«Το αφήγημα της "καθαρής εξόδου" αντικαταστάθηκε από την ενισχυμένη εποπτεία και το διαρκές "μνημόνιο χρέους" και άρα ο κ. Τσίπρας μπορεί αντί για γραβάτα να φορέσει παπιγιόν, δηλαδή φιόγκο». Αυτό, σχολίασε δηκτικά ο Ευάγγελος Βενιζέλος για τις χθεσινές αποφάσεις του Eurogroup.
Ο κ. Βενιζέλος πρόσθεσε ότι «η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μπορεί να γιορτάσει την πανηγυρική αλλά ταπεινωτική, καθυστερημένη και δυστυχώς ατελή προσχώρησή της στην πολιτική του PSI που φαντάζει ως χρυσόμαλλο δέρας μπροστά στη χθεσινή απόφαση».
Σε δήλωσή του, ο κ. Βενιζέλος ανέφερε ότι «οι χθεσινές αποφάσεις του Eurogroup συνιστούν την ελάχιστη δυνατή παρέμβαση που έπρεπε να γίνει, προκειμένου το ελληνικό ζήτημα να μετατεθεί από τα τρέχοντα στα παγωμένα προβλήματα της Ευρωζώνης. Η μετάθεση αυτή γίνεται με βασικό κριτήριο την οριακή κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας για τα επόμενα χρόνια και όχι με κριτήριο την πραγματική επάνοδο στις αγορές».
Όπως σημείωσε, το Εurogroup πήγε στην πραγματικότητα πίσω από τις δεσμεύσεις του 2012, αλλά και από τις περσινές του εξαγγελίες. «Δεν υποτιμώ καμία παρέμβαση στο χρέος που διατηρεί το χαμηλό ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης που κατακτήσαμε το 2012, με την παράταση της περιόδου χάριτος του δανείου του δεύτερου προγράμματος του 2012. Όμως, ο κάθε λογικός και έντιμος άνθρωπος βλέπει ότι τώρα δεν υπάρχει κανένα ονομαστικό κούρεμα χρέους, όπως το κούρεμα των 106 δισ. ευρώ του 2012, ούτε γενναία, οριστική και εμπροσθοβαρής μείωση του χρέους σε παρούσα αξία, όπως η μείωση κατά 50% του ΑΕΠ που επιτεύχθηκε το 2012. Βλέπει, επίσης, ότι οι άλλες παρεμβάσεις που αποφασίστηκαν συνιστούν μικρή, μερική αποκατάσταση των βλαβών που προκάλεσε η περιβόητη “διαπραγμάτευση” του 2015» τόνισε.
Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, «ο λογικός και έντιμος παρατηρητής βλέπει την επ’ αόριστον υπαγωγή της χώρας σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και σε διαρκές “μνημόνιο χρέους” με αυστηρούς όρους, από την εκπλήρωση των οποίων εξαρτάται η εφαρμογή των μέτρων. Άρα, εξαγγέλλεται, δυστυχώς, μία διαρκής και μακρά εκκρεμότητα ως προς τη βιωσιμότητα που θα επαναξιολογηθεί το 2032».