Πολύ μεγάλο θόρυβο προκάλεσαν οι πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στο πλαίσιο του συμποσίου της Σύμης, που φέτος έγινε στον Πόρο.
Αλλά για τους λάθος λόγους. Σύσσωμος ο τύπος αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ακόμα κι εφημερίδες, που πρόσκεινται στην κεντροδεξιά, τον επέκριναν επειδή υποτίθεται ότι άλλα λέγει δημοσίως υπό την ιδιότητα του προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς κι άλλα πράττει ως πρωθυπουργός της Ελλάδας. Και τούτο διότι υπεστήριξε μιλώντας προς τους σοσιαλιστές συνέδρους ότι η μεγάλη πρόκληση της δύσκολης εποχής, την οποίαν διερχόμαστε, δεν είναι άλλη από την «δίκαιη αναδιανομή του πλούτου».
Οι επικριτές του κ. Παπανδρέου, ακόμα και κεντροδεξιοί, που υποτίθεται ότι διακατέχονται από την φιλελεύθερη ιδεολογία, τον κατηγόρησαν ότι ενώ μιλά για αναδιανομή του πλούτου στην πράξη περιορίζει τις αμοιβές των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων. Προφανώς δεν έχουν συνειδητοποιήσει, όπως κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ότι η αναδιανομή του πλούτου, δίκαιη η μη, έπεται. Αυτό, που προηγείται είναι η δημιουργία, η παραγωγή πλούτου. Και στην Ελλάδα σήμερα αυτό, που λείπει δεν είναι η αναδιανομή αλλά αυτός ο πλούτος, που θα θέλαμε πολύ να τον έχουμε αλλά δεν τον διαθέτουμε.
Γι’ αυτό κι αναγκαστήκαμε να προσφύγουμε στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης με την συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που μας υποχρέωσε να αποδεχθούμε το μνημόνιο, που σήμερα καλούμαστε να εφαρμόσουμε μέχρι κεραίας. Για ορισμένους ο μηχανισμός στήριξης και το μνημόνιο ακόμα κι αν δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τους εφεύρουμε διότι μόνον έτσι η χώρα έχει μια ελπίδα να αποφύγει την χρεοκοπία και την καταστροφή. Οι περισσότεροι όμως πιστεύουν ότι εξαιτίας του μνημονίου υποβαθμίζεται το βιοτικό επίπεδο των πολιτών κι ότι εξαιτίας του η κυβέρνηση έχει ενταχθεί σε ξένη κηδεμονία δυσβάσταχτη. Κι επειδή ως γνωστόν του έλληνος ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει, ζητούν την αποτίναξη του καταπιεστικού μηχανισμού, που δεν μας επιτρέπει να επιβιώσουμε όπως συνηθίσαμε επί δεκαετίες τώρα.
Το δυστύχημα είναι ότι ακόμα και τα στελέχη, οι βουλευτές κι οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ, που υπερψήφισαν το μνημόνιο, διακατέχονται από την ίδια νοοτροπία. Γι’ αυτό και διαπιστώνουμε ότι αγκομαχούν κατά την εφαρμογή του. Αφού κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, με τις δηλώσεις, που έκανε στον Πόρο, έδωσε την εντύπωση ότι διαπνέεται από την ίδια λογική. Κάποιοι υπουργοί, που εξαιτίας του ιδιαίτερου αντικειμένου, που έχουν αναλάβει, όπως ο Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο Εργασίας Ανδρέας Λοβέρδος κι ο Επικρατείας Χάρης Παμπούκης, είναι υποχρεωμένοι να υπεραμύνονται την εφαρμογής του μνημονίου, αν μη τι άλλο διότι έζησαν εκείνες τις δραματικές ώρες του περασμένου Μαϊου όταν η Ελλάδα βρέθηκε ένα ελάχιστο βήμα πριν από την χρεοκοπία.
Αλλά κι αυτοί ακόμα δεν προκαλούν την εντύπωση ότι αντιλαμβάνονται πλήρως ότι η συστηματική και πιστή εφαρμογή του μνημονίου θα μας οδηγήσει στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, που χρειάζεται να γίνουν στον δημόσιο τομέα για να μπορέσει η χώρα να ορθοποδήσει και να αρχίσει και πάλι να αναπτύσσεται. Δείχνουν να θεωρούν ότι απλώς και μόνον είναι αναγκαίο κακό. Οι υπόλοιποι υπουργοί δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ούτε καν αυτό.
Μάλιστα η πρόσφατη σύγκρουση ανάμεσα στον κ. Παπακωνσταντίνου και στον αρμόδιο για τις αστικές συγκοινωνίες υπουργό Μεταφορών κι Υποδομών Δημήτρη Ρέππα οφείλεται στη διαφορετική νοοτροπία σχετικά με το μνημόνιο κι όχι βεβαίως στην διαφορετική ιδεολογική αφετηρία. Κι οι δύο τους είναι σοσιαλδημοκράτες, όπως είναι όλοι που αντιστέκονται στον μηχανισμό στήριξης, ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ο Χρ. Παπουτσής, κοκ. Αλλά και πάλι το πρόβλημα δεν είναι ιδεολογικό. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα παντού στην Ευρώπη, είτε οι κυβερνήσεις είναι σοσιαλιστικές, όπως στην Ισπανία, είτε κεντρώες, όπως στην Πορτογαλία, είτε δεξιές, όπως στην Ιταλία, είτε κεντροδεξιές, όπως στη Βρετανία, τη Γερμανία η τη Γαλλία, λαμβάνονται δραστικά μέτρα περιορισμού των δαπανών και του κοινωνικού κράτους. Και τούτο διότι ο παραγόμενος πλούτος δεν επαρκεί.
Στην Ελλάδα, που δεν υπήρχε πλούτος και που επί δεκαετίες η χώρα μας στηριζόταν αποκλειστικά και μόνον στα δανεικά και στα κοινοτικά κονδύλια, το πρόβλημα μας δεν είναι η αναδιανομή του πλούτου αλλά η παραγωγή του. Και γι’ αυτό ουδείς μιλάει με σοβαρότητα και πειστικά επιχειρήματα. Αλλά όλοι οι πολιτικοί ένθεν και κείθεν του πολιτικού φάσματος εξαντλούνται σε πολιτικό λαϊκισμό, που μικρό αντίκρυσμα έχει σε μια χώρα, η οποία δυστυχώς αν δεν εφαρμόσει τις περιοριστικές πολιτικές με συνέπεια, σύντομα θα βρεθεί και πάλι ένα μικρό βήμα πριν από την χρεοκοπία και την καταστροφή.