Για έλλειμμα εθνικής στρατηγικής κατηγορεί την κυβέρνηση ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας με αφορμή τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά.
Ο Αλέξης Τσίπρας σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών αναφέρει μεταξύ των άλλων.
«Οι τελευταίες εξελίξεις με την κλιμάκωση της Τουρκικής προκλητικότητας δεν αποτελούν κεραυνό εν αίθρια, αλλά μια εξέλιξη που θα έπρεπε να αναμένουμε, παρακολουθώντας τη στρατηγική της Τουρκίας. Το ερώτημα που γεννάται είναι ποια είναι η δίκη μας στρατηγική.
Τον Δεκέμβριο του 2017 ο Ερντογάν έκανε την πρώτη επίσημη επίσκεψη Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα, μετά από 65 χρόνια. Σε μια κρίσιμη περίοδο, όπου η αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας ως προς τη Συνθήκη της Λωζάνης είχε ήδη εκφραστεί, οι παραβιάσεις κλιμακώνονταν και οι σχέσεις των δυο χωρών είχαν κλονιστεί.
Παρόλα αυτά οι δίαυλοι παρέμειναν ανοιχτοί στο υψηλότερο επίπεδο, ακόμη και αν αυτό είχε ως συνέπεια να παρακολουθήσει η διεθνής κοινή γνώμη μία αληθινή αντιπαράθεση σε ζωντανή μετάδοση, την ώρα των επίσημων δηλώσεων. Οι ελληνικές θέσεις, όμως, βασισμένες σαφώς στο διεθνές δίκαιο εκφράστηκαν δημοσίως και ευθαρσώς ενώπιον του Τούρκου Προέδρου όπως και στις τρεις επισκέψεις μου στην Τουρκία.
Τον Φλεβάρη του ‘19 επισκέφτηκα ως πρωθυπουργός την Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη, τη Χάλκη και την Αγία Σοφία. Ήταν οι μέρες που η Ελλάδα είχε καταφέρει να βγει από μια περίοδο πολυετούς ακινησίας στην εξωτερική της πολιτική. Είχε κυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών και είχε θέσει τις βάσεις μετά από σειρά τριμερών με Κύπρο – Αίγυπτο – Ισραήλ, για τον East Med και το σχήμα 3+1 με τις ΗΠΑ. Η χώρα απολάμβανε τους καρπούς μιας δομημένης στρατηγικής στην εξωτερική της πολιτική, με αρχή μέση και τέλος. Και το μήνυμα προς την Τουρκία ήταν σαφές – σταθερά για 4 χρόνια- ότι είχε έρθει η ώρα για επανέναρξη διερευνητικών για την επίλυση της διαφοράς μας για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Δυστυχώς, η Τουρκία ουδέποτε ανταποκρίθηκε, αν και η επανεκκίνηση του διαλόγου για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης ήταν ένα θετικό μήνυμα.
Σήμερα λοιπόν, ιδίως μετά την προκλητική παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων από το Όρουτς Ρεις, ακριβώς στην περιοχή που ορίζεται από την οριογραμμή της Συμφωνίας μας με την Αίγυπτο και ανατολικότερα, γεννάται με δραματικό τρόπο το ερώτημα: Ποια είναι η στρατηγική της κυβέρνησης Μητσοτάκη;
Aν είναι οι διερευνητικές και η Χάγη- όπως είναι σαφώς για τον Συριζα- τότε στόχος πρέπει να είναι κινήσεις που τουλάχιστον ενισχύουν και δεν αποδυναμώνουν τη θέση και τα επιχειρήματά μας.
Αν πάλι η στρατηγική μας δεν είναι η Χάγη και είναι μόνο η ανάσχεση της Τουρκίας και η σύναψη διμερώς με άλλα κράτη συμφωνιών, έστω και τμηματικά, αφήνοντας τη Τουρκία απ έξω, τότε καλό είναι να το ξεκαθαρίσει ο κος Μητσοτάκης. Αλλά σε αυτή τη περίπτωση θα έπρεπε να είμαστε απολύτως αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε όλα τα τμήματα αυτά, αποτρέποντας στην πράξη τις έρευνες του Τουρκικού σκάφους.
Αυτό άλλωστε έπραξαν οι ένοπλες δυνάμεις μας και τον Οκτώβρη του 18, όταν μάλιστα δεν είχαμε ούτε Τουρκολιβυκό Σύμφωνο, ούτε τμηματική Συμφωνία με την Αίγυπτο, ούτε κοντινή την προοπτική της Χάγης. Είχαμε απλά το καθήκον να αποτρέψουμε την παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και αυτό κάναμε.
Φοβάμαι ότι σήμερα δεν κάνουμε ούτε αυτό. Και κυρίως δεν έχουμε σαφή στόχο και στρατηγική. Ούτε τη μια ούτε την άλλη. Γι’ αυτό έχω ζητήσει επανειλημμένα τη σύγκληση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών για να αντιμετωπίσουμε το κενό αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, το έλλειμμα στρατηγικής και η υποταγή και της εξωτερικής πολιτικής στην εύκολη επικοινωνία και στο πρόσκαιρο πολιτικό όφελος, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη χώρα και τα κυριαρχικά της δικαιώματα».