Ο Ευάγγελος Βενιζέλος σημειώνει πως στην κυβέρνηση θέλουν “να περιορίσουν τις απώλειες της επένδυσής τους. Ανέλαβαν έτσι οι ίδιοι, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, την πλήρη “ιδιοκτησία” της σκευωρίας. Δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν πίσω από πρωτοβουλίες της Δικαιοσύνης. Ομολογούν απροκάλυπτα τη θεσμικά ανατριχιαστική θέση τους: οι πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης όχι απλώς τεκμαίρεται ότι είναι, αλλά αυταπόδεικτα είναι ποινικά ένοχοι για οτιδήποτε συλλάβει η νοσηρή φαντασία τους!»,
Ο κ. Βενιζέλος λέει ακόμα: «Δεν σέβονται ούτε προσχηματικά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Αντιθέτως ενοχλούνται βαθύτατα γιατί οι πολιτικές και δημοσιογραφικές “προαναγγελίες” που έκαναν ως απόλυτοι γνωστές της δικογραφίας, υποκαθιστώντας και προσβάλλοντας τη Δικαιοσύνη, διαψεύστηκαν παταγωδώς».
«Υπάρχει κανείς που αμφισβητεί ή αμφιβάλει ότι η εμπλοκή στην υπόθεση αυτή συγκεκριμένων προσώπων που επιλέγησαν με πολιτικά κριτήρια “στήθηκε” για αμιγώς πολιτικούς λόγους από τους πολιτικούς αντιπάλους των προσώπων αυτών, δηλαδή από το κυβερνητικό επιτελείο και τους συνεργούς του;» διερωτάται ο κ. Βενιζέλος και συμπληρώνει: «Εφόσον λοιπόν υπάρχει σκευωρία, αυτή πώς χαρακτηρίζεται νομικά ενόψει των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και των σκοπών που επιδιώχθηκε να εξυπηρετηθούν; Σε αυτό απαντά το άρθρο 134 ΠΚ».
Κάνει λόγο για προσπάθεια νομιμοποίησης αυτής της πράξης «εντάσσοντας σχετική διάταξη με τη διαδικασία αναθεώρησης».
«Διάταξη άσχετη με την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 86 που υπερψηφίστηκε ομόφωνα από τη Βουλή», δηλώνει και χαρακτηρίζει «παραλογισμό να ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι τα θύματα της σκευωρίας για τα οποία η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο, να επιδιώκουν παραγραφή μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος, όταν μέσω της αναθεώρησης η κυβέρνηση επιδίωξε την αναδρομική νομιμοποίηση της σκευωρίας».
Κλείνοντας επισημαίνει: «Η χειρότερη όψη της σκευωρίας είναι η προσπάθεια να αιχμαλωτιστεί η χώρα σε μια συζήτηση εκτός θέματος που οξύνει την πόλωση και βαθαίνει τον διχασμό».