Ο Γιάννης Στουρνάρας έκανε λόγο για αβεβαιότητα που οφείλεται στην παρατεταμένη διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση και η οποία επηρέασε αρνητικά την πορεία της οικονομίας, πράγμα που όπως είπε είχε παρατηρηθεί και στο παρελθόν. Και ζήτησε να υπάρξει συμβιβασμός στη διαπραγμάτευση, να αμβλυνθούν οι διαφορές, ώστε να αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης.
Και εξήγησε ότι “το τέταρτο τρίμηνο του 2016, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1,1% σε ετήσια βάση (-1,2% σε τριμηνιαία βάση), πτώση που αποδίδεται κυρίως στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Ενώ η σημαντικότερη συνιστώσα του ΑΕΠ, η ιδιωτική κατανάλωση, αυξήθηκε κατά 1,1%.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η υστέρηση των επενδύσεων το τελευταίο τρίμηνο του έτους αποδίδεται κυρίως στην αβεβαιότητα για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Αυτή η αβεβαιότητα επηρέασε τις επενδυτικές αποφάσεις του ιδιωτικού τομέα. Αποδίδεται όμως και στην καθυστέρηση στην απορρόφηση των επενδυτικών κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που επηρέασε σημαντικά τις δημόσιες επενδύσεις”.
Αναφερόμενος στους πρώτους μήνες του 2017 τόνισε ότι “ αβεβαιότητα όμως συνεχίζεται, και εξηγεί την υποχώρηση των δεικτών εμπιστοσύνης τους πρώτους μήνες του 2017”. Και τόνισε στη συνέχεια εμφατικά ότι “η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, μέσω ενός συμβιβασμού για την άμβλυνση των διαφορών μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών, και η αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης, αποτελούν πλέον μονόδρομο για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Η εμπειρία των προηγούμενων ετών δείχνει ότι παρατεταμένες περίοδοι διαπραγμάτευσης επιδρούν αρνητικά στην οικονομία. Αντιθέτως, η θετική εξέλιξη των διαπραγματεύσεων αποτυπώνεται με ταχείς ρυθμούς στο οικονομικό κλίμα και στα οικονομικά μεγέθη.
Και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “βασική προϋπόθεση, πλέον, για την ανάκαμψη της οικονομίας το 2017 είναι η άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η οποία θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στην κανονικότητα”.
Στην ίδια ομιλία ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας επισήμανε τη σημασία της έρευνας, της καινοτομίας, της αξιοποίησης του επιστημονικού δυναμικού της χώρας και προπαντός της σύνδεσης των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων με την παραγωγική διαδικασία, ώστε να αξιοποιηθεί το έργο των Ελλήνων ερευνητών.