Ολοένα και περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι μόνον αν εφαρμόσουμε πιστά το μνημόνιο, οδηγώντας σε νοικοκύρεμα των δημοσίων οικονομικών και περιορισμό του γραφειοκρατικού και διεφθαρμένου δημοσίου έχουμε μια μικρή έστω ελπίδα να ανακάμψουμε, προσελκύοντας και πάλι επενδύσεις κι οδηγώντας τη χώρα ξανά στην ανάκαμψη. Ειδάλλως η καταστροφή είναι βεβαία.
Το ευτύχημα είναι ότι ακόμα κι η αξιωματική αντιπολίτευση, που για άλλους λόγους πέραν της ουσίας, είχε καταψηφίσει το μνημόνιο τώρα αρχίζει να αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος και πλέον δεν το αρνείται επί της ουσίας. Ο Αντώνης Σαμαράς παρουσίασε την περασμένη Τετάρτη σε ειδική τελετή στο Ζάππειο τις προτάσεις του για να φύγει γρήγορα η χώρα από την κατ’ ουσίαν κηδεμονία της τρόϊκας κι από τις οδυνηρές επιπτώσεις του μνημονίου. Η ανάλυση, που έκανε ο πρόεδρος της ΝΔ ήταν κι ενδιαφέρουσα και τεχνοκρατική.
Και το θετικό είναι ότι παρά το γεγονός ότι βιάζεται να ξεφύγουμε από τις δεσμεύσεις του μνημονίου, όπως όλοι μας, δεν αρνείται κι ούτε θέλει να εμποδίσει την εφαρμογή του σήμερα του μνημονίου, έστω κι αν για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους αποφάσισε να καταψηφίσει το ασφαλιστικό νομοσχέδιο στην αρχή του. Οι απόψεις του κ. Σαμαρά ασφαλώς κι είναι εναργείς και χρήσιμες. Οι προτάσεις, που κατέθεσε, ιδίως σε ότι αφορά τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, που πρέπει να γίνουν στο Δημόσιο, κανείς σώφρων πολίτης δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει μαζί τους. Αλλά αυτό, που λείπει δεν είναι οι προτάσεις ούτε ο σχεδιασμός τους αλλά η εφαρμογή κι η υλοποίηση τους.
Χαρακτηριστικός παράδειγμα η κεντρική του πρόταση για τη μείωση της γραφειοκρατίας στο Δημόσιο αλλά και για τον ουσιαστικό περιορισμό της δημόσιας σπατάλης. Ολοι οι έλληνες, που έχουν κάποια ηλικία θυμούνται ότι αυτές οι προτάσεις ήταν κεντρικές επιλογές όλων των κυβερνήσεων από το 1981 κι έπειτα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επανειλημμένων αναφερθεί σε αυτές. Αλλά τόσο εκείνος όσο κι οι επίγονοι του έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Αντί να περιορίσουν την γραφειοκρατία και τις σπατάλες προκάλεσαν αδιανόητη αύξηση τους, με αποτέλεσμα η χώρα να φθάσει στην άκρη του γκρεμού, από τον οποίον μόνον η πιστή εφαρμογή του μνημονίου, μπορεί να μας δώσει κάποια ελπίδα αποφυγής της καταστροφής.
Επίσης, ο κ. Σαμαράς αναφέρθηκε στην αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου. Δεν είναι ο μόνος. Αυτό είναι και το επιχείρημα της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ κι όλων όσων αρνούνται το νέο ασφαλιστικό νόμο και καλούνται να προτείνουν εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης του καταρρέοντος συνταξιοδοτικού συστήματος. Και δεν είναι οι πρώτοι. Θυμόμαστε από το 1981 τον πρώτο υπουργό Οικονομικών του Ανδρέα, τον καθηγητή Κουλουριάνο να ισχυρίζεται ότι πρώτη προτεραιότητα του είναι η αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας. Δεν έγιναν πολλά πράγματα. Θυμόμαστε ακόμα από το 2005 κι έπειτα τον τότε υφυπουργό Οικονομικών Πέτρο Δούκα να σχεδιάζει και να ξανασχεδιάζει πώς θα γίνει αυτή η αξιοποίηση. Τελικά η μόνη… αξιοποίηση, που έγινε από τότε μέχρι τώρα ήταν εκείνη υπέρ της Μονής Βατοπαιδίου και μόνον.
Ο πρόεδρος της ΝΔ πρότεινε κι ορισμένα επιπρόσθετα μέτρα, που φυσικά δεν ακούγονται για πρώτη φορά. Όπως την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, που κι η παρούσα κυβέρνηση έχει εξαγγείλει κι ακόμα περιμένουμε πώς θα εφαρμοσθεί και τι αποτελέσματα θα έχει. Ακούσαμε ακόμα για την καταπολέμηση της λαθρεμπορίας των καυσίμων. Κι εδώ φυσικά δεν είναι πρώτος ο κ. Σαμαράς, που αναφέρεται σε αυτή. Από το 2005 ο τότε υπουργός Οικονομίας Γιώργος Αλογοσκούφης είχε εξαγγείλει φιλόδοξο σχέδιο για την καταπολέμηση των λαθρεμπόρων. Δεν έγινε το παραμικρό. Το επανέλαβε ο Χρήστος Φώλιας ως αρμόδιος υπουργός Ανάπτυξης.
Πέραν από κανάδυό πρατήρια, που πιάστηκαν δεν έγινε το παραμικρό. Όπως δεν έκανε τίποτα κι ο διάδοχος του στο ίδιο υπουργείο Κωστής Χατζηδάκις, που καθόταν στο Ζάππειο παραδίπλα από τον κ. Σαμαρά. Κι ο λόγος είναι απλός. Ο μόνος τρόπος να καταπολεμήσεις στη ρίζα του το πρόβλημα είναι να τα βάλεις με τους 5-6 εισαγωγείς πετρελαίου και εφοπλιστές. Δηλαδή με τους ισχυρότερους παράγοντες της χώρας και τους βασικούς χρηματοδότες των δύο μεγάλων, κι όχι μόνον, κομμάτων, που εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση της χώρας.
Συνεπώς, το πρόβλημα δεν είναι τα μέτρα κι οι πολιτικές, που προτείνονται. Αλλά η εφαρμογή τους. Και σε αυτή χωλαίνουν, είτε από ανικανότητα, είτε από αβελτηρία είτε από υστεροβουλία, όλες οι κυβερνήσεις από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα