Site icon NewsIT

Τι ήξερε ο Τσακαλώτος και δεν το είπε στον Τσίπρα;

08.03.2017 | 11:30
ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟΥ EUROKINISSI

ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟΥ EUROKINISSI

Για... εποχή των παγετώνων κάνουν λόγο ορισμένοι αναφερόμενοι στις σχέσεις του Ε. Τσακαλώτου με το Μαξίμου και αυτή τη φορά η αφορμή είναι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Τα στοιχεία που έδειχναν ύφεση βγήκαν σχεδόν ταυτόχρονα με την ομιλία του Πρωθυπυοργού στο υπουργικό στην οποία αναφερόταν σε ανάπτυξη και πολλοί μίλησαν για προσπάθεια ορισμένων να εκτεθεί ο Α. Τσίπρας.

Πολλοί έσπευσαν να αναρωτηθούν αν ήταν τυχαίο το… timing της ανακοίνωσης των στοιχείων για ύφεση και άλλοι τόσοι αναρωτήθηκαν πως είναι δυνατό να μην υπήρξε ενημέρωση του Πρωθυπουργού. Ως προς το δεύτερο ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος δήλωσε μιλώντας στο ΣΚΑΙ ότι η ΕΛΣΤΑΤ είναι μια ανεξάρτητη αρχή και δεν είναι δυνατό να έχει τα στοιχεία ο Πρωθυπουργός.

Όσοι μιλούν όμως για κόντρα Μαξίμου – Τσακαλώτου κάνουν μια ακόμη ερώτηση… Εάν γνώριζε τα στοιχεία ο Ε. Τσακαλώτος πριν τον Α. Τσίπρα και για δικούς του λόγους δεν ενημέρωσε τον Πρωθυπουργό.

Στην ερώτηση αν ο κ. Τσακαλώτος είχε τα στοιχεία η απάντηση του Κυβερνητικού εκπροσώπου στην πρωινή εκπομπή του ΣΚΑΙ ήταν “ να ρωτήσετε τον υπουργό Οικονομικών” και μάλλον τα ερωτήματα μένουν και γίνονται και περισσότερα…

Τι άλλο είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος

Ο κ. Τζανακόπουλος είπε ακόμα ότι είμαστε πολύ κοντά σε μία συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο έως το 2018. Τόνισε ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης, είναι να κλείσει με τον καλύτερο τρόπο την αξιολόγηση και να υπάρξει μια συνολική συμφωνία, η οποία θα επιλύει το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.

«Συζητάμε για μια συνολική συμφωνία. Η κατ’ αρχήν θέση της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και όλων όσων εμπλέκονται στις διαπραγματεύσεις, δεν είναι μια “σπασμένη συμφωνία”, δηλαδή μια συμφωνία για την περίοδο έως το 2018, μία για το 2019 και μετά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και η συμφωνία για τα πρωτογενή πλεονάσματα» είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και τόνισε: «Εάν επαναλάβουμε, υπό την πίεση του χρόνου, την τακτική να πετάξουμε το μπαλάκι για έξι μήνες μετά, δεν θα έχουμε κερδίσει τίποτε. Το κυριότερο πράγμα που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία είναι σταθερότητα και εμπιστοσύνη» είπε ο κ. Τζανακόπουλος.

Υπογράμμισε ότι το κλίμα της αβεβαιότητας, οφείλεται στη στάση του ΔΝΤ, το οποίο ξεκίνησε την διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση με μια σειρά από παράλογες απαιτήσεις, και ζητούσε ως προϋπόθεση για να μετάσχει στο πρόγραμμα τη λήψη μέτρων 4 δισ. ευρώ, δηλαδή 2% παραπάνω από ότι είχε συμφωνηθεί τον Ιούλιο, και στη στάση της ΝΔ την οποία κατηγόρησε ότι αντί να κάνει μια εποικοδομητική κριτική για το πώς πρέπει να κλείσει η αξιολόγηση που συμφωνεί και που διαφωνεί, επέλεξε μια πολιτική κινδυνολογίας και καταστροφολογίας. «Ζητούσε από την κυβέρνηση το κλείσιμο της αξιολόγησης και την ίδια στιγμή κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι ευθύνεται εάν κλείσει την αξιολόγηση με τα μέτρα τα οποία ζητά το ΔΝΤ» είπε ο κ. Τζανακόπουλος, ενώ σημείωσε ότι οι απαιτήσεις του ΔΝΤ υπήρχαν στο τραπέζι από τον Δεκέμβριο του 2015, δηλαδή πριν περάσει το χρονοδιάγραμμα για τη λήξη της πρώτης αξιολόγησης.

Σε ότι αφορά την διαπραγμάτευση, επισήμανε ότι και οι δύο πλευρές έκαναν υποχωρήσεις. «Από τη μία πλευρά η ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε να αλλάξει το μείγμα της δημοσιονομικής της πολιτικής, ώστε να μπορέσει να υπάρξει κοινό έδαφος. Και από την άλλη, το ΔΝΤ έκανε πολύ μεγάλη υποχώρηση σε ότι αφορά το ζήτημα των αντιμέτρων. Διότι όταν λέμε ότι δεν θα ληφθούν 2% πρόσθετα μέτρα, αλλά 2% θετικά και 2% αρνητικά και άρα ο δημοσιονομικός αντίκτυπος θα είναι μηδέν, είναι μια υποχώρηση» υποστήριξε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, για να υπογραμμίσει ότι εάν επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% στο πρωτογενές πλεόνασμα το 2018, δεν θα υπάρχει ανάγκη επιπρόσθετων μέτρων.

Ερωτηθείς για το εάν έχουν χαμηλώσει οι τόνοι της αντιπαράθεσης από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, επειδή έχει υπάρξει προσέγγιση των θέσεων της ελληνικής κυβέρνησης με το ΔΝΤ, απήντησε ότι «στις 20 Φεβρουαρίου κάναμε και οι δυο πλευρές υποχωρήσεις και επομένως το να συνεχίζεται η πολιτική πολεμική δεν βοηθά τουλάχιστον σε αυτή τη φάση».
Κληθείς, στη συνέχεια, να σχολιάσει τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας με τις οποίες άφησε για πρώτη φορά παράθυρο για τη μείωση των πλεονασμάτων, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι «κάθε μετατόπιση της Γερμανίας από θέσεις που είναι μη ρεαλιστικές, αξιολογείται ως θετική. Απομένει να δούμε την τελική κατάληξη».

Αναφερόμενος στο ασφαλιστικό, σημείωσε ότι οι εισπράξεις των εισφορών είναι πάνω από τους προσδιορισμένους στόχους ενώ ειδικότερα για τους εργαζόμενους με μπλοκάκι -που αντιμετωπίζονται σαν ελεύθεροι επαγγελματίες ενώ είναι μισθωτοί- είπε ότι «η κυβέρνηση προσπαθεί να βρει τον καλύτερο τρόπο για την επίλυση του προβλήματος, και να προχωρήσει στις αναγκαίες διορθώσεις».

Για το θέμα της φορολογίας των βουλευτών και των άλλων αιρετών, είπε ότι «θα πρέπει να βλέπουμε τη συνολική επιβάρυνση που υπάρχει για τα πολιτικά πρόσωπα μετά την αλλαγή του φορολογικού το 2016, και η συνολική επιβάρυνση είναι μεγαλύτερη απ’ ότι ήταν προηγουμένως», ενώ πρόσθεσε ότι το πλαίσιο πρέπει να αλλάξει ώστε οι βουλευτές να φορολογούνται όπως και οι άλλοι πολίτες.

Σχολιάζοντας την απόφαση που έλαβε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΔΕΣΦΑ για αύξηση του δικού του εφάπαξ, υπογράμμισε ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να αποδεχθεί η κυβέρνηση, ειδικά σε μία περίοδο που η κοινωνία βιώνει δύσκολες καταστάσεις, τέτοιου είδους συμπεριφορές από τον οποιοδήποτε. Οι κινήσεις της κυβέρνησης θα είναι άμεσες».

Ερωτηθείς για το θέμα των εισπρακτικών εταιρειών και την πρόσφατη απόφαση της Δικαιοσύνης για το θέμα, είπε ότι η κυβέρνηση θα μελετήσει την απόφαση και θα προχωρήσει σε ρυθμίσεις. «Προφανώς μια απόφαση της Δικαιοσύνης είναι δεσμευτική. Είναι ωστόσο απολύτως δεδομένο ότι πρέπει να υπάρξει ένα αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο», είπε ο κ. Τζανακόπουλος και κατέληξε: «το θέμα των κόκκινων δανείων είναι το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι τράπεζες. Η Κυβέρνηση αναζητά τον καλύτερο τρόπο διαχείρισης χωρίς να μπουν σε κίνδυνο οι τράπεζες ούτε οι πολίτες που προχώρησαν σε δανεισμό με άλλες προσδοκίες ζωής και σήμερα αδυνατούν να ανταποκριθούν».

Πολιτική Τελευταίες ειδήσεις

Exit mobile version