Με μια άνευ ιστορικού προηγουμένου απόφαση και με μια δήλωση με πολιτικές και δικαστικές αιχμές, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νικόλαος Σακελλαρίου ανακοίνωσε ότι παραιτείται από το αξίωμά του. Ο κ. Νικόλαος Σακελλαρίου με την μακροσκελή του δήλωση που έπεσε σαν βόμβα και δεν έχει προηγούμενο στα δικαστικά χρονικά, εξεπέλυσε επίθεση εναντίον όσων με την πρακτική των διαρροών όπως είπε δεν του επέτρεπαν να επιτελέσει τα καθήκοντά του. Μίλησε για απαράδεκτη παραβίαση των δικαστικών απορρήτων που έχει επιφέρει πλήγμα στο κύρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και είπε ακόμα ότι φοβάται πλήρη εξαθλίωση των συνταξιούχων. Ο κ. Σακελλαρίου εμφανώς συγκινημένος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του ανακοινώνοντας την αποχώρησή του από την θέση του. Ο κ. Σακελλαρίου – η παραίτηση του οποίου έγινε δεκτή – παρότι θα αποχωρούσε από την θέση του τον Ιούνιο, εξήγησε ότι πήρε την απόφαση αυτή μετά από 42 χρόνια δικαστικής σταδιοδρομίας, γιατί όπως είπε μαζί με συναδέλφους του από τα πρώτα Μνημόνια είχαν εκφράσει την «μη συμβατότητα των ρυθμίσεων του Μνημονίου με το Σύνταγμα και είχαμε εγκαίρως προειδοποιήσει χωρίς δυστυχώς να εισακουστούμε για την επερχόμενη πλήρη επικυριαρχία του οικονομικού επι του θεσμικού». Αίσθηση προκάλεσε το κλείσιμο της δήλωσης του παραιτηθέντος ανώτατου δικαστικού λειτουργού με την φράση «υπάρχουν ακόμη δικασταί εις τας Αθήνας».
Σε ερώτηση των δημοσιογράφων εάν δέχθηκε ο κ. Σακελλαρίου πιέσεις, η απάντηση ήταν αρνητική. Πρόσθεσε, δε, ότι δεν είναι στον χαρακτήρα του να αποδέχεται πιέσεις ή παραινέσεις από όπου κι αν προέρχονται αυτές.
Όλη η ιστορική δήλωση του Νικόλαου Σακελλαρίου
«Στην απόφασή μου αυτή κατέληξα μετά την πρόσφατη παραβίαση του απορρήτου της διασκέψεως του δικαστηρίου σχετικά με το νέο ασφαλιστικό σύστημα και την εύλογη αναταραχή που προκάλεσε σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Η αδιανόητη όσο και απαράδεκτη αυτή παραβίαση του δικαστικού απορρήτου την οποία αντικεμενικά αδυνατώ να ελέγξω επέφερε καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία και το κύρος του θεσμού του ΣτΕ και δεν μου επιτρέπει πλέον να εξακολουθήσω να ασκώ τα δικαστικά μου καθήκοντα με την δέουσα ηρεμία και νηφαλιότητα.
Η σημερινή αποφασίς μου έστω και αν απέχει λίγες μόνον μέρες από την υποχρεωτική αποχώρησή μου από την υπηρεσία δεν παύει όσο επιβεβλημένη κι αν είναι να αποτελεί μια πολύ επώδυνη απόφαση για μένα που διανύω το 42ο έτος της δικαστικής μου σταδιοδρομίας έχοντας αφιερώσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου στην υπηρεσία του ΣτΕ έναν θεσμό τον οποίο αγαπώ και θα συνεχίσω να αγαπώ μέχρι το τέλος της ζωής μου.
Εχω την συνείδησή μου ήσυχη διότι δεν αποχωρώ αμαχητί αφού όλα αυτά τα χρόνια αγωνίστηκα με τη βοήθεια του Θεού τον αγώνα τον καλό. Την στιγμή όμως αυτή η σκέψις μου στρέφεται στους απλούς πολίτες που είναι τα θύματα των μνημονίων και της κλιμακούμενης επικυριαρχίας του οικονομικού παράγοντος επι του θεσμικού οι αντοχές των οποίων συνεχώς δοκιμάζονται από τα αλλεπάλληλα οικονομικά μέτρα που λαμβάνονται με την επίκληση του λεγόμενου δημοσιονομικού συμφέροντος και που συνεπάγοπνται υπέρογκες γι’ αυτούς επιβαρύνσεις λόγω του σωρευτικού τους χαρακτήρος.
Ήδη από την αρχή του πρώτου Μνημονίου, ορισμένοι συνάδελφοί μου μεταξύ των οποίων και εγώ είχαμε με τις μειοψηφίες μας επισημάνει την μη συμβατότητα των ρυθμίσεων του Μνημονίου με το Σύνταγμα και είχαμε εγκαίρως προειδοποιήσει χωρίς δυστυχώς να εισακουστούμε για την επερχόμενη πλήρη επικυριαρχία του οικονομικού επι του θεσμικού που επηρέασε καίρια το σύνολο σχεδόν της κρατικής δράσεως και σηματοδότησε την συνακόλουθη υποχώρηση του Κράτους Δικαίου και του Κοινωνικού Κράτους.
Τα χρόνια που ακολούθησαν οι αντοχές όλων μας δοκιμάστηκαν ακόμα περισσότερο από τα νεότερα Μνημόνια, που επέβαλλαν την λήψη και νέων επώδυνων οικονομικών μέτρων που συνοδεύθηκαν από τις συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων.
Οι καταστάσεις αυτές οδήγησαν το δικαστήριο στην έκδοση σειράς αποφάσεων της Ολομελείας του σχετικά με την μη περαιτέρω μείωση των συντάξεων και την θεσμική θωράκιση των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με βασικές αποστολές του Κράτους, όπως η εθνική άμυνα, η ασφάλεια η υγεία, η παιδεία και η δικαιοσύνη.
Φρονούμε ότι τα δικαστικά αυτά προηγούμενα και οι εγγυήσεις που ετέθησαν με αυτά δεν μπορούν χωρίς να παραβιάζεται το Σύνταγμα να αγνοηθούν ούτε πολύ περισσότερο να παρακαμφθούν από το νομοθέτη με το πρόσχημα της καταρτίσεως ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος μέσω του επανυπολογισμού όλων των μέχρι σήμερα απονεμηθησών συντάξεων πράγμα που θέτει τους ήδη συνταξιούχους σε καθεστώς πλήρους ανασφαλείας κατα παράβαση της αρχής της εμπιστοσύνης και μέσω της εισαγωγής σε συνάρτηση παντοτε με τον επανυπολογισμό ενός νέου τρόπου υπολογισμού των εφεξής απονεμόμενων συντάξεων, μέτρα που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε περαιτέρω μείωση του ύψους των συντάξεων το οποίο όμως έχει διαμορφωθεί μετά τις αλλεπάλληλες περικοπές τους σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο.
Σε αντίθετη περίπτωση, εκτιμούμε ότι είναι πλέον ή ορατός ο κίνδυνος περαιτέρω μειώσεως του ύψους των απονεμομένων συντάξεων με τελικό αποτέλεσμα την πλήρη εξαθλίωση όλων των συνταξιούχων.
Αναμφιβόλως, ευρισκόμεθα προ μιας πολύ δυσχερούς καταστάσεως η οποία όμως ευελπιστούμε ότι θα αντιμετωπισθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για μια ακόμη φορά από την ανεξάρτητο ελληνική δικαιοσύνη στην οποία μετακυλίεται παγίως από την εκάστοτε πολιτική εξουσία η επίλυσις των πιο σημαντικών προβλημάτων της χώρας.
Εκφράζουμε τέλος την βεβαιότητα ότι «έχουν γνώσιν οι φύλακες» και ότι οι δικαστικοί λειτουργοί του ΣτΕ θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων ανταποκρινόμενοι στην ιστορική παράδοση του Σώματος.
Επομένως, πρέπει όλοι να εξακολουθήσουμε να εμπιστευόμεθα την δικασιοσύνη και τους λειτουργούς της τελούντες πάντοτε εν πλήρη επιγνώσει του γεγονότος ότι «υπάρχουν ακόμη δικασταί εις τας Αθήνας».