Μέσα σε κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας, όπως διεφάνη και από το διάγγελμα του Αλέξη Τσίπρα, συνεδριάζει αυτή την ώρα στη Βουλή το Κυβερνητικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του πρωθυπουργού προκειμένου να χαραχθούν τα επόμενα βήματα της κυβέρνησης τόσο σε σχέση με τους εταίρους και τους δανειστές όσο και στo εσωτερικό μέτωπο με έμφαση στην προώθηση του νομοθετικού έργου, τα οποία όμως δεν πρέπει να έχουν δημοσιονομική επίπτωση.
«Ο κοινός μας αγώνας συνεχίζεται» τόνισε ο κ. Τσίπρας κλείνοντας το διάγγελμά του αναγνωρίζοντας τις μεγάλες δυσκολίες των επόμενων εβδομάδων καθώς όπως σημείωσε ο ίδιος «η διαπραγμάτευση δε τελείωσε χθες» και ότι «τώρα μπαίνει σε ένα νέο, πιο ουσιαστικό στάδιο μέχρι την οριστική συμφωνία μετάβασης από τη πολιτική των μνημονίων της καταστροφής στη πολιτική της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής».
«Σε αυτή τη διαρκή και δύσκολη μάχη, σε αυτή την ουσιαστική διαπραγμάτευση με ορίζοντα τον ερχόμενο Ιούνη, η ελληνική κυβέρνηση θα πορευτεί με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, με γνώμονα πάντα την αποκατάσταση της εθνικής και λαϊκής μας κυριαρχίας» τόνισε, απευθυνόμενος στον ελληνικό λαό τον οποίο κάλεσε να είναι «σύμμαχος, συμπαραστάτης αλλά και αυστηρός κριτής και ενεργός συμμέτοχος στην μεγάλη προσπάθεια για τη πολιτική αλλαγή και τη κοινωνική σωτηρία».
Είναι γεγονός ότι στο Μέγαρο Μαξίμου δεν κρύβουν αυταπάτες για τη δύσκολη μάχη στην κατεύθυνση ενός… «αριστερού» Μνημονίου, όπως λένε όσοι δεν φοβούνται τις λέξεις ή αλλιώς ενός Εθνικού Σχεδίου Ανάπτυξης και Παραγωγικής Ανασυγκρότησης που θα στηρίζεται τις δικές μας δυνάμεις και με ορίζοντα 4ετίας.
Μπορεί λοιπόν η κυβέρνηση και η χώρα μας, όπως είπε ο κ. Τσίπρας να πέτυχε «μια σημαντική διαπραγματευτική επιτυχία στην Ευρώπη» και «να ακύρωσε τα σχέδια μιας αντιμνημονιακής παρένθεσης», ωστόσο το χθεσινό κοινό ανακοινωθέν του Eurogroup αποτελεί μόνο «μια κατ’ αρχήν συμφωνία-πλαίσιο, η οποία –σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα- γεφυρώνει το χρόνο ανάμεσα στο Μνημόνιο και στο δικό μας σχέδιο για την ανάπτυξη».
Κατά την εκτίμηση του Μεγάρου Μαξίμου και του οικονομικού επιτελείου είναι μια συμφωνία που ακυρώνει στην πράξη τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης
– για περικοπές σε μισθούς και συντάξεις,
– για απολύσεις εργαζομένων στο δημόσιο,
– για αυξήσεις στο ΦΠΑ στα τρόφιμα, στα φάρμακα και στις τουριστικές υποδομές
– Ακυρώνει στην πράξη τη λιτότητα και τους μηχανισμούς που την επιβάλλουν, όπως είναι τα εξωπραγματικά και υφεσιακά πρωτογενή πλεονάσματα
– δημιουργεί το θεσμικό πλαίσιο για την εφαρμογή των αναγκαίων, προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και αφορούν την πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, τη μεταρρύθμιση του κράτους, αλλά και την ανάσχεση της ανθρωπιστικής κρίσης, που αποτελεί πρώτιστο καθήκον.
Παράλληλα όμως δημιουργεί μεγάλα ερωτήματα για την περαιτέρω συνέχεια αφού:
– η μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από 3% στο 1,5%, σημαίνει πρακτικά ότι μένει ανοικτό ένα δημοσιονομικό κενό της τάξεως των 2-3 δισ. €
– οι δημοσιονομικές και χρηματοδοτικές ανάγκες με βάση τα σημερινά στοιχεία του προϋπολογισμού ανεβάζουν αυτό το ποσό για φέτος τουλάχιστον στα 23 δις.€
– η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για το 2015 θα σημάνει απώλειες 2,65 δισ.€ και από τον νέο φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας δεν μπορεί να αναμένει περισσότερα από 1,7 δισ. το πολύ
– η ρύθμιση χρεών δεν μπορεί να κατατεθεί μονομερώς, σύμφωνα με την χθεσινή συμφωνία Eurogroup
– η πάταξη φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και η απόδοση των όποιων μέτρων θα φανεί μετά από ένα 6μηνο τουλάχιστον
– για την προστασία της πρώτης κατοικίας πρέπει να συμφωνήσουν και οι δανειστές γιατί αλλιώς δεν θα γίνει αποδεχθεί η ρύθμιση αν και ούτως ή άλλως ισχύει ο νόμος Κατσέλη που καλύπτει όλες τις κατοικίες.