Στην συζήτηση για το νομοσχέδιο του υπουργείου Εξωτερικών, ο κ. Βενιζέλος ανέφερε πως «χαίρομαι πάρα πολύ που η κυβέρνηση απεφάσισε να συνεχίσει αυτήν την πολιτική του 2012, αξιοποιεί αυτά τα ομόλογα του 2012, τα λεγόμενα post PSI τα οποία κράτησαν, ως γέφυρα επικοινωνίας, την Ελλάδα μέσα στις αγορές και τη δυνατότητα να επανέλθει στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος στήριξης, τον Αύγουστο του 2018. Χαίρομαι γιατί έτσι έχουμε μία πανηγυρική πράξη απόλυτης, εκ των υστέρων, υιοθέτησης και συνέχισης της πολιτικής του 2012.
Εάν αυτό είχε γίνει από τον Ιανουάριο του 2015 προ πολλού θα είχαμε βγει από την πίεση των μνημονίων και θα είχαμε περάσει στη μεταμνημονιακή εποχή με την προληπτική πιστωτική γραμμή που είχε συμφωνηθεί και αποφασισθεί από το Eurogroup το Νοέμβριο του 2014».
Προσέθεσε επίσης ότι «δεν θα πρέπει στο βωμό μίας επικοινωνιακού χαρακτήρα αφήγησης περί καθαρής εξόδου από το μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018, να θυσιάσουμε τη μακροοικονομική, δηλαδή την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, να συνεχίσουμε την πολιτική της υπεράντλησης πόρων από την πραγματική οικονομία, την πολιτική του υπερπλεονάσματος, με στόχο να δημιουργηθεί ένα “cash buffer”, ένα διαθέσιμο ταμειακό απόθεμα προστασίας της προσπάθειάς μας να κάνουμε εκδόσεις ομολόγων μετά το 2018, προκειμένου να καλύπτουμε τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, επειδή δεν θα υπάρχει δήθεν μία προληπτική πιστωτική γραμμή στον ESM στη διάθεση της Ελλάδος, ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις αγορές και να έχουμε επιτόκια τα οποία δεν αυξάνουν το μέσο επιτόκιο και δεν μεταβάλλουν επί τα χείρω την καμπύλη του χρέους μέχρι το 2060.
Πρέπει να αντιληφθούμε ότι ο χειρισμός δικαιώνεται όταν διατηρείται αλώβητη αυτή η προοπτική, δηλαδή όταν διατηρείται το μέσο επιτόκιο στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, όπως το είχαμε καταφέρει με τις συμφωνίες του 2012, και όταν διατηρείται όσο γίνεται μεγαλύτερη η μέση διάρκεια του χρέους, η οποία παρελήφθη στα τέσσερα χρόνια και τώρα είναι 19 χρόνια. Άρα, αντιλαμβάνεστε πόσο μεγάλη σημασία έχουν αυτοί οι χειρισμοί.
Θέλω, λοιπόν, να εκφράσω την ικανοποίησή μου για αυτήν την εκ των υστέρων καθυστερημένη υιοθέτηση και προσχώρηση και να ζητήσω να εγκαταλειφθεί η μονοκομματική και στείρα αυτή επικοινωνιακή προσέγγιση σε σχέση με τη δήθεν προοπτική καθαρής εξόδου που θυσιάζει τελικά την αναπτυξιακή προοπτική στο βωμό ενός προπαγανδιστικού μηχανισμού και να αντιληφθούμε ότι υπάρχει μία γραμμή, μία εθνική στρατηγική, αυτή που έχει μαλλιάσει η γλώσσα μας να λέμε από το 2010 και στην οποία αφιερώσαμε την προσπάθειά μας και την αγωνία μας μέχρι το 2015».