Αναλυτικά το Υπόμνημα του Ποταμιού, που ο βουλευτής του Γιώργος Μαυρωτάς το έχει καταθέσει από την περασμένη Παρασκευή αναφέρει:
Την περίοδο του δικομματισμού και των «παχέων αγελάδων» τα δύο κυρίαρχα κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ελάμβαναν γενναία κρατική επιχορήγηση δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, τα δεκάδες εκατομμύρια φαίνεται δεν τους αρκούσαν και κατέφευγαν παράλληλα σε υπερβολικό τραπεζικό δανεισμό. Απ’ ότι προέκυψε από τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής δεν δυσκολεύονταν να λάβουν πλούσια δάνεια καθότι τα έδιναν κρατικές τράπεζες (το 85% ήταν από την Αγροτική Τράπεζα) των οποίων είχαν διορίσει τις διοικήσεις. Οι εγγυήσεις που έβαζαν ήταν οι μελλοντικές κρατικές επιχορηγήσεις, προεξοφλώντας ότι τα εκλογικά τους ποσοστά θα συνέχιζαν να είναι τα ίδια και μετά από 10 χρόνια!
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Αργότερα, μπήκε στην ίδια διαδικασία και ο ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα ο κ. Τσίπρας τις 14/12/2010 με επιστολή του προς την Εθνική Τράπεζα ζητούσε να γίνει ρύθμιση δανείων του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να ληφθούν υπόψη αποκλειστικά χρηματοοικονομικά κριτήρια, αναφέροντας επί λέξει: «…Μας είναι επίσης απολύτως σαφές ότι η αποδοχή των παραπάνω δύο αιτημάτων μας απαιτεί ευρύτερη θεώρηση και δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά με αυστηρά και μοναδικά χρηματο-οικονομικά κριτήρια».
Καθώς όμως ήρθε η οικονομική κρίση, άρχισε να εξορθολογίζεται το σύστημα κυρίως από την πλευρά των τραπεζών και έτσι δεν πρόλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ να συσσωρεύσει πολλά χρέη. Ωστόσο και το κόμμα το ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούσε τις ίδιες πρακτικές και έδινε ως εγγυήσεις τις κρατικές επιχορηγήσεις σε βάθος χρόνου (π.χ. την επιχορήγηση του 2018 για δανειακή σύμβαση του 2010).
Πρόλαβε όμως να συσσωρεύσει σε αυτά τα χρόνια 8 εκατομμύρια ευρώ οφειλές οι οποίες με τους παρόντες φθίνοντες ρυθμούς αποπληρωμής (500 χιλιάδες ευρώ το 2014), εκτιμάται εύλογα ότι θα τα αποπληρώσει σε περίπου 16 χρόνια! Μάλιστα, όπως ξεκάθαρα αναφέρει το τελευταίο πόρισμα της Τράπεζας της Ελλάδος για την ΑΥΓΗ (29.11.2016), ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να αντιμετωπίζει κάποιες δυσχέρειες στην εκπλήρωση των δανειακών του υποχρεώσεων που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου καθώς ένα ποσό των 2,36 εκατομμυρίων ευρώ έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο από τις 30/06/2016.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σήμερα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ χρωστούν από 190 και 210 εκατομμύρια € περίπου αντιστοίχως (μαζί με τις προσαυξήσεις) και ο ΣΥΡΙΖΑ χρωστάει περίπου 8 εκ.€. Οι δύο πρώτοι χρειάζονται τιτάνια προσπάθεια αν όχι είναι εντελώς αδύνατον να καταφέρουν να αποπληρώσουν τις υπέρογκες οφειλές τους σε ένα πλαίσιο πλέον αρκετά χαμηλότερων κρατικών επιχορηγήσεων, μειωμένων ποσοστών στις εκλογικές διαδικασίες και παρά τις προσπάθειες νοικοκυρέματος που έκαναν από το 2011 κι έπειτα.
Είναι φανερό ότι τα δάνεια αυτά ήταν προϊόντα της αλαζονείας της εξουσίας και ενός υπέρμετρου ανταγωνισμού του ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που όμως νόθευσαν τον πολιτικό ανταγωνισμό σε βάρος των μικρότερων κομμάτων βάζοντας μάλιστα και σημαντικά αν όχι ανυπέρβλητα εμπόδια ίσων προϋποθέσεων συμμετοχής τους στις εκλογικές διαδικασίες.
Δεν είναι λοιπόν παράλογο που απαξιώνεται το πολιτικό σύστημα όταν κόμματα που είναι υπερχρεωμένα και δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα δάνεια τους, υπόσχονται να βγάλουν τη χώρα από την χρεοκοπία. Για την αξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος θα πρέπει τα πολιτικά κόμματα να παρουσιάσουν ένα ρεαλιστικό σχέδιο αποπληρωμής των δανείων τους και όχι να τα παραπέμπουν συνεχώς στις καλένδες. Με ορίζοντα 20-25 χρόνια έστω, αλλά κάποιο σχέδιο πρέπει να παρουσιαστεί (βλ. κεφ. ΙΙΙ, Προτάσεις). Θα ήταν απαράδεκτο από τη μία να ζητούν την ψήφο των πολιτών για να τους βγάλουν από την κρίση και από την άλλη να τους φεσώνουν με τα δικά τους δάνεια. Όταν η χώρα χρωστάει ~400δις και τα ίδια τα κόμματα χρωστούν πάνω από 400 εκατομμύρια, είναι δύσκολο να πείσουν ότι ξέρουν τον τρόπο να βγάλουν τη χώρα από τη χρεοκοπία.
Όπως φάνηκε από την εξέταση των μαρτύρων, οι εκπρόσωποι των τραπεζών που δανειοδοτούσαν τα κόμματα θεωρούσαν τις εγγυήσεις των μελλοντικών επιχορηγήσεων ασφαλείς, άργησαν όμως να αντιληφθούν την αλλαγή των συνθηκών. Η εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος αποδείχθηκε ότι δεν μπόρεσε να προλάβει το «κοκκίνισμα» πολλών δανείων κυρίως λόγω του πιο χαλαρού θεσμικού πλαισίου που επέτρεπε για παράδειγμα να δίνονται δάνεια με επιτόκια κάτω του κόστους.
Υπήρξε προβληματισμός για το άρθρο 78 του ν. 4146/2013, αν δηλαδή αρκούσε για να «αμνηστεύσει» στελέχη τραπεζών που έδωσαν δάνεια σε κόμματα με αμφιλεγόμενες συνθήκες. Το θέμα είναι να μην αναζητηθούν εύκολα εξιλαστήρια θύματα αλλά να θωρακιστεί το σύστημα από δω και στο εξής. Εξάλλου νόμος με αναδρομική δυσμενέστερη μεταχείριση για τον κατηγορούμενο δεν επιτρέπεται βάσει Συντάγματος και Ποινικού Κώδικα. Η κυβέρνηση αν θεωρεί ότι το συγκεκριμένο άρθρο είναι λάθος, μπορεί κάλλιστα να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία και να το καταργήσει. Όμως αν κάποιος θέλει να προσβάλει τη συνταγματικότητα ενός νόμου, προσφεύγει στα δικαστήρια που κρίνουν το συνταγματικό ή μη της διάταξης, όχι οι εξεταστικές επιτροπές.
Εξάλλου, τα δάνεια που πήρε ή ρύθμισε ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ τα πήρε ζητώντας ρητά ο αρχηγός του με επιστολή, να μην ισχύσουν αποκλειστικά χρηματο-οικονομικά κριτήρια.
Το μερίδιο του τραπεζικού δανεισμού προς τα κόμματα (αλλά και προς τα ΜΜΕ) μπορεί να είναι ένα μικρό ποσοστό σε σχέση με το σύνολο του δανεισμού στην Ελλάδα, αποτελεί όμως μια χαρακτηριστική περίπτωση καθεστωτικής αντίληψης. Τα κόμματα εξουσίας δεν είχαν καμία παραγωγική δραστηριότητα ώστε να δικαιολογούν τα μεγάλα δάνεια που έπαιρναν. Η μεγάλη αδιαφάνεια και έλλειψη λογοδοσίας στα οικονομικά των κομμάτων συνετέλεσε στην δανειοληπτική ασυδοσία των κομμάτων εξουσίας και στην υπερβολικά ανεκτική αντιμετώπισή τους εκ μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Και αυτό εφόσον υπήρχε αφενός η αλαζονεία ότι κανένας δεν θα μπορούσε να τους πιέσει και αφετέρου επικρατούσε η αντίληψη του «να κάνουμε εμείς τώρα τη δουλειά μας και αύριο έχει ο Θεός…». Για το λόγο αυτό η πλειοψηφία των προτάσεων μας έχουν να κάνουν με τα οικονομικά των κομμάτων.
Για το επονομαζόμενο τρίγωνο διαπλοκής μεταξύ πολιτικού συστήματος – τραπεζών και ΜΜΕ, αν και δεν δόθηκαν συγκεκριμένα και απτά αποδεικτικά στοιχεία, υπήρξαν σαφείς ενδείξεις από αναφορές μαρτύρων οι οποίοι παραδέχθηκαν εμμέσως ότι υφίσταται ένα τέτοιο πλαίσιο (π.χ. Ι. Αλαφούζος, Γ. Κουρής, Ι. Κουρτάκης, Δ. Κοντομηνάς, Θ. Αναστασιάδης).
Ίσως η πιο ισχυρή ένδειξη αυτού του τριγώνου όπως προέκυψε από τις διεργασίες της επιτροπής έχει να κάνει με τη διασύνδεση ΣΥΡΙΖΑ, της εφημερίδας ΑΥΓΗ (στην οποία είναι και κύριος μέτοχος) και Τραπεζών. Αφενός με τις επιστολές «πατρωνίας» (letter of comfort) που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ για τη δανειοδότηση της εφημερίδας ΑΥΓΗ το 2009, και αφετέρου με την εκτόξευση της διαφημιστικής δαπάνης των τραπεζών προς την ΑΥΓΗ όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την εξουσία. Το γεγονός όμως ότι η ΑΥΓΗ είναι επίσημο κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί μια ιδιαιτερότητα που πρέπει να ληφθεί υπόψη πριν γενικεύσουμε τα συμπεράσματα.
Από τις εργασίες της επιτροπής προκύπτει ότι δεν συμπεριφέρθηκαν όλα τα ΜΜΕ με τον ίδιο τρόπο. Υπήρξαν επιχειρηματίες που έβαλαν χρήματα για να κρατήσουν ζωντανές τις επιχειρήσεις τους και άλλοι που στηρίχθηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε δανειακά κεφάλαια τα οποία εξασφάλιζαν με αμφίβολες εγγυήσεις και χαλαρούς όρους. Επίσης υπάρχουν ΜΜΕ των οποίων οι ιδιοκτήτες συμμετέχουν σε εταιρίες που αναλαμβάνουν δημόσια έργα και προμήθειες. Ακούστηκαν αρκετές αναφορές κατά την εξέταση των μαρτύρων ότι μια τέτοια σχέση είναι προβληματική και θα πρέπει να υπάρχει ένα ξεκάθαρο και διαφανές πλαίσιο κανόνων ώστε να μην χρησιμοποιείται η άσκηση επιρροής της μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας (ΜΜΕ) υπέρ της άλλης (συμβάσεις δημοσίων έργων και δημοσίων προμηθειών). Αυτό το ξεκάθαρο πλαίσιο κανόνων θα πρέπει όντως να αναζητηθεί μέσα και από την Ευρωπαϊκή πρακτική.
Πέρα από τα συμπεράσματα που μπορεί να βγάλει ο καθένας από τις 9μηνες εργασίες της παρούσας εξεταστικής επιτροπής οι οποίες ήταν διαφωτιστικές -ιδίως για νέα κόμματα όπως το Ποτάμι το οποίο δεν έχει ούτε ένα ευρώ τραπεζικό δανεισμό- οι πολιτικές ευθύνες των κομμάτων εξουσίας φαίνεται ότι είναι δεδομένες. Πιστεύουμε όμως ότι ένα μεγάλο ζητούμενο είναι να προκύψουν προτάσεις έτσι ώστε να μην επαναληφθούν παρόμοια περιστατικά στο μέλλον. Αυτό θα είναι μια μεγάλη προίκα που μπορεί να αφήσει η εξεταστική επιτροπή αν τα κόμματα τολμήσουν.
Στο πλαίσιο αυτό το Ποτάμι κατέθεσε 15 συγκεκριμένες προτάσεις (παρατίθενται στη συνέχεια στο κεφάλαιο ΙΙΙ) που έχουν να κάνουν κυρίως με τη διαφάνεια και λογοδοσία στα οικονομικά των κομμάτων, τη διαδικασία αποπληρωμής των υφιστάμενων χρεών των κομμάτων (ειδικά των υπέρογκων χρεών ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) καθώς και με τη διαφάνεια στο χώρο των ΜΜΕ. Νομίζουμε ότι η υλοποίηση αυτών των προτάσεων είναι ένα ελάχιστο βήμα που πρέπει να κάνει το πολιτικό σύστημα για να ανακτήσει, έστω εν μέρει, την αξιοπιστία του.