Με μια δήλωσή του στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο (19.10.2018), ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος έγινε δέκτης σφοδρότατης κριτικής από τον πρωθυπουργό κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, ζητά μεταξύ των άλλων και σεβασμό στους θεσμούς.
Ο Γιάννης Στουρνάρας τονίζει ότι «έχουμε εισέλθει σε έναν κύκλο ανόδου των επιτοκίων διεθνώς» και αυτό οφείλεται αφενός στη σταδιακή λήξη των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης και αφετέρου στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ.
Αναφερόμενος στην Ελλάδα, ο Γιάννης Στουρνάρας τονίζει πως επηρεάζεται από τα προβλήματα σε Τουρκία και Ιταλία και σημειώνει πως το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι λιγότερο φιλικό απ’ ό,τι κάποιοι είχαν υποθέσει και σημειώνει πως «η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας».
Ο διοικητής της ΤτΕ ζητά να μην υπάρξει απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους, είτε τώρα είτε στο μέλλον, να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα με τους εταίρους, να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, να δοθεί έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις και στην αξιοποίηση της περιουσίας του δημοσίου, να γίνουν επενδύσεις, να μειωθούν τα “κόκκινα δάνεια” και να υπάρχει «σεβασμός στην ανεξαρτησία των θεσμών».
Όλη η δήλωση του Γιάννη Στουρνάρα
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, έχουμε εισέλθει σε έναν κύκλο ανόδου των επιτοκίων διεθνώς.
Οι αιτίες είναι δύο:
1) Η επαναφορά της νομισματικής πολιτικής στην κανονικότητα μετά τη σταδιακή λήξη των Προγραμμάτων Ποσοτικής Χαλάρωσης και
2) η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ σε μια περίοδο που η αμερικανική οικονομία λειτουργεί ήδη σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης.
Για την Ελλάδα, πέρα απ’ αυτούς τους παράγοντες, υπάρχουν και τα γνωστά προβλήματα στις γειτονικές μας χώρες (Τουρκία, Ιταλία), που επηρεάζουν τις αγορές σε τοπικό επίπεδο. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι λιγότερο φιλικό απ’ ότι είχε υποτεθεί, αν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψιν και η μεγάλη αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου (είμαστε καθαροί εισαγωγείς), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας.
Τα συμπεράσματα που αντλούνται από αυτές τις διαπιστώσεις είναι αυτονόητα: η συνέχιση μιας οικονομικής πολιτικής, η οποία θα γίνει θα πρέπει να θωρακίσει τη χώρα έναντι αυτών των κινδύνων, εφόσον πρωταρχικός μας στόχος είναι η πρόσβαση στις αγορές με βιώσιμους όρους. Όχι απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους τώρα και στο μέλλον, τήρηση των συμφωνηθέντων με τους εταίρους μας, συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις και στην αξιοποίηση της περιουσίας του δημοσίου (ένα θέμα που συζητείται αυτές τις μέρες στη σύνοδο του ΔΝΤ είναι η αξιοποίηση των στοιχείων ενεργητικού του δημοσίου όλων των χωρών), προσέλκυση επενδύσεων, για να ελαχιστοποιηθεί το κενό μεταξύ εγχώριων αποταμιεύσεων και επιθυμητών επενδύσεων, μεγάλη έμφαση στους κανόνες σωστής εταιρικής διακυβέρνησης εισηγμένων και μη εταιριών και τραπεζών. Επίσης, έμφαση εκ μέρους των τραπεζών στην επίτευξη των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με αξιοποίηση όλων των μέσων που έχουν στη διάθεσή τους, σεβασμός στην ανεξαρτησία των θεσμών, αξιοποίηση του εγχώριου επιστημονικού δυναμικού και του τριγώνου της γνώσης τόσο για την προσέλκυση επενδύσεων όσο και για την αύξηση του δυνητικού προϊόντος της χώρας μακροπρόθεσμα».