"Η κυβέρνηση δουλεύει στην κατεύθυνση της εξόδου από το πρόγραμμα, με ορίζοντα τις εκλογές το 2019 όπως έχει πει ο πρωθυπουργός ουκ ολίγες φορές", τόνισε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στον ρ/σ ΑΘΗΝΑ 9.84.
Με αυτόν τον τρόπο, υπογράμμισε την προτεραιότητα που έχει για την κυβέρνηση η αδιατάρακτη ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης για την έξοδο από το πρόγραμμα και η επικέντρωση εν συνεχεία στη δουλειά που έχει να κάνει κατά τη μεταμνημονική περίοδο, απορρίπτοντας έτσι και τα σχετικά αιτήματα της αντιπολίτευσης για πρόωρες εκλογές, τις οποίες προσδιορίζει για το 2019.
Αναφορικά με τη διαπραγμάτευση και το χρονοδιάγραμμα ενόψει του Eurogroup της 21ης Ιουνίου, τόνισε πως “η συζήτηση έχει προχωρήσει πάρα πολύ σε μια σειρά από τομείς: και σε ό,τι αφορά στο χρέος και σε ό,τι αφορά τη μεταμνημονιακή εποπτεία, αλλά και ως προς την 4η αξιολόγηση, έχει γίνει μια πολύ μεγάλη πρόοδος”.
[read4more]
Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε ότι “επομένως πλέον το μόνο που απαιτείται είναι πολιτική βούληση απ’ όλες τις μεριές και πολιτική βούληση υπάρχει”, παραπέμποντας στις δηλώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων και τη στάση της κυβέρνησης. “Υπάρχει και είναι σαφής”, υπογράμμισε. “Δεν θεωρώ ότι υπάρχουν τεχνικά ζητήματα που θα μας οδηγούσαν σε καθυστερήσεις”. Ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι το αναπτυξιακό σχέδιο της Αθήνας παρουσιάστηκε στο EG και χαιρετίστηκε από όλα τα κράτη-μέλη ως ένα πολύ θετικό βήμα εκ μέρους της χώρας μας κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Σημείωσε ότι η μεταμνημονιακή εποπτεία θα γίνει με βάση τους όρους που περιγράφονται στο καταστατικό του ESM και του ΔΝΤ και θα προσομοιάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό με αυτή που υπάρχει για τις υπόλοιπες χώρες που εξήλθαν από πρόγραμμα. Ερωτηθείς σχετικά, είπε πως “αν η δημοσιονομική πορεία της χώρας το επιτρέψει, θα μπορούσαμε αργότερα να λάβουμε μέτρα για τη χαλάρωση πολιτικών λιτότητας”, προσθέτοντας ότι όμως τέτοιο θέμα στην τελική ευθεία για την έξοδο από το πρόγραμμα δεν υπάρχει.
Κληθείς να σχολιάσει το αίτημα της Φώφης Γεννηματά για εκλογές τώρα, ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι υπάρχει μια “πολύ μεγάλη αντίφαση” ανάμεσα σε αυτό το αίτημα και εκείνο που είχε θέσει πριν από λίγο καιρό για αναθεώρηση του Συντάγματος. Ερμηνεύοντας την κίνηση αυτή της επικεφαλής του ΚΙΝ.ΑΛΛ., είπε ότι “εντάσσεται προφανώς σε μια πολιτική της επιλογή να στρίψει προς την κατεύθυνση της υποστήριξης της ΝΔ, προφανώς υποχωρώντας και στις πιέσεις που της ασκεί στο κόμμα της ο κ. Βενιζέλος και ο κ. Λοβέρδος”. Σχολίασε ότι δεν κατανοεί αυτή την πολιτική λογική, σημειώνοντας ότι τέτοια πολιτική εξέλιξη θα ήταν απολύτως παράλογη αυτή τη στιγμή που “βρισκόμαστε στην τελική ευθεία και τη διαπραγμάτευση για την έξοδο από το πρόγραμμα”. Στο ίδιο πλαίσιο αναφορικά με την “εκλογολογία” σχολίασε γενικότερα ότι όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία καθώς “η κυβέρνηση διαπραγματεύεται για την έξοδο από το πρόγραμμα με πολύ συγκεκριμένους όρους που ούτως ή άλλως είχαν τεθεί και στην κρίση του λαού το 2015”. Πρόσθεσε επιπλέον ότι δεν υπάρχουν ανατροπές σε σχέση με αυτά που γνωρίζαμε ότι θα γίνουν, παρά μόνο προς το καλύτερο, δεδομένου ότι “έχει βελτιωθεί κατά πολύ η κατάσταση της οικονομίας και οι όροι που διαπραγματευόμαστε για την έξοδο από το πρόγραμμα”.
Στο ερώτημα εάν ο κ. Μαρινάκης είναι ο “καθοδηγητής” του κ Μητσοτάκη, ο κ. Τζανακόπουλος σχολίασε πως “αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις εφημερίδες του κ. Μαρινάκη οι οποίες δίνουν τον τόνο και στην ουσία στρώνουν το χαλί στη ΝΔ σε μια σειρά από ζητήματα είτε πρόκειται για διάφορα ψευδή και συκοφαντικά δημοσιεύματα που παρουσιάζουν δήθεν “σκάνδαλα”, είτε πρόκειται με τη στενή έννοια για την πολιτική γραμμή, την οποία στη συνέχεια ξεσηκώνει ο κ. Μητσοτάκης”. Πρόσθεσε ότι σε αυτή την πρακτική συγκαταλέγονται και άλλα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα που όλα μαζί, όπως είπε, “συγκροτούν αυτό το “μαύρο μέτωπο” της παλινόρθωσης του παλιού πολιτικού συστήματος, που επιδιώκει με οποιονδήποτε τρόπο να προκαλέσει ζημιά στην κυβέρνηση και τη χώρα με μοναδικό στόχο την παραγωγή καταστάσεων που θα μπορούσαν να αποβούν πολιτικά αξιοποιήσιμες από τον κ. Μητσοτάκη”.
Ο υπουργός Επικρατείας τόνισε ότι “δεν ξεχνάμε τους δύο στρατιωτικούς μας” και πως μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποιο νεότερο. Τόνισε ότι η κυβέρνηση έχει κάνει ό,τι περνά απ’ το χέρι της και συνεχίζει να πιέζει, αναμένοντας τις εξελίξεις στο πλαίσιο της τουρκικής δικαιοσύνης. Επισήμανε εκ νέου ότι η Τουρκία είχε αποφασίσει να αξιοποιήσει το ζήτημα για πολιτικούς λόγους και υπογράμμισε ότι δεν είναι ορθή επιλογή και δεν θα της βγει σε καλό. “Η κίνηση της την απομονώνει περαιτέρω στο πεδίο των διεθνών σχέσεων”.
Σχετικά με το τελευταίο περιστατικό, είπε ότι “η ενημέρωση που έχουμε από το ΓΕΝ είναι ότι δεν έχουν υπόνοια περί σκόπιμης ενέργειας αλλά ότι πρόκειται για ατύχημα” και σημείωσε γενικότερα ότι “παρακολουθούμε την κατάσταση στενά και βρισκόμαστε σε διαρκή εγρήγορση”.
Όσον αφορά στο ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ, ενόψει και της συνάντηση Κοτζιά-Ντιμιτρόφ-Νίμιτς στις 12 Μαΐου στην Αθήνα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι “χρειάζεται μια συμφωνία που θα περιγράφει με σαφήνεια τα βήματα της επίλυσης”. Ειδικότερα: “αλλαγή του ονόματος στις διεθνείς σχέσεις, στη συνέχεια αναγνώριση πχ από την ελληνική μεριά, στη συνέχεια αλλαγή του Συντάγματος της πΓΔΜ για να ενταχθεί σε αυτό η νέα ονομασία και στη συνέχεια η υποστήριξη από την πλευρά της Ελλάδας της ένταξης της γείτονος σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς”. “Αυτή είναι η θέση που έχουμε παρουσιάσει στην διαπραγμάτευση, αυτή τη θέση θεωρούμε ότι μπορεί να την αποδεχτεί και είναι και τεχνικά δυνατό να την υλοποιήσει η πΓΔΜ για να μπορέσουμε να βρούμε μια βιώσιμη λύση”, είπε. Τόνισε ότι “προϋπόθεση για την επίλυση του ζητήματος είναι να δεχτεί η πΓΔΜ την υποχρέωση αλλαγής της συνταγματικής της ονομασίας”.
Ερωτηθείς τέλος αν μελετάται το “σπάσιμο” της Β’ Αθηνών και της Περιφέρειας Αττικής, είπε πως υπάρχουν επεξεργασίες, δεν υπάρχουν ωστόσο αποφάσεις και εφόσον υπάρξουν, θα ανακοινωθούν από τον αρμόδιο υπουργό.