- Η κυβέρνηση θεωρείται κερδισμένη σε συμβολικό επίπεδο έχοντας κρατήσει σε απομόνωση για 70 ώρες πανίσχυρους επιχειρηματίες - Για να κατευθυνθούν τα 246 εκατ. ευρώ σε ευπαθείς ομάδες, όπως δεσμεύτηκε ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να έχει την έγκριση του κουαρτέτου - Τα τέσσερα νέα κανάλια μετά το υψηλότατο τίμημα για τις άδειες αποκλείεται να μην είναι ζημιογόνα - Η κυβέρνηση έχει αγωνία για την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, καθώς μία κακή απόφαση για το διαγωνισμό θα είναι πλήγμα ανεπανόρθωτο
Ένας πρώτος απολογισμός και σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, αναδεικνύει ως μεγάλο νικητή του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, αλλά και γενικότερα της ανασύνθεσης και αναδιάταξης του τηλεοπτικού τοπίου, την κυβέρνηση.
Στο στρατόπεδο των νικητών κατατάσσονται οι τέσσερις νέοι και παλιοί καναλάρχες, ενώ σε εκείνο των ηττημένων εκείνοι που έχασαν τις άδειες, οι υπόλοιποι παλιοί ιδιοκτήτες καναλιών, οι εργαζόμενοι στην τηλεόραση και η Νέα Δημοκρατία.
Είναι, όμως έτσι και στο βάθος; Θα είναι και στο τέλος του δρόμου;
Οσον αφορά στους πρώτους γύρους η κυβέρνηση παραμένει νικήτρια, αλλά με σημαντικές πληγές. Γιατί; Βασική επιδίωξη της κυβέρνησης, όπως τουλάχιστον επιχειρηματολογούσαν υπουργοί και κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν να μπουν τάξη και κανόνες στο τηλεοπτικό τοπίο. Αυτό το πέτυχε με το νέο πλαίσιο λειτουργίας και τους νέους κανόνες που θέσπισε, ενώ με το διαγωνισμό έστειλε το πολιτικό μήνυμα πως είναι ανυποχώρητη και έτοιμη ανά πάσα στιγμή να συγκρουστεί με τα συμφέροντα και τη διαπλοκή σύμφωνα με την ορολογία και την κυβερνητική ρητορική.
Κέρδισε επίσης τις εντυπώσεις σε συμβολικό επίπεδο έχοντας κρατήσει στην απομόνωση για 70 περίπου ώρες ισχυρούς επιχειρηματίες και μεγάλα στελέχη των καναλιών, αφού ικανοποίησε ένα μέρος του κακώς νοούμενου λαϊκού αισθήματος για ταπείνωση των ισχυρών.
Κέρδισε επιπλέον ένα πολύ σημαντικό ποσό, 246 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία σε μία έξαρση λαϊκίστικης προσέγγισης ο πρωθυπουργός είπε πως θα διατεθούν σε ευπαθείς ομάδες.
Όμως, η κυβέρνηση έχασε έναν από τους βασικούς και κεντρικούς στόχους. Τη δημιουργία ισχυρών οικονομικά καναλιών, όπως υποτίθεται ότι στόχευε με την παραχώρηση μόνο τεσσάρων αδειών. Τα νέα κανάλια εξαιτίας του υψηλού τιμήματος και του μεγάλου κόστους της επένδυσης για τα επόμενα δέκα χρόνια που ισχύει η άδεια, θα είναι ζημιογόνα και μάλιστα πολύ ζημιογόνα. Ακόμα και ο Σκάι που έδωσε το χαμηλότερο τίμημα και δεν χρειάζεται νέες επενδύσεις δεν θα καταφέρει να έχει κερδοφόρα αποτελέσματα.
Χαμένοι συνεπώς είναι και οι νέοι καναλάρχες, τουλάχιστον οικονομικά. Όμως, ενδεχομένως να κερδίσουν σε άλλα επίπεδα από τη στιγμή που με τις τηλεοπτικές άδειες επιθυμούν να ικανοποιήσουν άλλους στόχους και όχι την ίδρυση κερδοφόρων επιχειρήσεων στο χώρο της τηλοψίας. Το μέλλον θα δείξει και δεν αποκλείεται να προκαλέσει πρόσθετα προβλήματα στην κυβέρνηση.
Αν επιχειρήσουμε να πάμε λίγο πιο βαθειά και στα επόμενα στάδια για να δούμε τους χαμένους και τους κερδισμένους, θα βάλουμε στο παιχνίδι των συλλογισμών τη Δικαιοσύνη στην Ελλάδα και την Ευρώπη και φυσικά τα κοινοτικά όργανα.
Στην περίπτωση που δεν υπάρξει καμία ετυμηγορία για αντισυνταγματικότητα ή παραβίαση των συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (τις επικαλέστηκε ο αρμόδιος επίτροπος Ετινγκερ, ενώ ο εκπρόσωπος του Γιούνκερ χαρακτήρισε πολύ θετικό το υψηλό τίμημα που εισέπραξε η κυβέρνηση) τότε η κυβέρνηση θα έχει καταγάγει έναν περιφανή θρίαμβο, οι παλιοί καναλάρχες και η Νέα Δημοκρατία θα έχουν υποστεί συντριπτικές ήττες και στο μέλλον τα πάντα θα κριθούν από δύο πράγματα.
Το πρώτο είναι η στάση της κυβέρνησης και των παλιών καναλιών όταν θα φτάσει η ώρα να σταματήσει η Digea την εκπομπή όσων καναλιών δεν έχουν άδεια και το δεύτερο από την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να εφαρμόσει πιστά τους νέους κανόνες του τηλεοπτικού παιχνιδιού. Και το λέμε γιατί η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στο κλείσιμο κάποιου ή κάποιων καναλιών διότι η μαθηματική εξίσωση στα οικονομικά δεν βγαίνει.
Αν, όμως η ελληνική Δικαιοσύνη αποφανθεί ότι υπάρχει κώλυμα αντισυνταγματικό (όπως ελπίζουν και επιδιώκουν οι καναλάρχες χωρίς άδεια), τότε αν η αντισυνταγματικότητα προκύψει από τον αριθμό των αδειών η κυβέρνηση θα έχει υποστεί μία ήττα στο σημείο αυτό, αλλά κυρίως θα έχει χάσει την ευκαιρία μιας πολύ μεγάλης πολιτικής νίκης και θεσμικής αλλαγής, εξαιτίας της παρεμβατικής εμμονής που πηγάζει από την κρατικίστικη προσέγγιση της αριστεράς ή από διάθεση ελέγχου ή νέας διαπλοκής όπως την κατηγορούν οι πολιτικοί της αντίπαλοι.
Αν, όμως, η αντισυνταγματικότητα προκύψει από το γεγονός ότι δεν διενήργησε το διαγωνισμό το ΕΣΡ, τότε η κυβέρνηση μπορεί να σώσει την παρτίδα επιτιθέμενη στη Νέα Δημοκρατία και καταλογίζοντας σε αυτή την βασική αιτία για τη μη συγκρότησή του σε σώμα.
Πιο συγκεκριμένα θα καταλογίσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη την ανατροπή της συμφωνίας που είχε γίνει στο παρασκήνιο με την πλευρά Μεϊμαράκη όταν ήταν πρόεδρος της ΝΔ για ολοκλήρωση της συγκρότησης του ΕΣΡ. Μάλιστα θα επικεντρώσει την επίθεση στο σχήμα ότι ο Μητσοτάκης ανέτρεψε τη συμφωνία υπακούοντας στα κελεύσματα των παλιών και χωρίς άδεια καναλαρχών, όπως ήδη υποστηρίζει η κυβερνητική ρητορική.
Επίσης, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε και τη διαδικασία ελέγχου του ¨πόθεν έσχες¨ των νέων καναλαρχών, που δεν αποκλείεται να προκαλέσουν νέους τριγμούς, παρότι η κυβέρνηση θα ήθελε να αποφύγει περιπέτειες αυτού του τύπου.
Τέλος, δεν θα αναφερθούμε στη διαπλοκή για έναν πολύ απλό λόγο. Από τη στιγμή που χρειάζονται δύο για τη διαπλοκή, δεν θα υπάρξει, ούτε θα υπήρχε διαπλοκή αν δεν θέλουν ή δεν ήθελαν οι πολιτικοί. Αν θελήσουν, θα βρεθεί τρόπος, όσο αυστηρό κι αν είναι το πλαίσιο λειτουργίας. Επομένως, η διαπλοκή ανήκει περισσότερο στη σφαίρα της πολιτικής ηθικής και λιγότερο της θεσμικής θωράκισης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποτιμούμε και δεν πρέπει να υπάρχει η τελευταία.