Ο κ. Βενιζέλος εκφράζει τις ενστάσεις του, όχι επί προσωπικού, αφού αναγνωρίζει τους λόγους ευθιξίας του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του Κινήματος Αλλαγής, αλλά θεωρεί ότι τίθεται ζήτημα ουσίας. Μεταξύ άλλων, κάνει λόγο για «μη νόμιμο αίτημα άρσης της ασυλίας» που πρέπει να επαναδιαβιβαστεί από τη Βουλή στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Η ανάρτηση τού κ. Βενιζέλου
«Συζητείται στην Ολομέλεια της Βουλής το αίτημα της Εισαγγελίας για άρση της ασυλίας του Ανδρέα Λοβέρδου μετά την επανεκλογή του ως βουλευτή, αλλά και μετά την αρχειοθέτηση της δικογραφίας που τον αφορά για το λεγόμενο ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Αυτό δεν τονίζεται επαρκώς. Η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής εισηγείται κατά πλειοψηφία την άρση της ασυλίας επειδή το ζητά επιμόνως, για λόγους ευθιξίας, ο ίδιος ο κ. Λοβέρδος. Σέβομαι τη στάση του αλλά η επιστημονική μου ιδιότητα, η μακρά κοινοβουλευτική μου εμπειρία και το γεγονός ότι έχω παρακολουθήσει από πολύ κοντά την εξέλιξη αυτής της θεσμικά τραγικής υπόθεσης, μου επιβάλλουν να τονίσω τα εξής: Η ασυλία πρέπει να αίρεται -αυτός είναι ο κανόνας- εκτός και αν υπάρχουν θεσμικοί λόγοι που αφορούν την κοινοβουλευτική δημοκρατία και όχι τον βουλευτή ατομικά.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει ήδη κινηθεί η διαδικασία συγκρότησης επιτροπής διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης κατά του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης για ηθική αυτουργία σε κατάχρηση εξουσίας και αλλά συναφή αδικήματα. Η Βουλή αναπόφευκτα θα διερευνήσει και τους φυσικούς αυτουργούς -εισαγγελικούς λειτουργούς- που ως συμμέτοχοι συμπαραπέμπονται στο Ειδικό Δικαστήριο, εφόσον η υπόθεση φτάσει εκεί (άρθρο 86 παρ. 4 Σ. ).
Παράλληλα, όπως είναι γνωστό σε όλους, διενεργούνται συναφείς ποινικές προκαταρκτικές εξετάσεις στο επίπεδο τόσο της Εισαγγελίας του ΑΠ όσο και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Εισαγγελικοί λειτουργοί είτε ελέγχονται είτε καταθέτουν ως μάρτυρες είτε και τα δυο. Οι σχετικές δημοσιογραφικές πληροφορίες συνθέτουν μια εικόνα πρωτοφανή. Υπάρχουν προφανείς λόγοι αποχής ή εξαίρεσης των εμπλεκομένων δικαστικών προσώπων. Πριν δε από όλα εκκρεμεί το θεμελιώδες ζήτημα της κατά το άρθρο 86 Σ. αποκλειστικής δικαιοδοσίας της Βουλής σύμφωνα και με την πάγια σχετική νομολογία των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων. Όλα αυτά έχουν αναλυθεί εκτενώς ενώπιον της Βουλής της προηγούμενης περιόδου. Δεν υπάρχει άρα, για πολλούς λόγους, νόμιμο αίτημα άρσης της ασυλίας. Αν υπήρχε νόμιμο αίτημα η ασυλία φυσικά και έπρεπε να αρθεί.
Η επιστημονική μου γνώμη είναι ότι το μη νόμιμο αίτημα πρέπει να επαναδιαβιβαστεί από τη Βουλή στον κ. Εισαγγελέα του ΑΠ για τις δικές του ενέργειες. Άλλωστε ακόμη και μετά την τυχόν άρση της ασυλίας για λόγους ευθιξίας του βουλευτή που είναι κοινωνικά και πολιτικά απολύτως κατανοητοί και αναμενόμενοι αλλά συνταγματικά αδιάφοροι, δεν μπορεί να ακολουθήσει νομίμως καμία δικονομική ενέργεια εκτός δικαιοδοσίας ποινικών δικαστηρίων και πολύ περισσότερο από δικαστικά πρόσωπα για τα οποία συντρέχει λόγος αποχής ή εξαίρεσης. Το απόλυτο δικονομικό αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί πρέπει να το άρουν όλα τα αρμόδια όργανα ξεκινώντας από τη Βουλή. Τα θεσμικά ζητήματα που θέτω δεν αφορούν όμως μόνο τη Βουλή. Αφορούν πρωτίστως τη Δικαιοσύνη η οποία εξακολουθεί δυστυχώς να είναι όμηρος της σκευωρίας Novartis. Μιας σκευωρίας που στη φάση αυτή θα οδηγήσει κατ’ ανάγκην πολλούς εισαγγελικούς λειτουργούς ως μάρτυρες και στην προκαταρκτική εξέταση που έχει προταθεί να διενεργήσει η Βουλή».