Στην επανέναρξη των διερευνητικών επαφών Ελλάδας – Τουρκίας οδηγεί η αιφνίδια κινητικότητα στο διπλωματικό πεδίο, η οποία προφανώς συναρτάται με την αλλαγή της αμερικανικής ηγεσίας, αλλά και τις πιέσεις που ασκούνται στην Άγκυρα από την Ευρώπη, καθώς η κλεψύδρα έως τη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου και την έκθεση Μπορέλ αδειάζει.
Έτσι, στις 25 Ιανουαρίου αναμένεται να επανεκκινήσουν με τον 61ο γύρο οι διερευνητικές επαφές των δύο χωρών στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από την πρόσκληση που απηύθυνε προς την ελληνική πλευρά η τουρκική και την αποδέχθηκε η Αθήνα – εφόσον ασφαλώς δεν θα υπάρξει αναδίπλωση της τελευταίας στιγμής από την πλευρά της Άγκυρας, όπως συνέβη τον Οκτώβριο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Κυβερνητικά στελέχη μιλούν για μια θετική εξέλιξη ύστερα από μία περίοδο προκλήσεων εκ μέρους της Τουρκίας, η οποία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, αποδίδεται στην ανάγκη για την εξομάλυνση των ευρωτουρκικών σχέσεων, λόγω και των οικονομικών προβλήματων που αντιμετωπίζει η Τουρκία, και που περνάει από την αντίστοιχη εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε διμερές επίπεδο.
Ούτως ή άλλως προηγήθηκαν αρκετές ώρες διαβουλεύσεων ανάμεσα στα υπουργεία Εξωτερικών των δύο χωρών προκειμένου να οριστικοποιηθεί το ραντεβού, το οποίο είχα φανεί στον ορίζοντα ως πιο πιθανό από ποτέ τις τελευταίες ημέρες, καθώς η τουρκική πλευρά για πρώτη φορά μετά από μήνες κράτησε μια στάση που οδήγησε – έστω και με τη γνωστή παρελκυστική τακτική της – στην αποκλιμάκωση της έντασης.
Ξεκάθαρο «μήνυμα» για το τι θα συζητηθεί στις διερευνητικές
Η Ελλάδα, άλλωστε, σταθερά και σε όλα τα fora το ίδιο διάστημα τόνιζε πως είναι πρόθυμη να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου και με εποικοδομητική διάθεση, αλλά μόνο για το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο και όχι με ανοιχτή τη «βεντάλια» των θεμάτων, όπως αξιώνει η Άγκυρα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Τη θέση αυτή εξέφρασε με καθαρό τρόπο στις δηλώσεις του από τη Λισαβόνα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος έστειλε παράλληλα ένα αιχμηρό μήνυμα με αποδέκτη την Άγκυρα: «Να σταματήσουμε να παίζουμε τις κουμπάρες», είπε, εννοώντας ότι η Τουρκία πρέπει εκτός από τις προκλήσεις να εγκαταλείψει και την παρελκυστική τακτική της, ούτως ώστε ο διάλογος να έχει αποτέλεσμα.
Η επίσκεψη, εξάλλου, του πρωθυπουργού στην Πορτογαλία και η συνάντησή του με τον ομόλογό του, Αντόνιο Κόστα κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν, καθώς η χώρα της Ιβηρικής έχει την προεδρία της ΕΕ το τρέχον εξάμηνο, ενώ είχαν προηγηθεί επαφές και επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην πορτογαλική πρωτεύουσα, την περασμένη εβδομάδα.
Εάν πάντως η Τουρκία επιμείνει στις μαξιμαλιστικές θέσεις της όσον αφορά στην ατζέντα των διερευνητικών επαφών, η ελληνική πλευρά είναι προφανώς αποφασισμένη ακόμη και να αποχωρήσει, «πατώντας» στο κείμενο των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κατά την πρόσφατη σύνοδό του (10-11/12). Σ’ αυτό, οι Ευρωπαίοι εταίροι περιέγραψαν ρητώς το πλαίσιο των διερευνητικών επαφών, το οποίο συμπίπτει με την ελληνική αξίωση να συζητηθεί μόνον η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.
Έτοιμη για το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης η Ελλάδα
Η Αθήνα, εξάλλου, έχει ως επιχείρημα τις αντίστοιχες συμφωνίες που έχει πετύχει το τελευταίο διάστημα με την Ιταλία, την Αίγυπτο – επί της οποίας αντιδρά η Τουρκία – και κυρίως με την Αλβανία, η οποία περιλαμβάνει τη ρήτρα της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Εκεί, δηλαδή, όπου η ελληνική πλευρά είναι διατεθειμένη να προσφύγει όσον αφορά και στη διαφορά της με την Τουρκία εφόσον δεν υπάρξει σημείο επαφής στις διερευνητικές, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η Άγκυρα θα συναινέσει στην υπογραφή του συνυποσχετικού. Για να υπάρξει, όμως, πρακτικά σημείο επαφής, η Τουρκία πρέπει ν’ αποσύρει το casus belli για τα 12 ναυτικά μίλια – ενδεχόμενο το οποίο φαντάζει δύσκολο αυτή τη στιγμή και θεωρητικά φέρνει πιο κοντά τη Χάγη.
Την Ελλάδα θα εκπροσωπήσει στο γύρο των διερευνητικών ο επίτιμος πρέσβης, Παύλος Αποστολίδης, ενώ το πλαίσιο εντός του οποίου θα ξεκινήσουν έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς στη Βουλή θα έχουν εγκριθεί πριν από τις 25/1 η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στο Ιόνιο και η συμφωνία με τη Γαλλία για την προμήθεια των πολεμικών αεροσκαφών τύπου Rafale. Μάλιστα, η συμφωνία προβλέπει ότι έξι αεροσκάφη θα αφιχθούν στην Ελλάδα εντός έξι μηνών από την υπογραφή της σύμβασης.