Ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο το οποίο ρίχνει φως σε κάποια από τα σημαντικότερα των τελευταίων δεκαετιών είναι αυτό του υπουργού προστασίας του πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Με τον τίτλο: «Στον ίδιο δρόμο» το βιβλίο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη περιγράφει την προσωπική και πολιτική διαδρομή του από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης περιγράφει τα παιδικά του χρόνια όταν μαζί με τον πατέρα του πήγαιναν στον ποταμό Αλιάκμονα, που απείχε γύρω στα δέκα χιλιόμετρα από το χωριό, φόρτωναν χαλίκι από τις όχθες και στη συνέχεια έστρωναν τους δρόμους, που ήταν χωμάτινοι και λασπώδεις
«Θυμάμαι», γράφει, «πως όταν ήμουν δεκατριών ετών και είχε αρρωστήσει ο πατέρας μου από δισκοκήλη, που τον υποχρέωσε σε σαρανταήμερη ακινησία, εγώ αμέσως ανέλαβα τη θέση του. Επαιρνα κάθε μέρα το τρακτέρ και τη μεγάλη πλατφόρμα, όπου φόρτωνα κάπου πενήντα ανθρώπους και τους πήγαινα στα χωράφια για να μαζέψουν το βαμβάκι –δεν υπήρχαν ακόμα οι συλλεκτικές μηχανές και η δουλειά γινόταν με τα χέρια–, κι έπειτα γύριζα στο χωριό γιατί έπρεπε να πάρω το λεωφορείο και να πάω στο σχολείo».
Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη θυμάται την φιλία του και την συνεργασία του με τον συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο αλλά και την μάχη κατά της τρομοκρατίας όταν ως υπουργός Δημόσιας Τάξης τότε εξάρθρωσε την 17Ν. Διηγείται ένα περιστατικό όταν μετά την έκρηξη στον Πειραιά, ο Κουφοντίνας είχε τρέξει στο διαμέρισμα, πήρε όσα λεφτά υπήρχαν εκεί για ώρα ανάγκης, γέμισε με νερό και χλωρίνη την μπανιέρα και βούτηξε όλον τον οπλισμό μέσα, νομίζοντας ότι έτσι θα σβήσει τα αποτυπώματα.
Μιλά και για τον θάνατο του υπασπιστή του Γιώργου Βασιλάκη από την έκρηξη μέσα στο υπουργείο. «Δεν γνώριζα ακόμα αν μας είχε χτυπήσει ρουκέτα απέξω ή έσκασε βόμβα δίπλα μας. Αλλά ότι είχε γίνει μεγάλο κακό, δεν χωρούσε αμφιβολία. Ηταν εφιαλτική η σκηνή που αντίκρισα μπαίνοντας στο γραφείο του. Ο ίδιος κειτόταν στο πάτωμα με το σώμα του διαμελισμένο. Η βόμβα είχε εκραγεί στα χέρια του. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω την εικόνα του νεκρού υπασπιστή μου, που δεν αναγνωριζόταν, μια εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω […] »Ο θάνατος του Γιώργου Βασιλάκη στάθηκε για μένα ένα αβάσταχτο φορτίο ενοχών από το οποίο δεν μπορούσα να συνέλθω. Τούτη η τραγωδία με χάραξε βαθύτατα, έκανα μήνες ολόκληρους να μπορέσω να κοιμηθώ τη νύχτα. Σήμερα, νιώθω ακόμη μέσα μου να κουβαλάω αυτό το βάρος. Ενας αθώος άνθρωπος σκοτώθηκε στη θέση μου, αυτό δυστυχώς δεν αλλάζει και θα μείνει για πάντα ανεξίτηλη μαύρη κηλίδα στην ψυχή μου».