων ζωνών τους. Ίσως σήμερα με την εμπειρία των εξελίξεων στην Τουρκία προβληθεί το επιχείρημα, ότι ο Ερντογάν δεν θα δεχόταν ποτέ την παραπομπή των υφισταμένων διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αδιαφορώντας για την ένταξη της Τουρκίας.
Όμως το 2004, ο Ερντογάν δεν υποστήριζε ακόμη τις απόψεις για μια Τουρκία διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία έχει δικαιώματα σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Τις απόψεις του αυτές πρόβαλε αργότερα, ιδίως μετά το 2016, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Το 2004, επιθυμούσε ιδιαίτερα την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
«Η στάση του 2004 έφερε τους σημερινούς εκβιασμούς»
Συνεχίζοντας, ο Κώστας Σημίτης υποστηρίζει πως «μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι αναπτύχθηκε μια δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και οι αλλεπάλληλες διερευνητικές συνομιλίες για την αντιμετώπιση των υφισταμένων διαφορών. Αλλά και στις συζητήσεις αυτές η τότε νέα ελληνική κυβέρνηση τελικά δεν έδωσε συνέχεια. Το αποτέλεσμα της στάσης του 2004 είναι οι σημερινές απειλές και οι εκβιασμοί της Τουρκίας.
Συμπληρωματικά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, η προσφυγή στη Χάγη δεν αποκλείει ούτε την ανάπτυξη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών, ούτε την πραγματοποίηση διερευνητικών συνομιλιών για την αντιμετώπιση των μεταξύ τους προβλημάτων. Είναι ένα μέσο για την ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών».