Ερωτήματα προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ενόψει της αυριανής (04.12.2019) συνάντησής του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Λονδίνο θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αφού επαναλαμβάνει το αίτημα για την σύγκληση του Εθνικού Συμβούλιου Εξωτερικής Πολιτικής, προκειμένου να υπάρξει αναλυτική ενημέρωση για όλες τις κρίσιμες εξελίξεις στα εθνικά μας θέματα και τους κυβερνητικούς χειρισμούς, ο ΣΥΡΙΖΑ σε ανακοίνωσή του θέτει στον πρωθυπουργό το ερώτημα με ποια στρατηγική πάει στη συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο.
«Μετά τη συνάντηση που είχε ο πρωθυπουργός με τον Τούρκο πρόεδρο τον περασμένο Σεπτέμβριο, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, η κυβέρνηση άφηνε να διαρρεύσει πως τα αποτελέσματά της ήταν “καλύτερα του αναμενομένου”», αναφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο προσθέτει, «οι εξελίξεις μετά από αυτή τη συνάντηση δυστυχώς διαψεύδουν την κυβέρνηση και υποστηρίζει ότι το τελευταίο δίμηνο:
– Οι προσφυγικές ροές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα σε σύγκριση με αντίστοιχες περιόδους προηγούμενων ετών.
– Η Τουρκία συνεχίζει την προκλητική και παραβατική δραστηριότητα στην Κυπριακή ΑΟΖ και τις παραβιάσεις στον εθνικό εναέριο χώρο της χώρας μας.
– Πριν λίγες μέρες η Τουρκία ξεπέρασε κάθε όριο προκλητικότητας, προχωρώντας στην παντελώς ανυπόστατη και κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου συμφωνία με τη σημερινή κυβέρνηση της Λιβύης».
«Σήμερα μαθαίνουμε δια στόματος Ερντογάν πως ο κ. Μητσοτάκης ζήτησε εκ νέου συνάντηση στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ», σημειώνει ο ΣΥΡΙΖΑ και η ανακοίνωση καταλήγει: «το κρίσιμο ερώτημα είναι λοιπόν με ποια στρατηγική προσέρχεται ο κ. Μητσοτάκης στη συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο.
- Θα ζητήσει τον άμεσο τερματισμό της προκλητικής και παραβατικής συμπεριφοράς στο Αιγαίο και την Κυπριακή ΑΟΖ;
- Θα ζητήσει την άμεση ανάκληση της ανυπόστατης συμφωνίας Τουρκίας – Λιβύης που παραβιάζει κατάφωρα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα νότια της Κρήτης, που πηγάζουν από το Δίκαιο της Θάλασσας;
- Θα ζητήσει την πιστή τήρηση της κοινής δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας για την άμεση μείωση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών ή θα συνεχίσει την πολιτική κατευνασμού, που όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος, είναι καταδικασμένη να αποτύχει διπλά, και στον περιορισμό των ροών αλλά και στην παύση της παραβατικής συμπεριφοράς της γείτονος;».