«Σε δημοκρατικά πολιτεύματα η νομοθέτηση ανήκει στην αρμοδιότητα της Βουλής και όχι στην επιλογή του κάθε δικαστή» τονίζει ο υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης, απαντώντας στις καταγγελίες του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου και προέδρου του Α1 Τμήματος ότι η τροπολογία για το κόμμα Κασιδιάρη αποτελεί παρέμβαση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
«Η Κυβέρνηση σέβεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και δεν αντιπαρατίθεται με αυτήν» τονίζει ο υπουργός Εσωτερικών. Μάλιστα, όπως εξηγεί, το περιεχόμενο της τροπολογίας για την απαγόρευση του κόμματος Κασιδιάρη κατοχυρώνει ότι θα υπάρχουν «περισσότερα μάτια, εγκυρότερη κρίση, χωρίς καμία εξαίρεση δικαστή του αρμόδιου τμήματος από τη σύνθεση».
Σύμφωνα με τον κ. Βορίδη, η νομοθετική πρωτοβουλία θωρακίζει την κρίση της Δικαιοσύνης, όποια κι είναι αυτή, ενώ «η σύνθεση του Α1 Τμήματος είναι δεδομένη και ουδόλως επηρεάζεται από την κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία».
Αιχμές αφήνει και για τον ΣΥΡΙΖΑ, χαρακτηρίζοντας ανεξήγητη τη στάση του. «Προτιμά για ένα τέτοιο ζήτημα κατ’ επιλογήν περιορισμένη σύνθεση δικαστηρίου αντί για την ολομέλεια του δικαστικού σχηματισμού», αναφέρει.
«Σε ό,τι με αφορά, ουδέποτε προεξόφλησα την κρίση της Δικαιοσύνης, αντιθέτως κατ’ επανάληψη έχω δηλώσει ότι προφανώς δεν μπορώ να την προδικάσω αλλά εξήγησα τον λόγο που κατέστησε αναγκαία την ήδη υφιστάμενη νομοθετική ρύθμιση. Χωρίς αυτήν άλλωστε δεν θα υπήρχε δυνατότητα της σχετικής κρίσεως από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου», κατέληξε στη δήλωσή του.
Αναλυτικά η απάντηση του Μάκη Βορίδη
«Η Κυβέρνηση σέβεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και δεν αντιπαρατίθεται με αυτήν. Επισημαίνουμε ότι για μία μείζονος σημασίας επικείμενη κρίση που αφορά την συμμετοχή στις εκλογές κομμάτων που έχουν ως ιδρυτικά τους μέλη ή ως υποψήφιους τους ή ως πραγματικούς αρχηγούς καταδικασμένους για το κακούργημα της ηγεσίας εγκληματικής οργανώσεως, η θέση της Κυβέρνησης είναι απλή: περισσότερα μάτια, εγκυρότερη κρίση, χωρίς καμία εξαίρεση δικαστή του αρμόδιου τμήματος από τη σύνθεση.
Η νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης θωρακίζει την κρίση της Δικαιοσύνης, όποια και αν θα είναι αυτή. Τονίζεται ότι η σύνθεση του Α1 Τμήματος είναι δεδομένη και ουδόλως επηρεάζεται από την κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία. Σε κάθε περίπτωση, είναι αυτονόητο ότι σε δημοκρατικά πολιτεύματα η νομοθέτηση ανήκει στην αρμοδιότητα της Βουλής και όχι στην επιλογή του κάθε δικαστή.
Είναι δε μάλλον ανεξήγητη η στάση του ΣΥΡΙΖΑ που προτιμά για ένα τέτοιο ζήτημα κατ’ επιλογήν περιορισμένη σύνθεση δικαστηρίου αντί για την ολομέλεια του δικαστικού σχηματισμού.
Σε ό,τι με αφορά, ουδέποτε προεξόφλησα την κρίση της Δικαιοσύνης, αντιθέτως κατ’ επανάληψη έχω δηλώσει ότι προφανώς δεν μπορώ να την προδικάσω αλλά εξήγησα τον λόγο που κατέστησε αναγκαία την ήδη υφιστάμενη νομοθετική ρύθμιση. Χωρίς αυτήν άλλωστε δεν θα υπήρχε δυνατότητα της σχετικής κρίσεως από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου».
«Ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία του Αρείου Πάγου»
Νωρίτερα, ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και πρόεδρος του Α1 Τμήματος Χρήστος Τζανερίκος κατήγγειλε ότι με την τροπολογία «εισάγεται πρωτοφανής για τα δικαστικά χρονικά ρύθμιση, καθόσον αποτελεί ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία του Αρείου Πάγου», υπογραμμίζει ο
Ακόμη, προσθέτει ο κ. Τζανερίκος ότι η επίμαχη τροπολογία «αποτυπώνει, φωτογραφικά, τη δυσπιστία και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπό μου, εκ μέρους της Κυβέρνησης».
Ειδικότερα, η δήλωση του κ. Τζανερίκου έχει ως εξής:
«Με βάση την τροπολογία – προσθήκη του ΥΠΕΣ, με την οποία τροποποιείται η παρ. 1 του άρθρου 32 του π. δ. 26/2012, εισάγεται η πρωτοφανής για τα δικαστικά χρονικά ρύθμιση, που θεσμοθετεί την ολομέλεια πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου. Πρωτοφανής, καθόσον αποτελεί ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία του Αρείου Πάγου, αφού τόσο κατά το άρθρο 23 του προϊσχύσαντος Ν. 1756/1988, όσο και κατά το άρθρο 27 του ήδη ισχύοντος Ν. 4938/2022: «…Κάθε τμήμα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερις (4) αρεοπαγίτες…» και όχι από το σύνολο των αρεοπαγιτών, που υπηρετούν σ’ αυτό, ο αριθμός των οποίων, σημειωτέον, δεν είναι ο ίδιος σε όλα τα τμήματα, αλλά μπορεί να μεταβάλλεται, με σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή σε έκτακτες περιπτώσεις με πράξεις του Προέδρου του ΑΠ, που εγκρίνονται από την ολομέλεια αυτού. Ουδέποτε έχει προβλεφθεί ολομέλεια τμήματος συγκροτούμενη απ’ όλους του Δικαστές αυτού. Να σημειωθεί, ακόμη, ότι σε περίπτωση ισοψηφίας σε «ολομέλεια» τμήματος με άρτιο αριθμό Δικαστών, αφού οι πολυμελείς συνθέσεις (άρθρο 4 Ν. 1756/1988 και ήδη ισχύοντος 4938/2022) πρέπει να έχουν περιττό αριθμό, θα έπρεπε να εισαχθεί (δίκην σωματείου) ρύθμιση ότι υπερισχύει η γνώμη του Προέδρου του.
Η ρύθμιση, που εισάγεται με την επίμαχη τροπολογία, παρά την κατ’ επίφαση αιτιολογία της, δηλαδή της «θωράκισης της όποιας απόφασης του Αρείου Πάγου» για την ανακήρυξη ή μη κομμάτων, που αναφέρονται στο άρθρο 32 του π. δ. 26/2012, ώστε να μη μπορεί αυτή να αμφισβητηθεί, αποτυπώνει, φωτογραφικά, τη δυσπιστία και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπό μου, εκ μέρους της Κυβέρνησης, που είχε τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας να ορίζω την (πενταμελή) σύνθεση του τμήματος του οποίου είμαι Πρόεδρος. Άραγε οι εκατοντάδες χιλιάδες αποφάσεις των τμημάτων του Αρείου Πάγου, που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν με τις πενταμελείς τους συνθέσεις και όχι από τις ολομέλειές τους δεν είναι θωρακισμένες και μπορεί να αμφισβητούνται; Η δεύτερη προσθήκη, κατά την οποία το Α1 τμήμα του ΑΠ, μπορεί να ζητεί στοιχεία για την τεκμηρίωση της σχετικής του κρίσης, από τις κατά περίπτωση αρμόδιες ή άλλες αρχές ήταν εντελώς περιττή, αφού με την ήδη ισχύουσα από τον περασμένο Φεβρουάριο ρύθμιση το τμήμα ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των προϋποθέσεων ανακήρυξης, Στο πλαίσιο, επομένως, της αυτεπάγγελτης έρευνάς του, από που θα αντλούσε τα στοιχεία, για την τεκμηρίωση της κρίσης του; από τον μπακάλη της γειτονιάς;».